Τρένα και ψιθυριστές αγάπες
Ξεφεύγω λίγο από τα μονοπάτια της ιστορίας της τέχνης, γιατί θέλω να πω μια ιστορία που δημιούργησε τέχνη και έδειξε σε όσους είχαν μάτια να κοιτάξουν, τι τέχνη είναι να είσαι καλός γονιός. Όχι καλό επειδή λες «ευχαριστώ» και «παρακαλώ» κάθε τρεις και λίγο και μαθαίνεις την «ευγένεια» στο παιδί σου, έτσι, δήθεν, μα καλός που σημαίνει, αφήνω σε λίγα χρόνια ένα άξιο πλάσμα εκεί έξω…
Ταξιδεύω με τρένο συχνά πυκνά και έχω μιλιούνια ιστορίες για τρένα, επιβάτες και ταξίδια στο κεφάλι μου. Να μια ιστορία που έφτιαξε και μια ζωγραφιά. Η ιστορία είναι αυτή:
Μπήκα στο τρένο στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, μεσημεράκι. Μόνη, για επαγγελματικό ταξίδι και μάλιστα πολύ σημαντικό για μένα. Περίμενα τις ήσυχες ώρες τους ταξιδιού, σαν μια υπόσχεση για ύπνο και προετοιμασία για την δουλειά που με περίμενε, κάπου στην άλλη άκρη της χώρας. Δυο θέσεις μπροστά μου, βλέπω πως καθόταν ένας πατέρας με ένα αγοράκι το πολύ τεσσάρων ετών. Αυθόρμητα σκέφτηκα: πάει ο ύπνος, πάει και η ησυχία. Μετά σκέφτηκα, πως δεν βαριέσαι; Όπως δείχνει κατανόηση ο κόσμος με τα δικά μου παιδιά, έτσι θα κάνω κι εγώ. Αλλά για τον ύπνο, ούτε κουβέντα, τον είχα ξεγραμμένο.
Ξεκίνησε το τρένο, και το αγοράκι, κουβέντιασε τα βασικά με τον μπαμπά του, που πάμε, γιατί και τέτοια, δεν πέρασαν 10 λεπτά και ρωτάει την κρίσιμη ερώτηση: φτάσαμε; Βαρέθηκα μπαμπά. Αυτό ήταν, σκέφτηκα, θα ρωτάει ασταμάτητα μέχρι να φτάσουμε, στο ενδιάμεσο θα κλαίει, θα ξεχνιέται λίγο με πατατάκια, θα κοιμηθεί λίγο εξαντλημένο από το κλάμα και τη γκρίνια και μετά το πουλάκι μου θα τα κάνει όλα πάλι από την αρχή. Είναι μια διαδικασία που έχω δει δεκάδες φορές, σε τρένα, βαπόρια, λεωφορεία και αεροπλάνα.
Και ακούστε τι ομορφιά έζησα. Ο μπαμπάς, έβγαλε από την τσάντα του μικρού δύο αμαξάκια. Ψιθυριστά ρώτησε τον μικρό: παίζουμε; Ο μικρός τον ρώτησε γιατί μιλάει ψιθυριστά. Ο μπαμπάς δεν συμβούλεψε τον μικρό να κάνει το ίδιο, δεν τον μάλωσε που μιλούσε τσιρίζοντας. Του εξήγησε ψιθυριστά και γελαστά, πως μέσα στο βαγόνι, υπάρχουν μερικοί κουρασμένοι μεγάλοι που δούλευαν και πως αν κάποιος κοιμάται, δεν θα ήθελε να τον ξυπνήσει. Ο μικρός συνέχισε να μιλάει δυνατά και μπαμπάς ψιθυριστά, παίζοντας με τα 2 αμαξάκια «κόμικς». Όσο η ώρα περνούσε, ο μικρός άρχισε να χαμηλώνει τη φωνή του, και πριν περάσει μια ώρα, μιλούσε ψιθυριστά, όπως ακριβώς ο χαμογελαστός μπαμπάς του.
Τους κοιτούσα και μαγευόμουν. Ο μπαμπάς κάθε άλλο από ξεκούραστος φαινόταν. Όμως χαμογελούσε, ψιθύριζε και κοιτούσε τον γιό του στα μάτια. Η κούραση με νίκησε και με νανούρισμα το παιχνίδι τους, κοιμήθηκα και είδα στο όνειρό μου, ακριβώς ότι είχα παραγγείλει. Ναι, παραγγέλνω τα όνειρά μου. Έζησα το ωραίο μου όνειρο, και ξύπνησα, από τη φωνή του ελεγκτή για τα εισιτήρια, 2-3 ώρες μετά. Ο μπαμπάς με τον γιο, έπαιζαν ακόμη ψιθυριστά και χαρούμενα. Μετά από λίγο το αγοράκι, κουράστηκε και κοιμήθηκε αγκαλιά με τον μπαμπά του. Όταν ξύπνησε, σκούντηξε τον μπαμπά του και συνέχισαν να παίζουν. Ψιθυριστά και χαρούμενα.
Θα ήθελα να πω στο αγοράκι αυτό, πόσο τυχερό είναι και να δώσω μια αγκαλιά στον μπαμπά του και να του πω ένα γιγάντιο μπράβο.
Τι ωραία που θα ήταν όλες οι μαμάδες και οι μπαμπάδες, αντί να φωνάζουν με δυνατή φωνή στα παιδιά τους για «ησυχία» ή να δίνουν ασταμάτητες συμβουλές μεγαλόφωνα, για να ακούν οι τριγύρω πως κάνουν το «καθήκον» τους, τι ωραία να μιλούσαν, χαμηλόφωνα και γελαστά, να έπαιζαν και να κοιτούσα το παιδί τους στα μάτια.
Η ζωγραφιά είναι της Στεφανίας Βελδεμίρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου