Πριν από λίγες μέρες, μετά από την προετοιμασία που είχαμε
κάνει με μια παρέα παιδιών στο Πόρτο Ράφτη, ζήσαμε μια ξεχωριστή βραδιά, γεμάτη
παραμύθια! Η προσέλευση ξεπέρασε κάθε προσδοκία και έτσι, στα βραχάκια δίπλα
στη θάλασσα, μαζεύτηκαν γύρω στα σαράντα παιδιά!
Στην αρχή διαβάσαμε την «Τρελή ιστορία» ένα αστείο παραμύθι
που φτιάχτηκε με τη βοήθεια της μαγικής τράπουλας . Μετά χωριστήκαμε σε
τέσσερις ομάδες. Παιδιά κάθε ηλικίας με συντονιστή από έναν ενήλικο με το
…καθήκον να κρατάει σημειώσεις από όσα έλεγαν τα παιδιά. Η κάθε ομάδα διάλεξε
στην τύχη πέντε τραπουλόχαρτα με τα οποία θα έπρεπε να φτιάξει το παραμύθι της
και να το εικονογραφήσει….
Περίπου μισή ώρα αργότερα η κάθε ομάδα παρουσίασε το
παραμύθι της, με τον δικό της τρόπο.
Έτσι φτιάχτηκαν τα τέσσερα παραμύθια που ακολουθούν.
Παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τέρας που το έλεγαν
Εμετόστομο και ζούσε σε μια σπηλιά κάτω από ένα βάλτο. Ήταν ψηλός, χοντρός,
μυξιάρης και σαλιάρης. Είχε ένα και μοναδικό μάτι κόκκινο και το σώμα του είχε
τρύπες σαν σφουγγάρι κι από εκεί έβγαινε μια βρώμα. Είχε χρώμα πράσινο με
κόκινες βούλες. Είχε τεράστια αυτιά σαν ελέφαντας, μαύρα δόντια κι όταν μιλούσε
βρωμούσε το στόμα του. Ήταν τόσο αηδιαστικός που οι άνθρωποι του απαγόρευσαν να
βγαίνει από τη σπηλιά του για να μην τον βλέπει κανείς.
Μια μέρα όμως, που έπιασε φωτιά στη σπηλιά του, αναγκάστηκε
να βγει έξω στον κόσμο των ανθρώπων.
Περπατούσε και κοιτούσε γύρω του ξαφνιασμένος. Ξαφνικά
βλέπει μια κίτρινη βαλίτσα. Την ανοίγει και τι να δει; Είχε ένα γράμμα που του
έλεγε ότι όποιος το διαβάσει θα έπρεπε να σκοτώσει τον άγριο δράκο που έκανε
επιθέσεις στο διπλανό χωριό. Και όποιος τον σκότωνε θα έπαιρνε για γυναίκα του
την κόρη του βασιλιά. Ξεκίνησε για το χωριό να βρει το δράκο. Τον βρήκε
κρυμμένο σ’ ένα βουνό. Ο δράκος έριχνε παντού φωτιές. Όμως ο Εμετόστομος δεν
φοβήθηκε. Τον πλησίασε, έκανε παντού γύρω του εμετούς, του πέταξε μια μεγάλη
πέτρα στο κεφάλι, πολέμησε γενναία και το σκότωσε.
Έτσι παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά. Κι αφού όλοι
κατάλαβαν πόσο γενναίος ήταν τον άφησαν να ζήσει στον κόσμο των ανθρώπων και να
φυλάει το χωριό τους από τους εχθρούς.
Σήμερα Πέμπτη με πολλή ζέστη, σε ένα μέρος που το έλεγαν
Αεβεαϊς ήταν ένας μπρατσαράς που όλο πλάκωνε τις κούκλες του και κυρίως τις
κούκλες Γιάννης και Νικόδημος, ώσπου μια μέρα ξεχαρβαλώθηκαν όλες. Και είχε
τόσο μεγάλη στενοχώρια από την έλλειψη της κούκλας, που κλείστηκε στο δωμάτιό
του, έβλεπε τηλεόραση, έτρωγε πατατάκια και έκλαιγε τόσο πολύ που το δωμάτιό
του έγινε πισίνα για μια ολόκληρη εβδομάδα.
Οι φίλοι του απόφευγαν να τον βοηθήσουν και ζήτησαν βοήθεια
από έναν δωρητή που ήταν ένα μαγικό πλάσμα –ένας άνθρωπος σε δυο- και τον
έλεγαν Νι- Αλ.
Συναντήθηκαν λοιπόν με τον δωρητή και του είπαν:
-Θέλουμε βοήθεια να νικήσει ο φίλος μας τον μεγάλο του
αντίπαλο τη Στενοχώρια και τον Θυμό του.
-Η μόνη βοήθεια που μπορώ να κάνω, είναι να δώσω στον ήρωα
μεγάλα δώρα για 365 μέρες. Φίλους κούκλες, παγωτά, παγωτά, μπάνια στο Αυλάκι.
