Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Σάββατο 27 Οκτωβρίου, 12μμ: Εμπνεόμαστε από το Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου (και όχι μόνο)


Το Σάββατο, 27 Οκτωβρίου (12-2μμ), η "Παραμυθοκουζίνα" θα είναι στο Θησείο, στο χώρο "Τέχνης Βήματα". Με τη χρονομηχανή μας, θα γυρίσουμε 72 χρόνια πίσω, στην 27η -28η Οκτωβρίου του 1940. Θα διαβάσουμε αποσπάσματα όπως αυτό που ακολουθεί, και θα φτιάξουμε ένα δικό μας παραμύθι αφιερωμένο στη μέρα, που θα το ανεβάσουμε στην αυτοσχέδια σκηνή μας σε μια πρωτότυπη διαδραστική θεατρική απράσταση...


 
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» (Μεταίχμιο)


Ο θάνατος του τριζονιού


ΩΣ ΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΟ ΠΡΩΙ, το τριζόνι χαρχάλευε ακόµη στο χαρτονένιο κουτί του. Ο Πέτρος το είχε ακουµπήσει το βράδυ σ’ ένα σκαµνί πλάι στο κρεβάτι του, γιατί σαν πήγε να επιθεωρήσει το κουτί µε τα ζουζούνια του, πριν πέσει να κοιµηθεί, βρήκε το τριζόνι στις µεγάλες του ακεφιές. Έτσι ήτανε την πρώτη µέρα που το γλίτωσε από τη γάτα. Το άγγιζε µ’ ένα ξυλαράκι κι εκείνο µόλις που κουνούσε τα πόδια του. Ο Πέτρος το ’βαλε στο κουτί, το τάιζε φυλλαράκια, ώσπου κείνο σιγά σιγά ζωντάνεψε κι άρχισε να τρίζει για τα καλά. Σήµερα, µάλιστα, λογάριαζε να το ’χωνε στη σχισµάδα του µεγάλου δοκαριού, κάτω στην αποθήκη. Μια χαρά τα πήγαινε µέχρι χτες το βράδυ, που ξανακύλησε στα ξαφνικά, γι’ αυτό και το πήρε ο Πέτρος κοντά του. Σα σιγουρεύτηκε πως είναι καλά το τριζόνι του και έτριζε, τον πήρε ο ύπνος, µα σαν ξύπνησε στις οχτώ το πρωί το τριζόνι του δεν ακουγότανε πια. Ο Πέτρος ανακάθισε στο κρεβάτι του, πήρε το κουτί, το ακούµπησε πάνω στα σκεπάσµατα και κοίταζε το πεθαµένο τριζόνι, που δεν είχε πεθάνει, σαν όλα τα µαµούνια, ανάσκελα, µε κοκαλωµένα τα πόδια στον αέρα, µα ήτανε γερµένο στο πλάι µε το ένα του φτερούγι ξεδιπλωµένο. Καλά που ήτανε Κυριακή, αλλιώς, θα έπρεπε να φύγει ο Πέτρος για το σχολείο και δε θα είχε καιρό ούτε να το θάψει.
Στο σπίτι κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόµη. Ο παππούς µονάχα έβηχε. Τον άκουγε από την τραπεζαρία να στριφογυρίζει στον καναπέ που το βράδυ γινότανε κρεβάτι του, µα δεν είχε κι αυτός σηκωθεί. Η Αντιγόνη, η αδελφή του Πέτρου, του είχε πει να την ξυπνήσει νωρίς, αν ήτανε καλός ο καιρός, γιατί θα πήγαινε βόλτα µε τις φίλες της. Έκανε λιακάδα και ζέστη, µόλο που ο Οκτώβρης κόντευε να τελειώσει. Όπως ήτανε µε τις πιτζάµες και ξυπόλυτος, πήρε το κουτί µε το τριζόνι και ζύγωσε στο κρεβάτι της. Παρ’ όλη του τη λύπη για το πεθαµένο του ζουζούνι, δεν µπόρεσε να µη γελάσει σαν αντίκρισε το κεφάλι της Αντιγόνης να ξεφυτρώνει από τα σκεπάσµατα. Το είχε δει τόσες φορές, και κάθε φορά του φαινότανε και πιο αστείο. Η Αντιγόνη τύλιγε τα µαλλιά της σε άσπρα κουρελάκια –ο Πέτρος µια φορά τα είχε µετρήσει και τα είχε βγάλει εξήντα οχτώ– κι όσο κι αργά και να τέλειωνε τα µαθήµατά της, δε βαριότανε να κάνει κάθε βράδυ αυτή τη δουλειά. Χαρά στην υποµονή της. Κι όλον αυτόν τον κόπο, για να έχει την άλλη µέρα ένα κεφάλι φουντωτό σαν κουνουπίδι, µε δυο φιογκάκια στο κάθε πλάι, που έπρεπε να απέχουνε ίση απόσταση από τη χωρίστρα, ούτε τριχούλα πιο κει. Είχε ένα κουτί γεµάτο τέτοια φιογκάκια –δύο από κάθε χρώµα– που απαγορευότανε να τ’ αγγίξεις, λες και ήτανε στύλος του ηλεκτρικού. Πολύ το καµάρωνε το κουνουπιδένιο της κεφάλι η Αντιγόνη, γιατί όλοι λέγανε πως ήτανε ίδια η Ντιάνα Ντάρµπιν, που όλα τα κορίτσια κάνανε σαν παλαβά να βλέπουν τις ταινίες της και να κάνουν συλλογή από φωτογραφίες της. Η αλήθεια είναι ότι της έµοιαζε πάρα πολύ, κι ο Πέτρος ήτανε πολύ περίεργος να µάθει αν η Ντιάνα Ντάρµπιν κοιµότανε µε εξήντα οχτώ κουρελάκια στο κεφάλι.
Η Αντιγόνη –περίεργο– ξύπνησε στις καλές της, τον είπε «Πετράκη» και του υποσχέθηκε να τον πάει 4 με 6 στην «Ατθίδα», τον κινηµατογράφο της γειτονιάς, που έπαιζε τους Λογχοφόρους της Βεγγάλης. Ο Πέτρος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της και την κοίταζε που έλυνε τα κουρελάκια της.
— Πέθανε το τριζόνι, της κάνει λυπηµένα.
Η Αντιγόνη παράτησε το κουρελάκι, που το είχε τραβήξει µε δύναµη κι είχε βγάλει και µια τούφα µαλλιά µαζί, και του πήρε το κουτί από τα χέρια.
— Τι παράξενα που έχει απλωµένο το φτερούγι του, απορεί η Αντιγόνη.
Αν την άκουγε ο πατέρας, σίγουρα θα ’λεγε, «παιδιαρισµοί». Η Αντιγόνη ήτανε δεκατεσσάρω χρονώ, κι ο µπαµπάς νοµίζει πως σαν είσαι πια τόσο µεγάλος, δεν µπορείς να λυπάσαι για ψόφια τριζόνια.
— Θέλεις το κουτί από το βραχιόλι µου, για να το θάψεις; τον ρώτησε.
Παρόλο που ήτανε στις µεγάλες της καλοσύνες, ο Πέτρος αρνήθηκε. Θα το έβαζε το τριζόνι µέσα στη χαραµάδα του δοκαριού, κι ας ήτανε πεθαµένο.
Το πρωινό το έφαγε ανόρεχτα και σαν τον ρώτησε η µαµά αν έχει να κάνει µαθήµατα, απάντησε κάτι, που δεν έµοιαζε ούτε ναι ούτε όχι. Τέλειωσε όσο πιο γρήγορα µπορούσε και ροβόλησε κάτω στην αποθήκη. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο Θόδωρος έτρεξε –όσο µπορούσε βέβαια να τρέξει– κοντά του. Ο Θόδωρος ήτανε µια µεγάλη χελώνα, που κάποτε ήτανε ένα µικρό χελωνάκι, που χωρούσε σ’ ένα σπιρτόκουτο. Την είχε κάνει τράµπα µ’ έναν συµµαθητή του, τον Θόδωρο, του είχε δώσει για να την πάρει ολόκληρο σακουλάκι βόλους και τρεις ακόµα γκαζές. Ο Πέτρος την έβγαλε Θόδωρο, γιατί περπατούσε αργά αργά και βαριεστηµένα σαν τον συµµαθητή του. Σα δε χωρούσε πια στο σπιρτόκουτο, την έβαλε σ’ ένα κουτί λουκουµιών, την κουβαλούσε µαζί του, σαν πήγαινε περίπατο και την άφηνε να βοσκήσει στο χορτάρι. Όταν µεγάλωσε η χελώνα πάρα πολύ, την κατέβασε στην αποθήκη, την έβγαζε να πάρει αέρα στον φωταγωγό του σπιτιού που σχηµάτιζε κάτω ένα µικρό αυλιδάκι και της κουβαλούσε απέξω χορτάρι.
— Θόδωρε, το τριζόνι πέθανε τα ξηµερώµατα, ανακοίνωσε επίσηµα.
Έβαλε το τριζόνι µέσα στη χαραµάδα του δοκαριού, έκλεισε τη σχισµή µε πηλό και χάραξε πάνω στο ξύλο µ’ ένα σουγιαδάκι: 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940.
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 γράφει και ο πατέρας σε µια κίτρινη καρτέλα που έχει απλωµένη πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Άµα γεµίσει µε αριθµούς πολλές εκατοντάδες τέτοιες καρτέλες, τότε θα νοικιάσουν πιο µεγάλο σπίτι, κι ο Πέτρος δε θα κοιµάται πια στο ίδιο δωµάτιο µε την Αντιγόνη. «Άµα θα ’χω πολλές καρτέλες», απαντάει ο πατέρας κάθε φορά που εκείνος ή η Αντιγόνη ζητάνε να τους αγοράσει κάτι. Ο Πέτρος όµως, από τον καιρό που ήτανε µικρός και περίσσευε ίσα ίσα το κεφάλι του από το τραπέζι, θυµάται βουνό τις καρτέλες. Η Αντιγόνη λέει πως σαν ήτανε κι εκείνη µικρή, τις έφαγε, γιατί είχε ζωγραφίσει µια γάτα πλάι στα νούµερα. Ο πατέρας, µόλις γυρίσει από τη δουλειά, κάθεται και γράφει τις καρτέλες. Δουλεύει ακόµα και τις Κυριακές. Η µαµά γκρινιάζει, κυρίως τα Σαββατόβραδα, πως θέλει να πάνε σε κανέναν κινηµατογράφο, µα ο πατέρας λέει πως αν δεν πάρει συµπληρωµατική δουλειά από άλλα µαγαζιά στο σπίτι, δε βγαίνει ο µήνας. Τότε η µαµά τα βάζει µε τον κύριο Κοντογιάννη, το αφεντικό του µπαµπά – έχει παραγγελιοδοχικό γραφείο «ΒΟΥΤΥΡΑ-ΕΛΑΙΑ», µα ο ίδιος είναι αδύνατος σαν τσίρος και σπαγγοραµµένος. Έχει χρόνια να κάνει αύξηση στον µπαµπά. Μονάχα κάθε χρόνο, στη γιορτή της µαµάς, στέλνει µια ακριβούτσικη τούρτα. Ο Πέτρος ορκίζεται µέσα του πως από φέτος θα γίνει πρώτος µαθητής και µόλις τελειώσει το σχολείο θα δουλεύει και θα σπουδάζει, κι όλα τα Σαββατόβραδα θα πηγαίνει τη µαµά στον κινηµατογράφο. Αυτά τα συλλογιέται τα Σάββατα, µα σαν ξηµερώσει µια Κυριακή όλο λιακάδα δεν είναι πια τόσο σίγουρος, αν θα είναι από φέτος ο πρώτος στην τάξη.
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 έχει γράψει πάνω στο λευκό φύλλο της χαρτογραφίας, που τον περιµένει άδικα να σχεδιάσει τον χάρτη της Αυστραλίας. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες και βάζουν γεωγραφία κάθε Δευτέρα, για να ’χει όλη την Κυριακή τη σκοτούρα της χαρτογραφίας. Όλο αποφασίζει πως θα κάνει πρωί πρωί τον χάρτη να ξεµπερδεύει, µα πάντα κάτι συµβαίνει. Αν δεν είχε πεθάνει σήµερα το τριζόνι, µπορεί τώρα να τον είχε κιόλας τελειώσει.
Όταν πια αποφάσισε ν’ αρχίσει και ξεσήκωνε το σχέδιο στο τσιγαρόχαρτο, του φώναξε η Αντιγόνη πως είναι ώρα για τον κινηµατογράφο. Έγινε ολόκληρος καβγάς πριν φύγουν, για να µην πάει µε τα παπούτσια της γυµναστικής, τον έβαλε κι έβρεξε τα µαλλιά του, για να κατακαθίσουν, και τον απείλησε πως αν δε φορούσε το µπλε του σακάκι µε τα χρυσά κουµπιά, δε θα τον έπαιρνε µαζί της. Αν δεν ήθελε τόσο πολύ ο Πέτρος να δει την ταινία, θα προτιµούσε να καθίσει στο σπίτι µε τα ζουζούνια του ή να πάει στην αποθήκη µε τον Θόδωρο, παρά να βάλει αυτό το γελοίο σακάκι, που το είχε από πέρυσι και του είχανε τόσο κοντύνει τα µανίκια, που αναγκαζότανε όλη την ώρα να τραβάει τα χέρια του προς τα πάνω. Στον δρόµο η Αντιγόνη, µια και τον είχε καταφέρει να της κάνει τα χατίρια, άρχισε τα καλοπιάσµατα:
— Δε σε πειράζει, Πετράκη, να ’ρθει µαζί µας στο σινεµά και ο Δηµήτρης;
— Ποιος Δηµήτρης;
— Ο ξάδελφος µιας συµµαθήτριάς µου. Ένα παιδί από το Κολέγιο.
— Και τι µε νοιάζει εµένα, σάµπως θα τον πάρω στην πλάτη µου, απάντησε αδιάφορα ο Πέτρος, που τώρα µόλις άρχισε να καταλαβαίνει τις καλοσύνες της αδελφής του.
Όσες φίλες της είχανε µεγαλύτερους αδελφούς τη ζηλεύανε. «Είσαι τυχερή εσύ, Αντιγόνη», της λέγανε, «που έχεις µικρότερο αδελφό κι αν βγεις µε κανένα αγόρι, δεν τον έχεις να σου λέει: ετούτος µ’ αρέσει και τούτος όχι».
Στο διάλειµµα ο Δηµήτρης έλεγε ένα σωρό βλακείες στην Αντιγόνη. Πως τα µαλλιά της µοιάζουνε κυµατάκια που τα χαϊδεύει ο άνεµος και τα κατσαρώνει –πού να ξέρει βέβαια για τα κουρελάκια– και τα χείλια της είναι σαν αµύριστο τριαντάφυλλο.
— Πάψε να τρίζεις, είπε η Αντιγόνη του Πέτρου, που προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του και τρανταζότανε άθελά του στο κάθισµα.
— Κοίτα πώς µοιάζει στην Ντιάνα Ντάρµπιν, είπανε δυο κορίτσια που καθόντανε µπροστά τους και είχανε γυρίσει µια στιγµή πίσω και είδανε την Αντιγόνη.
Ο Δηµήτρης τις άκουσε και αυτός και, αφού κοίταξε για λίγο το κουνουπιδένιο κεφάλι της Αντιγόνης, είπε:
— Αλήθεια, µοιάζεις.
Αν ήτανε µεγάλος αδελφός ο Πέτρος θα προτιµούσε χίλιες φορές για παρέα της αδελφής του τον Γιάννη, το παιδί που καθότανε στο αντικρινό σπίτι κι ερχότανε κάθε τόσο να βοηθάει την Αντιγόνη στα µαθηµατικά. Στον δρόµο, σα γύριζαν σπίτι, ο Πέτρος τόλµησε και της το είπε:
— Γιατί δεν πηγαίναµε σινεµά µε τον Γιάννη; Αυτός ο Δηµήτρης σαν σαχλάκιας µου φαίνεται.
— Δεν ξέρεις τι λες, τον έκοψε η Αντιγόνη. Όλες µου οι συµµαθήτριες κάνουνε παρέα µε τα παιδιά από το Αµερικάνικο Κολέγιο, κι ο Γιάννης πάει στο δηµόσιο.
