Όταν έχεις τέτοιους μαθητές... Ό,τι και να πω είναι λίγο. Θα κρίνετε μόνοι σας διαβάζοντας την ιστορία που έγραψε ο Νίκος Φώτης -Φεράτης στο πλαίσιο του Σεμιναρίου Δημιουργίας Παραμυθιού (12 Νοεμβρίου ξεκινά ο Β Κύκλος)
Η άσκηση ήξταν η εξής: "Να γράψετε για το 24ωρο ενός οποιουδήποτε ήρωα σε κάποια ιστορική περίοδο, αφού πραγματοποιήσετε μια μικρή έρευνα".
Μέσε σε λίγες μέρες ο Νίκος επέστρεψε με αυτό το κείμενο που ελπίζουμε να το συνεχίσει και να το δούμε κάποτε σε βιβλίο:
Όνομα: Αριστόμαχος ο Μιλτιάδου ο εκ Κυδαθήναιον
Ημερομηνία: Θαργηλιών του Επώνυμου Άρχοντα Ευθίππου, το 4ο
έτος της 79ης Ολυμπιάδος (δηλαδή το 461 π.Χ.)
Το πρώτο φως της ημέρας, περνούσε
μέσα από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθυρόφυλλων και ξύπνησε τον Αριστόμαχο, που κοιμόταν δίπλα στην
αγαπημένη του γυναίκα.
Ο γερασμένος Αθηναίος, διένυε την
πέμπτη δεκαετία της ζωής του, αλλά συνέχιζε να ξυπνάει νωρίς, όπως όταν ήταν
νεαρός. Σηκώθηκε αμέσως και πλησίασε το τραπέζι, όπου έπλυνε το πρόσωπο και τα
χέρια του, στη λεκάνη με το νερό που είχε αφήσει χθες βράδυ ο δούλος του.
Έβγαλε τη βραδινή ενδυμασία του,
φόρεσε ένα μακρύ λευκό χιτώνα και τον έπιασε πάνω από τον δεξιό ώμο με μια
πόρπη που εικόνιζε τον Θεό Απόλλωνα. Ύστερα έριξε από πάνω του ένα γαλάζιο
ιμάτιο που το στερέωσε, όπως συνηθιζόταν, κάτω από την αριστερή μασχάλη[1].
Φόρεσε τα σανδάλια του και πλησίασε τη συζυγική κλίνη.
«Διοτίμα αγάπη μου, ξύπνα. Ξημέρωσε. Θα πάω στην Αγορά να φέρω
πράγματα για το αποψινό δείπνο.»
«Τι σκέφτεσαι να ψωνίσεις Αριστόμαχε;» απάντησε η Διοτίμα μισοκοιμισμένη.
«Θαλασσινά σκέφτομαι. Νομίζω ότι
είναι καλή επιλογή για τους καλεσμένους μας.»
Κοίταξε την γυναίκα του,
παραμέρισε τα καστανά μαλλιά της από το δεξί της μάγουλο και της έδωσε ένα
στοργικό φιλί. Είχε μείνει δίπλα του στις δύσκολες στιγμές της ζωής του και
αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό.
«Πηγαίνω! Εσύ φρόντισε να είναι
όλα έτοιμα για το δείπνο.» είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Εντάξει αγάπη μου!» απάντησε η
γυναίκα του, καθώς σηκωνόταν και αυτή.
Πριν φύγει ο Αριστόμαχος, πήρε μαζί του το καινούργιο ραβδί του και φυσικά τον
νεαρό δούλο του, τον Ευρύαλο.
Καθώς περπατούσε αργά στους
λιθόστρωτους δρόμους γύρω από την Ακρόπολη, ρευόταν το πρωινό του. Δεν είχε
καταλάβει μέρες τώρα, αν τον πείραζε το κριθαρένιο ψωμί ή ότι το βουτούσε σε
άκρατο οίνο[2].
Πάντα έφτανε γρήγορα και εύκολα
στη νότια πλευρά της Αγοράς. Για αυτό θα πρέπει να ευγνωμονεί τον πατέρα του,
τον Μιλτιάδη, που του άφησε
κληρονομία μια ωραία οικία στον κεντρικό δήμο Κυδαθήναιον[3].
Καθώς πλησίαζε στο πιο ζωηρό
κομμάτι των Αθηνών, άκουγε ήδη τις φωνές των εμπόρων και των πραγματευτών.
«Σύκα γλυκά, μισός οβολός το
κιλό!»
«Τα ψαρικά του Ερμόλαου, είναι γεύμα Θεών!»
«Αυτή είναι η τιμή φίλε. Αλλιώς
τράβα να το κυνηγήσεις μόνος σου!!»
Πλήθος Αθηναίων αλλά και κατοίκων
από τα παράλια της Αττικής, κατευθυνόταν στην Αγορά[4].
Μέχρι και από τα Μέγαρα και την Χαλκίδα είχαν έρθει πολίτες.
Αλλά είναι λογικό να έχει
περισσότερο κόσμο αυτή τη περίοδο στην εμπορικότερη συνοικία των Αθηνών. Ήταν ο
μήνας Θαργηλιών[5], του τέταρτου έτους της 79ης
Ολυμπιάδας[6] και
Επώνυμος Άρχοντας των Αθηνών ήταν ο Εύθιππος[7].
Στα Θαργήλια γινόντουσαν λαμπρές
εορτές και δείπνα προς τιμήν τριών Θεών. Των διδύμων Απόλλωνα και Αρτέμιδος[8] και
της προστάτιδας της πόλης, της Αθηνάς[9]. Ήταν
προφανές ότι η κίνηση στην Αγορά θα ήταν ανυπόφορη.
Στους πάγκους μπορούσε να βρει
όλου του κόσμου τα αγαθά. Προϊόντα από την Μεγάλη Ελλάδα μέχρι και την Ρόδο
αλλά και από τη Μακεδονία μέχρι την Κύπρο.
Συχνά, ανάμεσα στους πάγκους
περιφερόντουσαν πλανόδιοι με ξύλινες τάβλες στους ώμους, μεταφέροντας ψημένες
τσίχλες και λαγούς, έτοιμους μεζέδες για τους υποψήφιους πελάτες!
Ο Αριστόμαχος, όπως κάθε γηγενής Αθηναίος ήξερε σε ποιο μέρος θα βρει
τα καλύτερα θαλασσινά. Πήγε κατευθείαν και ψώνισε εγχέλεις[10] από
τον Εύξεινο Πόντο και θύννο[11] από
τις Σποράδες, από το ψαράδικο του Ερμόλαου.
«Ευρύαλε, πάρε τα θαλασσινά και πήγαινε τα κατευθείαν στη κυρά σου!
Να προλάβει ο μάγειρας να τα έχει έτοιμα για το βράδυ!»
«Εγώ θα πάω στις γύρω στοές,
παιδί μου.»
Με ένα νεύμα, ο Ευρύαλος χαιρέτισε τον άρχοντα του και
πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Ο γηραιός Αθηναίος, αφού πρώτα
πέρασε και μίσθωσε έναν αυλητή για να διασκεδάσει τους καλεσμένους του στο δείπνο,
κατευθύνθηκε προς τη Ποικίλη Στοά[12].
Εκεί αναλώθηκε σε πολλές
πολιτικές συζητήσεις με τους φίλους του αλλά και άλλους Αθηναίους. Τα θέματα
προς συζήτηση…ποικίλα!
Η ανέγερση των Μακρών Τειχών που
είχε οραματιστεί ο στρατηγός Θεμιστοκλής,
ο εξοστρακισμός του Κίμωνα από τον Εφιάλτη, αλλά και η δολοφονία του
τελευταίου από αγνώστους. Όμως πιο πολύ συζητούσαν και σχολίαζαν την χθεσινή
ομιλία του Περικλή στη Πνύκα.