Και ο ήρωάς μας αποφάσισε πανεύκολα με όλα αυτά τα
απολαυστικά δώρα να νικήσει τον αντίπαλο του τη Στενοχώρια, ξεχνώντας την από
την πολλή απόλαυση. Και έζησε καλά και κάθε μέρα καλύτερα!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Μεγαλοδύναμος Χρυσοσπαθάκιας,
που είχε κοντά καφέ μαλλιά, ηράκλεια δύναμη και ένα χρυσό, μακρουλό σπαθί. Είχε
παέι διακοπές στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, πήγε στο Λευκό Πύργο και είδε μια κοπέλα
με μακριά ξανθά μαλλιά που έλαμπαν σαν το χρυσάφι.
Ο Μεγαλοδύναμος της είπε ότι είναι πολύ όμορφη και τη ζήτησε
σε γάμο. Μετά τη ρώτησε πως τη λένε κι εκείνη του είπε «με λένε Χρυσαφένια» και
παντρεύτηκαν.
Όμως ο Καπελαφάγος Μεγαλοδόντης Αρχόντων ήθελε να του κλέψει
τη γυναίκα. Αυτός μπορούσε να πετάει, να βγάζει αλυσίδες και λέιζερ από τα
χέρια και να κάνει να βγαίνουν μέλισσες και κατσαρίδες από το στόμα του.
Η Χρυσαφένια ζήτησε από τον ήρωά μας να της φέρει τη χρυσή
χτένα που φύλαγε ο Μεγαλοδόντης Αρχόντων σε μια σπηλιά.
Μόλις ο Μεγαλοδύναμος Χρυσοσπαθάκιας έφτασε στη σπηλιά, ο
Μεγαλοδόντης του είπε:
-Δεν θα πάρεις ποτέ τη χρυσή χτένα γιατί άμα την πάρεις, δεν
θα μπορέσω να φάω τη Χρυσαφένια!
Και του πετάει με το σώμα του ζουζούνια για να τον φάνε. Ο
ήρωας σκοτώνει τα ζουζούνια με το σπαθί, δίνει και δυο μπουνιές στα μάτια του
αντιπάλου, του παίρνει τη χρυσή χτένα και γυρνάει στη Χρυσαφένια.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παραθαλάσσια πόλη, το Πόρτο
Ράφτη ζούσε ένας κατάσκοπος, ο Οδυσσεβάχ. Μια μέρα που κολυμπούσε άκουσε το
κινητό του να χτυπάει και ήταν η άκρως μυστική κατασκοπική εταιρεία του. Τον
ήθελαν για μια αποστολή.
«Οδυσσεβάχ», του είπε ο αρχηγός, «πρέπει να πας στο
Καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο για να πιάσεις τον επικίνδυνο κακοποιό Κινέζο
Τσιν- Τσον»
Ο Οδυσσεβάχ πήε το πρώτο αεροπλάνο για Ρίο ντε Τζανέιρο,
πήρε τη στολή του –μια στολή κλόουν με κόκκινη μύτη- και ξεκίνησε να πιάσει τον
Κινέζο Τσιν Τσον.
Όμως ο Κινέζος που ήταν πολύ πονηρός και φορούσε μια στολή
πειρατή, αιφνιδίασε τον Οδυσσεβάχ με τη σούπερ δύναμή του και τον έβαλε σε ένα
αεροπλάνο που πήγαινε στην Ιταλία.
Μετά τον πήρε η συμμορία του και τον πήγαν στο Κολοσσαίο για
να τον φάνε τα λιοντάρια.
Όμως ο Οδυσεβάχ είχε κρυμμένες ρουκέτες εκτόξευσης κάτω από
τα ρούχα του και πέταξε ψηλά την ώρα που ένα λιοντάρι πήγε να του φάει το πόδι.
Εν τω μεταξύ ο Κινέζος Τσιν –Τσον είχε παέι στο Πόρτο Ράφτη
και είχε κάνει σε όλους πλύση εγκεφάλου για να μη θυμούνται τον Οδυσσεβάχ.
Έτσι, όταν γύρισε ο Οδυσσεβάχ κανείς δεν τον θυμόταν. Ούτε η
γυναίκα του. Ο Οδυσσεβάχ δεν έχασε το θάρρος του και πολέμησε τον Τσιν Τσον.
Τον έβαλε σε μια φυλακή ψηλά στο βουνό. Όμως ο σούπερ δυνατός Τσιν Τσον το
σκάει στο βουνό που τον περιμένει η συμμορία του. Ο Οδυσσεβάχ θυμάται ξαφνικά
ότι ο Κινέζος έχει μια αδυναμία: Το πλαστικό.
Έτσι με την ομάδα του τον ξαναπιάνουν κι τον βάζουν σε μια
φυλακή από πλαστικό.
Μετά από αυτά όλοι ξαναθυμήθηκαν τον Οδυσσεβάχ, τον έκαναν
ήρωα της πόλης και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
ΥΓ Το Σάββατο το βράδυ με πρωτοβουλία των Εθελοντών
Πόρτο Ράφτη, έγινε μια ακόμη βραδιά παραμυθιού. Το παραμύθι που προέκυψε
μέσα από παιχνίδι θα δημοσιευτεί προσεχώς...