Ο Πέτρος δεν της ξαναµίλησε, ώσπου φτάσανε στο σπίτι. Θυµάται πως πέρυσι όλες οι φίλες της Αντιγόνης, κι η Αντιγόνη η ίδια, µιλούσανε για τ’ αγόρια από το Γερµανικό Σχολείο. Φέτος ούτε να τους ακούσουνε. Πέρασε η µόδα τους, συλλογιέται ο Πέτρος, και τώρα µιλάνε όλο για τα παιδιά από το Κολέγιο. Η Ρίτα, η καλύτερη φίλη της Αντιγόνης, έλεγε µια µέρα πως δεν τους θένε πια αυτούς τους Γερµαναράδες –εννοούσε τ’ αγόρια του Γερµανικού Σχολείου– και πως αν ήτανε εντάξει, έπρεπε ν’ αλλάζανε σχολείο, επειδή οι Γερµανοί µε τον Χίτλερ τους βάλθηκαν να κατακτήσουν την Ευρώπη. Ο Πέτρος πάει κι αυτός σε δηµόσιο σχολείο, όπως ο Γιάννης. Πολύ που θα τον νοιάζει, σα µεγαλώσει, αν κάτι Ρίτες και κάτι Αντιγόνες δεν πάνε µαζί του στον κινηµατογράφο. Ένα έργο πιο πολύ το ευχαριστιέσαι να το βλέπεις µόνος σου. Η Αντιγόνη πάει σε ιδιωτικό σχολείο, γιατί όλοι στο σπίτι πιστεύουνε –εκτός από κείνον φυσικά– πως άµα θελήσει κάποιος να την παντρευτεί, θα ’ναι πολύ πιο καλό να του πούνε πως τέλειωσε το ιδιωτικό Παρθεναγωγείον «ΠΑΡΘΕΝΩΝ», παρά το τάδε δηµόσιο. Άκου ανοησίες.
— Πάψε πια να κλοτσάς αυτό το κουτί, µου δίνεις στα νεύρα, λέει η Αντιγόνη.
Εκείνος ούτε το είχε προσέξει πως κλοτσούσε ένα άδειο κουτί από τσιγάρα. Το είχε δει πεσµένο µπροστά στην έξοδο του κινηµατογράφου και το ’φτασε ως το σπίτι.
Λόγω τιµής ο Πέτρος λογάριαζε να καθίσει αµέσως να κάνει τον χάρτη του, βρήκε όµως µπροστά στην ξώπορτα τον Σωτήρη, το αγόρι που µένει στο πάνω πάτωµα και που του είπε να πάει σπίτι του να δει µια ψόφια φραγκόκοτα που είχε βρει το πρωί σ’ ένα έρηµο οικόπεδο. Ο Πέτρος δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του φραγκόκοτα, ούτε καν ψόφια. Δεν το πήρε είδηση πως πέρασε η ώρα και, σαν του φώναξε η µαµά πως το τραπέζι είναι έτοιµο, δεν είχε ακόµη καλοξεσηκώσει την Αυστραλία στο τσιγαρόχαρτο.
Ο Πέτρος, άµα µεγαλώσει κι έχει οικογένεια δικιά του, ποτέ δε θα τους βάζει να κάθονται γύρω από το τραπέζι να τρώνε. Θα υπάρχει µια σκάλα ξύλινη, που θα πηγαίνει στο απάνω πάτωµα –έχει δει µια παρόµοια στο σπίτι της Ρίτας– κι εκεί θα κάθονται αυτός, η γυναίκα του κι οι τρεις γιοι του, κόρες δε θα ’χει. Σε κάθε σκαλοπάτι κι από ένας τους. Γύρω στο τραπέζι δεν ξέρει γιατί καθένας λέει τα πιο κουτά πράµατα. Και σχεδόν τα ίδια κάθε φορά, µεσηµέρι βράδυ.
— Πάλι κακό βαθµό στα ελληνικά, µαλώνει ο µπαµπάς.
— Θέλω να µου αγοράσετε πλισέ φούστα, όλες οι φίλες µου φοράνε, φωνάζει η Αντιγόνη.