Ανέλυαν κάθε κουβέντα και κάθε άποψη που εξέφρασε χθες ο ηγέτης των
δημοκρατικών ενώ λογοφέρανε αρκετές φορές για τις μοντέρνες ιδέες του.
Καθώς μεσημέριαζε, ο Αριστόμαχος επέστρεψε στην οικία του,
για να καθίσει στο τραπέζι με την οικογένεια του και τους γιους του, Φορμίωνα και Μιλτιάδη. Γευμάτισαν στην εσωτερική αυλή της οικίας, για να μην
χαλάσουν την σάλα που ετοιμαζόταν για το δείπνο. Οι δούλοι τους έφεραν ψητό
ορτύκι και σπίνους σε ευωδιαστό λάδι ενώ μόλις τελείωσαν, με αυτά, έφαγαν και
λίγα σύκα με μέλι, φερμένα από τα κτήματα τους στην Αττική.
«Πατέρα εγώ θα ετοιμαστώ να πάω
στο Γυμνάσιο, μαζί με τον αδερφό μου.» είπε ο Μιλτιάδης. «Θες να έρθεις και εσύ;» συνέχισε.
«Όχι παιδί μου. Εγώ θα πάω στο
Λουτρό.» απάντησε ο γέροντας πατέρας του. «Θέλω να προλάβω να είμαι νωρίς εδώ
το βράδυ.»
Θαύμαζε πάντα τη νεολαία των
Αθηνών να γυμνάζεται εκεί που κάποτε ασκούνταν και αυτός.
Η καλή φυσική κατάσταση που είχε
αποκτήσει στο Γυμνάσιο, τον είχε βοηθήσει πολύ στις μάχες με του Πέρσες.
Αφού πρώτα κουβέντιασε για καμιά
ώρα με τη γυναίκα του, μεταφέροντας της τα νέα της πόλης, έφυγε για το Λουτρό.
Το Λουτρό που πήγαινε ο Αριστόμαχος βρισκόταν στον δήμο του.
Ήταν από τα παλαιότερα και τα πιο οργανωμένα. Είχε αρωματικά έλαια από την
Αίγυπτο, καυτές πέτρες από την Θάσο και άργιλο από την Όλυνθο ενώ τα αγγεία
ήταν πάντα γεμάτα ζεστό νερό.
Πρώτα άλειψε το κορμί του με
ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, ύστερα το έξυσε με τον ορειχάλκινο
ξύστη που του έδωσε ένας υπηρέτης των Λουτρών. Μετά το ξύσιμο, ξεπλύθηκε με
νερό και κάθισε για ακόμα μια ώρα, με πρόφαση ότι ήθελε να στεγνώσει, για να
μιλήσει ξανά για τη πολιτική κατάσταση των Αθηνών, με άλλους συμπολίτες του.
Όπως επιθυμούσε, το βράδυ ήταν
νωρίς σπίτι του και έτοιμος να υποδεχθεί τους καλεσμένους του στη μεγάλη σάλα.
Τα ανάκλιντρα είχαν αρκετά μαξιλάρια, τα τραπέζια ήταν στις θέσεις τους, η
εστία ήταν αναμμένη και τα φαγητά σχεδόν έτοιμα.
Πρώτος, ήρθε ο αδερφός του, ο Κλέων. Στη συνέχεια ήρθε ο δικαστής Μεγακλής και ο ρήτορας Ιφικλής με τη σύζυγο του, την Ιόλη. Ακολούθως έφτασε ο λοχαγός Αγακλής παρέα με τον βουλευτή Κρηθέα. Τέλος ήρθαν οι έμποροι Αμύντας και Πολυπέρχων, αδέρφια από τη Μακεδονία, τα οποία γνώρισε το πρωί στην
αγορά και τα προσκάλεσε. Φυσικά, τα καμάρια του, οι απόγονοι του, θα ήταν και
αυτά παρόντες στο δείπνο.
Αφού οι άνδρες βολεύτηκαν στα
ανάκλιντρα και οι γυναίκες στα σκαμνιά, οι δούλοι ξεκίνησαν να τους πλένουν τα
χέρια και τα πόδια, ως είθισται. Ύστερα από αυτό, άρχισαν να φέρνουν τα
εδέσματα.
Για αρχή φέρανε σαλάτες με λάδι,
ξύδι και μέλι ενώ στη συνέχεια φέρανε τα χέλια που ήταν βουτηγμένα σε ένα
μείγμα από κρασί, ξύδι και αλάτι. Ακολούθησαν πιατέλες με χταπόδια και
πολύποδες στη θράκα αλλά και κοιλιά κόκκινου τόνου και στομάχια ψαριών γεμιστά
με χόρτα.
Ο αυλητής συνόδευε τα πιάτα με τη
μουσική του, σε όλη τη διάρκεια του δείπνου.
Αφού έφαγαν τα θαλασσινά και
σκουπίσανε τα δάκτυλα τους στη ψίχα του ψωμιού, σήκωσαν τους κρατήρες με το
νερωμένο κρασί, για να ευχηθούν στον οικοδεσπότη και την οικογένεια του.
«Χαίρε ευγενή Αριστόμαχε!»
«Υγιαίνετε, άρχοντα μου!»
«Να καμαρώνουν για εσένα οι
απόγονοι σου, Αριστόμαχε!»
Μετά τα ευχολόγια, ακολούθησαν τα
γλυκά. Τα τραπέζια γέμισαν ζαχαρωμένα φρούτα, γλυκά ψωμιά, σταφύλια, καρύδια
και το παραδοσιακό γλυκό της Αττικής, το μυτλωτό. Μια πίτα με μέλι, τυρί, λάδι
και σκόρδο. Αγαπημένο γλυκό κάθε κατοίκου της Αθηναϊκής πολιτείας.
Η βραδιά έκλεισε με αινίγματα για
τη ψυχαγωγία των παρισταμένων και φυσικά με σπονδές στους Θεούς για καλό
ξημέρωμα και αφθονία[13].
Ο Αριστόμαχος ήταν ικανοποιημένος, για ακόμα μια φορά προσέφερε ένα
δείπνο αντάξιο της κοινωνικής τάξης του.
[2] Αμαλία Ηλιάδη, «Περί διατροφής
των Αρχαίων Ελλήνων», http://www.hellinon.net/ANEOMENA/Diatrofi.htm Ανακτήθηκε
στις 26/10/15
[4] Για τη περιγραφή και τη
θέση της αγοράς, δες John McK. Camp II, «Η Αγορά της Αρχαίας Αθήνας»
[5] Γεώργιος Δροσίνης, «Ημερολόγιον της Μεγάλης
Ελλάδος» (1922), Τόμος 1, σελ. 15-16 http://xantho.lis.upatras.gr/daniilida/index.php/hmer_meg_ellados/issue/view/85
Ανακτήθηκε στις 26/10/15
[6] Για τον υπολογισμό την
συγκεκριμένης ημερομηνίας, δες Άγγελος Λιβαθινός, «Το Ημερολόγιο των Αρχαίων
Ελλήνων»
[8] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής,
«Λεξικό της ελληνικής αρχαιολογίας» (1888), Τόμος Ά, σελ. 362
[13] Για το δείπνο, δες Robert Flacelière, «La Vie quotidienne en
Grèce au temps de Périclès» (1988), Hachette
Στέλιος
Τόγιας, Η καθημερινή ζωή στην Αρχαία Αθήνα, http://sgtogias.tripod.com/articles/ancientathens.html
Ανακτήθηκε στις 26/10/15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου