Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μόνη της σε έναν τόπο -όχι πολύ μακριά από εδώ- μια κοπέλα που τη ’λέγανε Ελεάννα. Τα σαββατοκύριακα της άρεσε να φτιάχνει ρούχα. Ένα μυστικό που δεν ήθελε να μάθει κανείς ήταν ότι είχε μια μαγική κούκλα, τη Μελωδένια που άκουγε όταν της μιλούσε η Ελεάννα. Κι εκείνη κατάφερνε πολύ καλά να φαντάζεται μαγευτικές και φανταστικές ιστορίες, όμως δεν κατάφερνε καθόλου μα καθόλου να κοιμάται. Η πιο ωραία ανάμνησή της ήταν όταν πήρε στα χέρια της πρώτη φορά την κούκλα της. Αυτή η κούκλα ήταν τόσο σημαντική, γιατί της την είχε δώσει η μητέρα της και ο πατέρας της πριν πεθάνουν...Ο καλύτερός της φίλος, ήταν ένα αγόρι από την γειτονιά, ο Γιαννάκης.
Αυτό που ήθελε να αποκτήσει και δεν τα κατάφερνε ποτέ ήταν να έχει τα απαραίτητα για να ζήσει. Το άλλο πρωί πήγε στο κέντρο της πόλης μήπως καταφέρει να μαζέψει λίγα χρήματα για να αγοράσει φαγητό για αυτήν και το Γιαννάκη. Εκεί συνάντησε τυχαία το θείο της που δεν τον είχε ξαναδεί από τριών ετών...Εκείνος της είπε:
«Γεια, Ελεάννα, χρόνια και ζαμάνια, εεε;;;...»
«Ναι», λέει η Ελεάννα
«Τι κάνεις;» ρωτάει ο θείος.
«Μια χαρά,εσύ;».
«Πολύ καλά».
«Αλήθεια, θείε, τι κάνεις εδώ;».
«Εεε... ήρθα για βόλτα».
«Καλά, αντίο», λέει η Ελεάννα και φεύγει... Όταν πήγε στο σπίτι της κατάλαβε ότι ο πονηρός θείος της κάτι σκάρωνε και μάλιστα κακό...
Το άλλο πάλι πρωί η Ελεάννα σκέφτηκε να ξαναπάει στο κέντρο της πόλης για να μαζέψει χρήματα, γιατί ξέχασα και δε σας το είπα, ήταν πάρα μα πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια... Όταν έφτασε με το άλογο ,το έδεσε σε μια μπάρα, δίπλα στο δρόμο που θα τραγουδούσε. Δεν κατάλαβε όμως ότι ο θείος της την παρακολουθούσε. Όταν είχε γεμίσει τελείως το σακουλάκι με χρήματα, ο θείος της φόρεσε τη στολή παππού -που είχε πάντα μαζί του- και πήγε να πάρει τα χρήματα όχι επειδή ήταν κακός, αλλά πολύ εγωιστής και ήθελε όλα τα λεφτά για τον εαυτό του. Με ένα σάλτο τα άρπαξε και κατευθείαν όρμησε, πήρε το άλογο και έφυγε.
Η Ελεάννα στεναχωρήθηκε και κατάλαβε ότι ήταν ο θείος της. Τότε είπε στην κούκλα της: «Πάμε στο κάστρο του θείου, νομίζω θυμάμαι που μένει».
Η μητέρα και ο πατέρας της Ελεάννας που την έβλεπαν από ψηλά, ήταν πάρα πολύ χαρούμενοι για το θάρρος της κόρης τους και είπαν και οι δύο: «Σίγουρα θα βρει την τύχη της το παιδί μας».
Όσο η Ελεάννα περπατούσε με την κούκλα της αγκαλιά για το κάστρο, κουράστηκε πάρα πολύ και σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο. Στο όνειρο της είδε έναν πρίγκιπα. Όταν ξύπνησε είπε στη Μελωδένια της: «Είδα έναν πρίγκιπα στο όνειρό μου» και ο πατέρας και η μητέρα της χαμογέλασαν από ψηλά...!!! Εκείνη τη στιγμή πέρασε μια άμαξα και ένας άνθρωπος βγήκε από μέσα...Ήταν ο πρίγκιπας Φίλιπς!!!...Η Ελεάννα χαμογέλασε και του είπε: «Γεια σας, πρίγκιπα Φίλιπς». Εκείνος της αποκρίθηκε: «Μη με λες πρίγκιπα, έλα μαζί μου», η Ελεάννα είπε: «Εντάξει Φίλιπς». Έφυγαν τελικά με την άμαξα. Του είπε ότι ήθελε να πάει στο κάστρο του θείου της Βόβεξ. Αυτός είπε: «Όπου θες θα πάμε γιατί σε συμπάθησα». Η Ελεάννα χαμογέλασε ξανά. Όταν έφτασαν στο κάστρο του θείου κατέβηκαν και η άμαξα περίμενε απ’ έξω. Μπήκανε μέσα στο τρομακτικό κάστρο που είχε άπειρους υπηρέτες. Όλοι δούλευαν με μια φάτσα που φανέρωνε δυσαρέσκεια. Ρωτούσανε και ξαναρωτούσανε που είναι ο Βόβεξ, αλλά αυτοί τίποτα...Έψαξαν πολύ ώρα ώσπου τον είδαν να κοιμάται σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο και δίπλα του ήταν τα χρήματα που είχε αρπάξει το πρωί. Η Ελεάννα είπε: «Πάω να τα πάρω εγώ». Ο πρίγκιπας τη διέκοψε και είπε: «Εγώ θα πάω! Είναι για το καλό σου». Η Ελεάννα περίμενε απ’ έξω και σε λίγα λεπτά βγήκε ο πρίγκιπας με το σακουλάκι με τα χρήματα. Βγήκανε έξω κι έφυγαν.
Όταν έφτασαν στο κάστρο του Φίλιπς της είπε εκείνος: «Ελεάννα, θες να με παντρευτείς»;...και η Ελεάννα απάντησε γρήγορα: «Μα, φυσικά». Την άλλη ’βδομάδα έγινε ο γάμος. Κάλεσαν βέβαια και το θείο της, που στο μεταξύ είχε ζητήσει συγγνώμη και είπε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να την πλησιάσει!
Εντωμεταξύ η μητέρα και ο πατέρας της την έβλεπαν από ψηλά και χαμογελούσαν!!!!!!!!!...
ΤΕΛΟΣ!!!