Ξεκινήσαμε αρχές Νοεμβρίου και ήδη η πρώτη ιστορία που δημιούργησε ένα από τα παιδιά του εργαστηρίου μας, είναι έτοιμη!
Ο θησαυρός της Νάξου, με έμπνευση από τον "Θησαυρό της Βαγίας" της Ζωρζ Σαρή, που αρχίσαμε να δουλεύουμε στην ομάδα μας:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
Της Σοφίας Ζευγώλη
Ένα ηλιόλουστο
πρωί, στο λιμανάκι της Μουτσούνας μια
παρέα παιδιών, που αποτελείται από την Ελίνα, τον Γιάννη, την Κατερίνα και τον
Θανάση, απολαμβάνουν το δροσερό αεράκι του νησιού και κοιτούν την θάλασσα να
αφρίζει. Δίνει τέλος στην ονειροπόληση των παιδιών η κυρία Γωγώ, η μητέρα της
Ελίνας, η οποία φωνάζει τα παιδιά εκνευρισμένη που πάλι βγήκαν έξω στο λιμάνι,
πρωί-πρωί. Τρέχουν τα παιδιά γρήγορα σπίτι, μπας και γλιτώσουν την κατσάδα,
αλλά που τέτοια τύχη! Αμέσως η κυρία Γωγώ τους φωνάζει:
-Τι κάνατε στο λιμάνι πάλι και μας αγχώσατε ξανά; Κανείς
δεν είναι έξω τέτοια ώρα! Τι πράγματα ειν’ αυτά;
-Μα μαμά, έχεις δει πόσο γαλήνια και όμορφη είναι η
θάλασσα μας; Δεν χορταίνεις να την βλέπεις!
Περνάει σε αντεπίθεση πεισματάρικα η Ελίνα.
-Δίκιο έχει η Ελίνα, το γαλάζιο της θάλασσας δεν αντέχεις
να το αποχωριστείς! Υποστηρίζει την φίλη της η Κατερίνα, ενώ τα αγόρια δεν
παίρνουν μέρος στον καβγά.
-Μια λαχτάρα που έχετε για την ακρογιαλιά! Αποκρίνεται η
κυρία Γωγώ και αποχωρεί.
Μετά τον
καβγά, τα παιδιά κάθονται σκεπτικά στον καναπέ και συλλογίζονται μαζί:
-Παιδιά, ξέρετε ότι για λίγο καιρό θα πάμε στην Χώρα της
Νάξου; ρωτάει πονηρά ο Γιάννης.
-Ναι, γιατί; ρωτάει και ο Θανάσης.
-Επειδή έχω την φαεινή ιδέα να εξερευνήσουμε το μέρος…
Κοιτάει τώρα τα παιδιά με το ίδιο πονηρό ύφος.
Τα παιδιά κοιτιούνται μεταξύ τους συνωμοτικά και στρέφουν
το βλέμμα τους στην κυρία Γωγώ, που ανυποψίαστη μαγειρεύει στην κουζίνα. Οι
επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα ώσπου έφτασε η ώρα της εκδρομής στην Χώρα της
Νάξου… Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής τα παιδιά χαχανίζουν ενθουσιασμένα
παρατηρώντας τα πάντα γύρω τους. Η Φιλιώ, η μητέρα του Γιάννη είναι τρομοκρατημένη γιατί
ήξερε πολύ καλά ότι τα παιδιά πάλι κάτι σκάρωναν. Αντίθετα, η κυρία Μαρία, η
μητέρα του Θανάση και της Κατερίνας, μαζί με την κυρία Γωγώ δεν έχουν ιδέα για
το τι να περιμένουν.
Φτάνουν… Τα
παιδιά μπαίνουν φουριόζικα στο σπίτι της κυρίας Μαρίας, που ετοιμάζει τα
πράγματα του Θανάση και της Κατερίνας, επειδή ξέρουν ότι δεν θα τους δώσει
σημασία και πιάνουν την κουβέντα:
-Για πείτε, είστε να βγούμε το απόγευμα μια βόλτα εδώ
κοντά και να εξερευνήσουμε λίγο περισσότερο το μέρος; ρωτάει ο Γιάννης με ένα
χαμόγελο που στα μάτια των παιδιών έμοιαζε να λέει «Ώρα για περιπέτεια!».
-Φυσικά! Είπαν με μια φωνή τα παιδιά χαρούμενα.
-Πρέπει όμως πρώτα να ενημερώσουμε τους γονείς μας… Λέει
με ένα στενόχωρο ύφος η Ελίνα σίγουρη ότι θα υπάρχουν αντιρρήσεις. Τα παιδιά
πάνε πρώτα στην κυρία Μαρία που θα γλίτωναν εύκολα:
-Μαμά, με τα παιδιά είπαμε να πάμε σήμερα το απόγευμα
έξω. Τι λες μπορούμε σε παρακαλώ; ρωτάει γεμάτος ελπίδα ο Θανάσης.
-Εντάξει παιδιά, αλλά να προσέχετε, μην πάτε μακριά γιατί
εδώ δεν είναι σαν στο χωριό που όλοι γνωριζόμαστε και είναι δύσκολο να χαθούμε!
Εδώ το μέρος είναι τεράστιο! Τα μάτια σας δεκατέσσερα παιδιά μου. Αποκρίνεται η
κυρία Μαρία.
-Ναι, θα προσέχουμε! Λέει η Ελίνα και στρέφεται προς την
μαμά της. Τα παιδιά
πάνε έξω στην αυλή όπου η Φιλιώ με την κυρία
Γωγώ είχαν πιάσει κουβέντα.
-Σας παρακαλούμε, μπορούμε να πάμε το απόγευμα έξω και να
δούμε λίγο το μέρος; εκλιπαρεί η Κατερίνα τις
δύο μάμαδες, που κοιτούσαν τα παιδιά παραξενεμένες.
-Παιδιά, αυτό δεν γίνεται, εδώ δεν είναι σαν στο χωριό!
Τώρα είναι επικίνδυνα, δεν μπορούμε να σας αφήσουμε μόνα σας να τριγυρνάτε στην
Χώρα της Νάξου έτσι! Ξεκινάει τις αντιρρήσεις η Φιλιώ.
-Σας παρακαλούμε! Τα παιδιά κοιτούν τις μαμάδες με το
ποιο γλυκό τους βλέμμα και αυτές κοιτιούνται μεταξύ τους περίεργα.
-Εντάξει! Άντε μας πείσατε! Απαντάει η κυρία Γωγώ αναστενάζοντας.
-Ευχαριστούμε! Φωνάζουν χαρούμενα τα παιδιά.
-Άντε, πάτε τώρα πριν αλλάξουμε γνώμη! Αποκρίνεται η
Φιλιώ, ενώ στο μεταξύ τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί.
Απόγευμα, και
τα παιδιά είναι ήδη στο δρομάκι και περπατάνε ενθουσιασμένα. Περνάνε 20 λεπτά
και τα παιδιά εξακολουθούν να περπατάνε ακούραστα, περίεργα για το άγνωστο.
Έχουν ήδη φτάσει στους πρόποδες ενός βουνού εκεί κοντά όταν το τηλέφωνο της
Κατερίνας χτυπάει και το σηκώνει.
-Παρακαλώ; ρωτάει η Κατερίνα.
-Πού είστε; Βράδιασε! Απαντάει η κυρία Μαρία.
-Θα αργήσουμε λίγο γιατί… εεε… Σκέφτεται μια καλή
δικαιολογία η Κατερίνα.
-Πες ότι παίζουμε σε μια… Παιδική χαρά! Ψιθυρίζει ο
Θανάσης στην Κατερίνα γρήγορα.
-Εεεε… Είμαστε σε μια παιδική χαρά! Επιστρέφει στο
τηλέφωνο η Κατερίνα.
-Εντάξει, εντάξει! Μην αργείτε πολύ όμως! Κλείνει το
τηλέφωνο η κυρία Μαρία.
Όταν τα
παιδιά έχουν περπατήσει ήδη τα μισά του βουνού, παρατηρούν μια μικρή σπηλιά να
περιμένει εκεί να τους φιλοξενήσει.
-Παιδιά, δείτε εκεί! Φωνάζει η Ελίνα τους υπόλοιπους
δείχνοντας μια σπηλιά. Τα παιδιά τρέχουν
εκεί και μπαίνουν μέσα. Καθώς περπατάνε, παρατηρούν την σκοτεινή σπηλιά,
περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος δράκος. Σιγά σιγά τα στην άκρη της σπηλιάς
ένα φως τραβούσε την προσοχή των παιδιών και αποφάσισαν να δουν τι υπήρχε.
Πραγματικά, φτάσανε στο τέλος της σπηλιάς αλλά τι να περιμένουν! Μια έξοδος!
Δειλά, βγαίνουν έξω από την σπηλιά και αντικρίζουν μια φανταστική λίμνη με κάθε
λογής λουλούδια. Σκέτος παράδεισος!
-Παιδιά, το μέρος είναι ότι καλύτερο! Κάτι σαν μυστική
λίμνη θα ‘λεγα. Λέει ενθουσιασμένη η Κατερίνα.
-Συμφωνώ! Μου έρχεται να βουτήξω αλλά δυστυχώς βραδιάζει
και κάνει κρύο… Αποκρίνεται ο Γιάννης.
-Παιδιά, τι περιμένετε; Πάμε κάτω στην λίμνη γρήγορα,
γιατί σε λίγο θα πρέπει να φύγουμε! Οι
γονείς θα ανησυχήσουν. Φωνάζει ανυπόμονα ο Θανάσης και τα παιδιά τρέχουν στην
λίμνη. Τα λουλούδια, τα δέντρα και η λιμνούλα είναι λες και τα παιδιά έχουν
πάει σε κάποιο μέρος μαγικό. Τα παιδιά παίζουν και απολαμβάνουν
το βράδυ στο δάσος με την λίμνη και όλα κυλούν
γαλήνια μέχρι η Ελίνα να σκοντάψει και να βουτήξει στην λίμνη.
-Ααααα! Ακούγεται η κραυγή της Ελίνας λίγο πριν πέσει
στην λίμνη. Τα παιδιά πάνε να την βοηθήσουν
και τότε συνειδητοποιούν ότι ο καταρράκτης από πίσω έχει κάτι βραχάκια…
-Παιδιά! Είμαι ακόμα κάτω! Φωνάζει θυμωμένα η Ελίνα, αλλά τα παιδιά την αγνοούν και
αναγκάζεται να σηκωθεί μόνη
της.
-Θέλετε να πάμε από πίσω; Ρωτάει ο Θανάσης.
-Μα τι θα πουν οι γονείς; Ρωτάει η Κατερίνα
φοβισμένη.
-Δεν πειράζει… Ούτε που θα το καταλάβουν! Απαντάει η
Κατερίνα λίγο αμήχανα.
Τα παιδιά είχαν ήδη περάσει τον καταρράκτη και
είχαν γίνει μούσκεμα, αλλά άξιζε τον κόπο!
Εκεί ενώ η λιμνούλα συνεχιζόταν, οι πετρούλες είχαν
χτίσει το δικό τους μονοπάτι. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και πίσω από τον καταρράκτη
δίναν παράσταση οι πυγολαμπίδες!
-Παιδιά έχει πάει κιόλας 22.00! Πρέπει να φύγουμε… Λέει η
Ελίνα.
-Τι κιόλας; Απαντάει μουτρωμένος ο Γιάννης.
-Κρίμα! Λένε μαζί τα παιδιά και παίρνουν τον δρόμο για τα
σπίτια τους ενώ την ώρα εκείνη η Φιλιώ παίρνει τηλέφωνο και το σηκώνει ο Γιάννης.
-Που είστε; Φωνάζει στο τηλέφωνο η Φιλιώ εξαγριωμένη.
-Ερχόμαστε, είμαστε στον δρόμο! Λέει ο Γιάννης και τα παιδιά περπατούσαν στο
δρομάκι.
-Το καλό που σας θέλω! Κλείνει το τηλέφωνο η Φιλιώ.
Αφού τα παιδιά φτάνουν πέφτουν κατευθείαν για ύπνο επειδή
κουράστηκαν πολύ από τον περίπατο. Οι υπόλοιπες μέρες πάλι κυλούν ήρεμα, αλλά
όχι βαρετά! Τα παιδιά συνεχίζουν να συχνάζουν κάθε μέρα στην λιμνούλα μέχρι να
φύγουν… Ο πιο δύσκολος αποχωρισμός! Τα παιδιά χαιρετούν λυπημένα την Χώρα της
Νάξου γιατί πρέπει να
επιστρέψουν στο χωριό… Την ίδια
στιγμή οι γονείς αναρωτιούνται γιατί τα
παιδιά τους στενοχωρήθηκαν τόσο.
-Έχετε καμιά ιδέα; ρωτάει παραξενεμένα η κυρία Γωγώ.
-Μπα! Λένε μαζί και πάνε στα αμάξια.
Την ίδια στιγμή τα παιδιά κοιτούσαν τις
φωτογραφίες από το καλύτερο μέρος στον κόσμο!