Ο ήρωάς μας λέγεται Αντρέας, είναι 15 χρονών κι έχει μουστάκια γάτας. Τρώει ψάρια όπως οι γάτες, ακόμη και ωμά και σούσι. Φτιάχνει ντολμαδάκια, τρώει καρπούζι και πατάτες τηγανητές. Είναι πολύ καλός μπασκετμπολίστας, κατασκευάζει πινέζες και μπλέκεται συνέχεια σε περιπέτειες. Είναι ένας ντετέκτιβ σεφ.
Έχει κι έναν σκύλο.
Οι κλέφτες της πατάτας-
δεύτερη περιπέτεια στη Γλυφάδα
Μια φορά ο ήρωάς μας ο Αντρέας
αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του κι ας ήταν μόλις 15 ετών.
Μαγείρευε πολύ καλά κι αποφάσισε να
δουλέψει ως σεφ.
Έτσι πήγε να ζητήσει δουλειά σε ένα
μαγαζί που λεγόταν «Μπαρμπουνάκι». Τον σύστησε ένας φίλος του που λεγόταν
Πολύβιος και γνώριζε πόσο του άρεσαν τα ψάρια και πόσο ωραία τα μαγείρευε. Για
να μη μιλήσουμε για τα ντολμαδάκια του.
Πράγματι τον πήραν δοκιμαστικά να
βοηθάει τον σεφ.
Γρήγορα διαπίστωσαν πως ήταν
καταπληκτικός. Ακόμη κατάλαβαν πως είχε ικανότητες ντετέκτιβ.
Ήταν ο μόνος που κατάλαβε ποιος έκλεβε
τα μπαρμπούνια κι έλυσε το μυστήριο του σκόρδου στο τζατζίκι. Αλλά αυτές είναι
άλλες ιστορίες.
Έτσι, μια μέρα τον κάλεσε το αφεντικό
και του είπε:
-Εσύ έλα εδώ! Όλοι λένε πως είσαι ο
πιο καλός ντετέκτιβ. Έτσι αποφάσισα να σου αναθέσω μια αποστολή: Πήγαινε στην
παραλία και ψάξε να βρεις τα σακιά με τις πατάτες. Έμαθα πως κάποιος ή κάποιοι
τα άρπαξαν από την αποθήκη και τα έκρυψαν εκεί. Θέλω να ανακαλύψεις τους
εγκληματίες, να βρεις τις πατάτες και να τις φέρεις εδώ.
Κάποιος όμως τους διέκοψε. Ήταν ο
Πολύβιος:
-Αφεντικό! Ωχ μανούλα μου!!
-Τι έγινε; Γιατί κάνεις έτσι;
-Έκλεψαν και τις μπίρες!
-Τι;;;
-Ναι. Δεν έμεινε ούτε μπουκάλι!
-Μην ανησυχείτε, πετάχτηκε ο Αντρέας.
Δεν θα μου ξεφύγουν. Αναλαμβάνω την υπόθεση.
Την ίδια μέρα, ακολουθώντας τα ίχνη
που άφησαν πίσω τους οι κλέφτες, με τη βοήθεια του πιστού του σκύλου, του
Πίτσι, βρήκε μερικά σακιά πατάτες κάτω από τις ξαπλώστρες στην παραλία.
Δεν άργησε να εντοπίσει και τους κλέφτες, κάτι μασκοφόρους, που λίγο
πιο πέρα, κάτω από ένα αρμυρίκι έπιναν μπίρες και πετούσαν πατάτες στο κύμα.
Τους πλησίασε απειλητικά:
-Τι κάνετε εκεί; Φώναξε.
Τότε αυτοί το έβαλαν στα πόδια και
άρχισαν να τρέχουν.
Όμως ο Αντρέας ήταν πολύ γρήγορος.
Τους πλησίασε και πέταξε πάνω τους ένα δίχτυ που είχε μαζί του.
Οι ληστές πιάστηκαν σαν ψάρια κι αυτός
γελούσε κάτω από τα γατίσια μουστάκια του.
-Και τώρα ήρθε η ώρα να δουλέψετε!
Τους είπε γελώντας.
Τους έβαλε να τηγανίσουν πατάτες για
όλο τον κόσμο και να φτιάξουν δικές τους μπίρες. Οι πατάτες ήταν καλές, αλλά οι
μπίρες χάλια.
-Θα μείνετε εδώ να βοηθάτε στη
κουζίνα, μέχρι να μάθετε να φτιάχνετε μπίρα και να ξεπληρώσετε το χρέος σας για
τις πατάτες που ρίξατε στη θάλασσα.
Από τότε άρχισαν να δουλεύουν στο
Μπαρμπουνάκι κι έγιναν πολύ καλοί βοηθοί.
Ο ένας από αυτούς είχε και μια αδερφή,
την Πηνελόπη, που ήρθε να τους δει.
Ήταν πολύ όμορφη και καλή.
Ευχαρίστησε μάλιστα τον Ανδρέα που
έβαλε στον ίσιο δρόμο τον αδερφό της και τους φίλους του.
Ο Αντρέας την ερωτεύθηκε αμέσως.
Αλλά κι εκείνη, που την έχανες, που
την εύρισκες, όλο στο Μπαρμπουνάκι βρισκόταν!
Στο τέλος τη ζήτησε σε γάμο.
Αν κι ήταν μικρός πήρε άδεια από τους
γονείς του κι εκείνη από τους δικούς της κι αρραβωνιάστηκαν. Θα παντρεύονταν μόλις έκλειναν τα δεκαοκτώ!
Όπως κι έγινε.
Καταπληκτικός γάμος! Και στο τραπέζι
οι καλεσμένοι χόρτασαν ψάρια, σούσι, ντολμαδάκια και τηγανητές πατάτες.
Αντί για τούρτα στόλισαν ένα μεγάλο
καρπούζι, που το έκοψαν στη μέση και μετά το μοίρασαν στους καλεσμένους τους.
Μια φίλη της νύφης που έφτιαχνε
καραβάκια κι έκανε μαθήματα χαρτο-ναυπηγικής στην «Αστράμαξα», χάρισε από ένα σε όλους και τα έριξαν στη
θάλασσα γράφοντας πάν τους από μια ευχή για το ζευγάρι.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι
εμείς…καλύτερα!
Οι συγγραφείς
-εικονογράφοι
Ελεονώρα Κούσουλα
Εύα Παπαδά
Σέργιος Παπαδάς
Μάριος Τζαβέλλας
Νικόλας Φινίδης