— Τι τρώµε τόσο νωρίς, θα µπορούσατε να περιµένετε να τελειώσω την πασιέντσα… πού να ξαναστρώνω πάλι τα χαρτιά.
Ο παππούς κάθεται όλη µέρα και κάνει µια πασιέντσα. Την πασιέντσα του Ναπολέοντα. Στρώνει ολόκληρη την τράπουλα και γεµίζει το τραπέζι.
— Δε σηκώνει άλλο, πρέπει να πάρουµε ύφασµα να φτιάξω κάλυµµα για τον καναπέ. Έρχεται καµιά επίσκεψη και ντρέποµαι τα ξέφτια, παραπονιέται η µαµά.
Ο Πέτρος µπορεί να ορκιστεί πως λένε τις ίδιες φράσεις κάθε µέρα, κι εκεινού του έρχονται στον νου τα πιο απίθανα πράµατα να τους πει.
— Σήµερα είδα στον δρόµο ένα άλογο µε ψάθινο καπέλο και κολιέ… Για να γίνεις, λέει, καπετάνιος, πρέπει ν’ αρχίσεις από µούτσος. Θα µ’ αφήσετε να πάω µούτσος;
Κανείς δεν του απαντάει, γιατί κανείς τους δεν προσέχει ποτέ τι τους λέει. Μονάχα σαν έρχεται ο θείος Άγγελος, ο αδελφός της µαµάς, να φάει µαζί τους, όλα αλλάζουνε. Έχει πάντα κάτι καινούριο να πει, που δε βαριέσαι να τ’ ακούς. Τα παιδιά του Πέτρου όµως δε θα ’χουνε θείο Άγγελο, θα ’χουνε την Αντιγόνη, που θα µιλάει για φούστες πλισέ.
Ο θείος Άγγελος ήρθε το βράδυ µετά το φαγητό κι έπιασε κουβέντα µε τους µεγάλους για τον πόλεµο. Ο Πέτρος συλλογιότανε το τριζόνι κι η καρδιά του σφίχτηκε. Τι τους έπιασε τους άλλους µε τον πόλεµο…
— Θα ’σαι τρέλα στρατιωτίνα µε το χακί, πείραζε ο θείος την Αντιγόνη.
— Πού να βλέπατε τη Μεγάλη Αντιγόνη στον περασµένο πόλεµο, που τραγουδούσε ντυµένη τσολιαδάκι, είπε ο παππούς.
Ο παππούς, πριν πάρει σύνταξη, δούλευε υποβολέας στον θίασο της «Μεγάλης Αντιγόνης» – γι’ αυτό βαφτίσανε και την εγγονή του έτσι. Σε κάθε του κουβέντα θα την αναφέρει. Ό,τι και να πει. Ακόµα και σαν η µικρή Αντιγόνη του λέει: «Καληνύχτα, παππού».
— Αχ, να δεις πώς το ’λεγε το καληνύχτα η Μεγάλη Αντιγόνη σαν έπαιζε Οφηλία. «Καληνύχτα, καλές µου κυρίες…, καλές µου κυρίες, καληνύχτα…» Τι φωνή… όλο µέταλλο…
Μια Κυριακή πρωί δώσανε του παππού µια πρόσκληση για το θέατρο και πήρε και τον Πέτρο µαζί. Η Μεγάλη Αντιγόνη, που είχε πάρει κι αυτή προ πολλού σύνταξη, θα έπαιζε σκηνές από παλιές της επιτυχίες. Ο Πέτρος είδε πάνω στη σκηνή µια γριά µπογιατισµένη που έπαιζε το κοριτσάκι. Ο παππούς έκλαιγε για τα καλά, στο πλάι του. Ο Πέτρος προτιµούσε να ’χε µείνει στην αποθήκη µε τον Θόδωρο.
Η µαµά έφερε καφέ στον θείο Άγγελο και λέει στα παιδιά πως είναι ώρα για ύπνο. Η Αντιγόνη θέλει να την ξυπνήσουν νωρίς, για να περάσει άλλη µια φορά την ιστορία της.
— Εσύ, Πέτρο, τα τέλειωσες όλα; τον ρωτάει η µαµά στην πόρτα.
— Έµεινε κάτι να µπογιατίσω, της απάντησε, µα κείνη δεν καλοπρόσεξε τι της είπε, γιατί την ίδια στιγµή κάτι έλεγε ο θείος Άγγελος για αλεύρι και για ζάχαρη.
Ο Πέτρος έκλεισε τη χαρτογραφία, της οποίας το φύλλο είχε µείνει κατάλευκο µε την ηµεροµηνία µόνο στην κορφή, και την έβαλε στη σάκα του. Τι θα ’λεγε αύριο στον κύριο Λουκάτο, τον δάσκαλό του, όταν θα ερχότανε η ώρα να µαζέψει τις χαρτογραφίες; Ας γινότανε κάτι να µην πήγαινε αύριο σχολείο. Όχι βέβαια πόλεµος, που λέει ο θείος Άγγελος, µα µπορούσε να πάθαινε, ας πούµε, µαγουλάδες. Όλη η τάξη έπαθε και µόνο αυτός είχε την ατυχία να µην κολλήσει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κουκουλώνεται πάνω από το κεφάλι να µην τον εµποδίζει το φως, ώσπου να τυλίξει η Αντιγόνη τα κουρελάκια της.
Αν δεν είχε πεθάνει το τριζόνι, θα την είχε σχεδιά-σει πρωί πρωί την Αυστραλία.
…«27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ενθάδε κείται το ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΖΟΝΙ»… αυτό είναι γραµµένο µε µεγάλα πράσινα γράµµατα στη χαρτογραφία… γι’ αυτό δεν τον µαλώνει ο κύριος Λουκάτος.
— Γιατί φορείς πένθος; ρωτάει ο δάσκαλος.
— Για το τριζόνι, απαντάει ο Πέτρος και κοιτάζει το µαύρο κρέπι στο µανίκι του.
— Να πενθήσουν όλοι, διατάζει ο κύριος Λουκάτος.
Η τάξη όµως είναι άδεια… ούτε ένα παιδί… και στην έδρα κάθεται τώρα ο θείος Άγγελος.
— Τι κάθεσαι, τα παιδιά πήγανε στον πόλεµο, λέει του Πέτρου.
…Έξω στον δρόµο ακούγονται φανφάρες… «Περνάει η Μεγάλη Αντιγόνη», ακούγεται η φωνή του παππού. Ο Πέτρος σκύβει από το παράθυρο. Στον δρόµο περνάει η Αντιγόνη, η αδελφή του, ντυµένη τσολιαδάκι… Τα µαλλιά της τα ’χει τυλιγµένα σε γαλάζια κουρελάκια, που οι άκρες τους ανεµίζουν σαν σηµαίες… Κρατάει ένα ταµπούρλο και πίσω της κόσµος… Βρέθηκε κι ο Πέτρος στο πλήθος… ο κόσµος ουρλιάζει… ο Πέτρος τρέχει… τρέχει να γλιτώσει από τις φωνές… προσπαθεί να χωρέσει στη χαραµάδα του δοκαριού… µα το τριζόνι δεν τρίζει… ουρλιάζει κι αυτό δυνατά και απαίσια… εκείνος στριµώχνεται στη χαραµάδα, να µην το ακούει… κάποιος τον σπρώχνει… θέλει, φαίνεται, να κλείσει τη χαραµάδα µε πηλό… µα το τριζόνι ουρλιάζει… ουρλιάζει… ένα χέρι τού χαϊδεύει το µέτωπο…
Άνοιξε τα µάτια του. Πάνω από το κρεβάτι του είναι η µαµά κι η Αντιγόνη, ντυµένη µε την καινούρια της ποδιά και δυο µπλε φιογκάκια στο κεφάλι, ένα σε κάθε µεριά, στην ίδια απόσταση από τη χωρίστρα. Ο Πέτρος ανακάθεται βιαστικά. Άργησε, φαίνεται, να ξυπνήσει για το σχολείο. Μα να που το ούρλιαγµα συνεχίζεται και στον ξύπνο του, κι η µαµά είναι τροµαγµένη.
— Σήκω, του λέει, να είσαι ντυµένος, έγινε πόλεµος. Δεν ακούς τις σειρήνες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου