Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Ο μικρός Ισαάκ και το ουράνιο τόξο: Ένα παραμύθι από τα Ιωάννινα


Αποτέλεσμα εικόνας για ουράνιο τόξο

Είχα τη χαρά και τη τύχη τον Φεβρουάριο που μας πέρασε να διδάξω σε ένα σεμινάριο δημιουργίας παραμυθιών εξ αποστάσεως σε συνεργασία με το Βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα.

 Γνώρισα μια ομάδα από πολύ ταλαντούχες μαθήτριες.

Συνεχίζουμε μέχρι σήμερα να είμαστε σε επαφή και να απολαμβάνω τα γραπτά τους.

Σήμερα αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας ένα από αυτά τα παραμύθια.

Το σεμινάριο θα γίνει και φέτος. Όπως γράφει στη σελίδα του "Οσελότου" στο Facebook:

"Με πλήρη τίτλο: "Φτιάχνοντας τις δικές μας ιστορίες και παραμύθια! Μόνοι ή με παρέα!" συνεχίζουμε για έκτη χρονιά το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής για ενήλικες που αγαπάνε τα παραμύθια και τα παιδιά, σε τέσσερις 3ωρες συναντήσεις, (η πρώτη δια ζώσης και οι υπόλοιπες τρεις μέσω τηλεδιάσκεψης), στο χώρο του βιβλιοπωλείου!
Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, δίνουν χώρο στη συγγραφή ιστοριών για τα παιδιά, και ιστοριών που μπορούμε να δημιουργήσουμε μαζί με τα παιδιά.
Έχουμε τη χαρά και την τιμή να φιλοξενούμε για δεύτερη φορά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Κώστα Στοφόρο (https://goo.gl/54ih29), συνεργάτη του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (https://goo.gl/35i4b7), στην Πλάκα"


Ξεκινάμε στις 3 Νοεμβρίου

Μέχρι τότε υπάρχουν πάντα τα παραμύθια:


Ο μικρός Ισαάκ και το ουράνιο τόξο

της Νένας Εξάρχου


-Αυτό, αγόρι μου, πάρ’ το για να με θυμάσαι, ψιθύρισε ο παππούς λίγο πριν κλείσει τα μάτια του.
- Τι είναι αυτό το γυαλί, παππού; Ρώτησε ο μικρός Ισαάκ.

-Δεν ξεχνώ πόσο αγαπάς το ουράνιο τόξο, παιδί μου αγαπημένο. Αυτό θα σε βοηθάει να το έχεις όλο δικό σου μέσα σε μια κάμαρα, όπου θα αφήνεις λίγο φως που θα χτυπά το γυαλί και θα σου βγάζει ένα ουράνιο τόξο στον τοίχο.

-Μείνε μαζί μου, παππού, παρακάλεσε ο μικρούλης. Θέλω να το βλέπουμε μαζί.
-Δεν μπορώ, αγόρι μου. Είμαι πια πολύ γέρος και έχω ανάγκη να κλείσω τα μάτια μου, ψιθύρισε αδύναμα…

Από εκείνη τη μέρα ο μικρός Ισαάκ δεν αποχωρίστηκε ποτέ το τελευταίο δώρο του παππού του. Ακόμα και στην κηδεία του έσφιγγε το μικρό τριγωνικό γυαλί στην παιδική του χουφτίτσα και δεν έβγαλε ούτε δάκρυ. Όλοι στο χωριό είχαν να λένε πόσο γενναίο αγόρι ήταν.

Σιγά σιγά, όμως, εκτός από γενναίο άρχισαν να τον λένε και παράξενο. Γιατί περνούσε συνεχώς την ώρα του στη σκοτεινή του πια κάμαρα αφήνοντας να μπαίνει λίγο φως από μια πολύ πολύ στενή χαραμάδα στα παντζούρια. Καθόταν λοιπόν έτσι με τις ώρες και έβλεπε το δικό του ουράνιο τόξο στον τοίχο. Είχε πάψει πια να παίζει με τους φίλους του και μόνο δυο γειτονόπουλα, ο Τζόνυ και η Σούζαν, τον επισκέπτονταν που και που. Καμιά φορά έπαιζαν όλοι μαζί και παιχνίδια με σκιές πάνω στο πολύχρωμο φως.

Οι γονείς του, όμως, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με αυτή την κατάσταση. Συνεχώς τον μάλωναν, μα χωρίς αποτέλεσμα.

-Βγες, παιδί μου, λίγο έξω να σε δει ο ήλιος, γκρίνιαζε η μαμά του. Είσαι τόσο χλωμός και σκυθρωπός.
-Κι ο παππούς χλωμός ήταν, της αντιμιλούσε ο Ισαάκ, κι όμως έζησε ως τα βαθιά γεράματα!

Έτσι λοιπόν κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές... Ο μικρός Ισαάκ μεγάλωνε και γινόταν σωστό παλικαράκι, μα η συνήθειά του αυτή δεν κοβόταν. Τα παντζούρια της κάμαράς του δεν τα άνοιγε ποτέ· μόνο οι γονείς του τα άνοιγαν κρυφά όταν ήταν στο σχολείο. Πάντα, όμως, όταν γυρνούσε, τα ξαναέκλεινε. Και χάζευε με τις ώρες την ακτίνα που περνούσε μέσα από το γυαλί και χωριζόταν σε εφτά χρώματα πάνω στον απέναντι τοίχο. Πολλές φορές μάλιστα ξεχνούσε να κάνει και τα μαθήματά του. Έτσι, οι δάσκαλοί του τον μάλωναν συχνά για την αφηρημάδα του. Μόνο ο δάσκαλος της ζωγραφικής συμπαθούσε αυτό το παράξενο αγόρι που χρησιμοποιούσε με τόση τόλμη πολλά και έντονα χρώματα στις ζωγραφιές του. Οι υπόλοιποι τον μάλωναν και τον τιμωρούσαν γιατί δεν πρόσεχε στο μάθημα και ζωγράφιζε κάτω από το θρανίο.

Μια μέρα ο δάσκαλος των λατινικών εκνευρίστηκε τόσο πολύ που τον έβγαλε έξω από την τάξη. Τότε ο Ισαάκ αποφάσισε να πάει πιο νωρίς στο σπίτι του. Μόλις έφτασε, έτρεξε με ανυπομονησία στην κάμαρά του. Δεν είδε όμως αυτό που περίμενε.

Η μαμά του δεν είχε προλάβει ακόμα να κλείσει τα πατζούρια. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Όλη η κάμαρα ήταν ανακατεμένη και τα πράγματά του σκόρπια εδώ κι εκεί. Σκισμένα τετράδια, τσαλακωμένες ζωγραφιές, σπασμένα πράγματα…

Άξαφνα άκουσε ένα φτερούγισμα κοντά στο παράθυρο. Γύρισε και έντρομος είδε έναν νεαρό αετό που στα νύχια του κρατούσε το γυαλί του παππού του. Όρμησε να το πάρει πίσω. Μα ο αετός ήταν πολύ πιο γρήγορος και πέταξε μακριά ρίχνοντας ένα κοροϊδευτικό βλέμμα στο νεαρό αγόρι που φώναζε απελπισμένο.

Ο Ισαάκ δεν ήξερε τι να κάνει. Κοιτούσε σαστισμένος όλα του τα πράγματα που βρίσκονταν διαλυμένα στο πάτωμα. Οι ζωγραφιές του, οι ιστορίες του παππού του, τα βιβλία που διάβαζαν μαζί τα χειμωνιάτικα βράδια στο τζάκι, όλα σκισμένα και κομματιασμένα. Άρχισε να τα μαζεύει βιαστικά προσπαθώντας να διορθώσει ό,τι διορθωνόταν. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν χαλώντας ακόμη περισσότερο αυτά που προσπαθούσε να ξαναφτιάξει.

Ξαφνικά έπεσε πάνω σε μια σφεντόνα που του είχαν χαρίσει οι γονείς του τον καιρό που προσπαθούσαν να τον πείσουν να βγει και να παίξει έξω. Μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του…

Άρπαξε αμέσως ένα παλιοσέντονο που χρησιμοποιούσε όταν ήταν πολύ μικρός. Έριξε μέσα λίγα τρόφιμα και ρούχα και το έδεσε με σφιχτούς κόμπους. Το φόρτωσε στον ώμο του και ξεκίνησε να φύγει παίρνοντας μαζί του και τη σφεντόνα.

-Πού πας, γιε μου; Τον ρώτησε ανήσυχος ο πατέρας του.
-Στο βουνό. Θα πάρω πίσω αυτό που μου έκλεψαν.
-Είναι επικίνδυνα παιδί μου, είπε η μητέρα του.
-Δεν με νοιάζει. Θέλω πίσω το γυαλί του παππού, φώναξε καθώς απομακρυνόταν.

Ήταν τόση η οργή του που έφτασε στους πρόποδες πριν πέσει ο ήλιος. Συνέχισε μετά να διασχίζει το δάσος. Μόνο το σκοτάδι της νύχτας τον σταμάτησε. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο, έστησε το σεντόνι σαν σκηνή και πέρασε μια πολύ δύσκολη νύχτα γεμάτη εφιάλτες.

Το επόμενο πρωί συνέχισε την πορεία του μέσα στο δάσος ρωτώντας από δω κι από κει προς τα πού θα μπορούσε να βρει τη φωλιά του αετού.

-Είναι μακριά ακόμα, παλικάρι μου, του είπε μια κουκουβάγια. Πρέπει να διασχίσεις όλο το δάσος για να φτάσεις στην κορυφή. Να πηγαίνεις βόρεια και να προσέχεις. Οι αετοί είναι πολύ επικίνδυνοι.
-Εγώ θα τον συναντήσω. Και τότε θα δούμε ποιος θα είναι ο πιο επικίνδυνος, ψιθύρισε ο νέος χαϊδεύοντας με σιγουριά τη σφεντόνα του.

Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε πως δε φοβόταν και καθόλου. Έτρεμε στη σκέψη πως θα μπορούσε κάτι να πάει στραβά και ήταν μονίμως σε επιφυλακή όταν έφτασε στο σημείο που τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν.

Μόνο τη σιωπή μπορούσε να ακούσει εδώ πάνω. Λες και όλα τα πλάσματα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μην τα ακούσει ο αετός. Ο Ισαάκ, όμως, συνέχισε να προχωρά αποφασιστικά.

Ξαφνικά άκουσε κάτι που έμοιαζε με κλάμα. Δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να δει ένα μικρό κλωσσόπουλο που περπατούσε κουτσαίνοντας. Το δεξί του ποδαράκι ήταν γεμάτο αίματα. Κοίταξε με τα δακρυσμένα του ματάκια τον Ισαάκ και μίλησε με ψιλή φωνούλα:

-Πονάω πολύ. Πληγώθηκα. Σε παλακαλώ, μπολείς να με βοηθήσεις;

Ο Ισαάκ το λυπήθηκε με όλη του την ψυχή και το πήρε στην αγκαλιά του χωρίς να νοιαστεί για τα ρούχα του που λερώθηκαν με αίμα. Κατέβηκαν ξανά στο δάσος και σταμάτησαν σε μια πηγή. Έπλυνε προσεκτικά το πληγωμένο ποδαράκι του νεοσσού και ανακάλυψε πως η αιτία της πληγής ήταν ένα γυαλί που είχε καρφωθεί από κάτω. Το έβγαλε προσεκτικά και το παρατήρησε. Η μία άκρη του ήταν τριγωνική ακριβώς όπως το γυαλί του παππού του. Ένιωσε ξανά να τον πλημμυρίζει οργή για εκείνον τον αετό. Όχι μόνο έκλεψε το γυαλί, αλλά το πέταξε κάτω και εξαιτίας του τραυματίστηκε αυτό το καημένο το πουλάκι και ποιος ήξερε ποιο άλλο πλάσμα...

Η βροχή που άρχισε να πέφτει τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Έκοψε γρήγορα ένα καθαρό κομμάτι ύφασμα από τα ρούχα του και το τύλιξε γύρω από την πληγή. Έπειτα με μια αποφασιστική κίνηση έσπασε τη σφεντόνα και έκανε τα κομμάτια της νάρθηκα για το πουλάκι που τον κοιτούσε πια γεμάτο ευγνωμοσύνη.

-Πώς βρέθηκες εδώ; το ρώτησε. Πού είναι η φωλιά σου;
-Χάθηκα και δεν τη βλίσκω. Κατέβηκα για εξελεύνηση και με κυνήγησε μια άγλια γάτα. Δεν ξέλω πού να πάω, απάντησε βουρκωμένο.
-Θα σε πάρω στο σπίτι μου. Μη με φοβάσαι, δε θα σου κάνω κακό. Θα μείνεις μαζί μου μέχρι να μεγαλώσεις και να πετάξεις, του είπε παίρνοντάς το στην αγκαλιά του και ξεκινώντας για το δρόμο της επιστροφής.
-Επιτέλους, γύρισες, παιδί μου!
-Ανησυχήσαμε τόσο πολύ!
-Εντάξει, εντάξει, όλα καλά, είπε ο Ισαάκ στους γονείς του μόλις πάτησε το πόδι του στην εξώπορτα.
-Μην ξαναφύγεις έτσι από το σπίτι!
-Εντάξει, μπαμπά. Το υπόσχομαι. Η επόμενη φορά που θα πάω στο βουνό θα είναι για να ελευθερώσω αυτό το πουλάκι...
-Αετός είναι. Κόβω το κεφάλι μου! αναφώνησε ο Τζόνυ μόλις το είδε.
-Μα είναι τόσο μικρό και τρυφερό, είπε η Σούζαν.
-Επειδή είναι ακόμα νεοσσός. Αλλά όταν μεγαλώσει θα γίνει ένας πελώριος αετός.
-Ας ελπίσουμε να μη γίνει τόσο κακός όσο εκείνος που κατέστρεψε τα πράγματά μου.
-Αν τον αναθρέψεις εσύ δε θα γίνει, τον καθησύχασε η Σούζαν.
-Αλήθεια, αυτόν που μπήκε στο δωμάτιό σου κατάφερες να τον βρεις; ρώτησε ο Τζόνυ.
-Όχι, απάντησε ο Ισαάκ νιώθοντας να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Και τώρα πια δεν έχω και τη σφεντόνα μου.
-Δεν μπορείς απλά να βρεις τη φωλιά του και να πάρεις πίσω το γυαλί;
-Το γυαλί μου πάει. Έγινε κομμάτια. Και ένα από αυτά το πάτησε ο μικρούλης.
-Δε με λένε μικλούλη, με λένε Άλθουλ!
-Μάλιστα, μεγάλε και τρανέ Άρθουρ! είπε με στόμφο η Σούζαν.
-Θέλω να βρω αυτόν τον παλιοαετό και να... συνέχισε ψιθυριστά ο Ισαάκ. Αλλά πρέπει να φτιάξω καινούρια σφεντόνα.
-Φίλε μου, μην το κάνεις. Δεν αξίζει. Ακόμα κι αν σκοτώσεις τον αετό, το γυαλί σου δε θα γίνει όπως ήταν πριν.
-Δεν θέλω να τον αφήσω ατιμώρητο!
-Και πώς είσαι σίγουρος ότι δεν τιμωρήθηκε από μόνος του; Σκέψου πως το γυαλί το έχασε και αυτός. Σου έκανε κακό μα και αυτός δεν κέρδισε κάτι. Ενώ εσύ κέρδισες έναν καινούριο μικρό φίλο.
-Δεν είμαι μικλός! αναφώνησε ξανά ο Άρθουρ.

Τα τρία παιδιά καληνύχτισαν το ένα το άλλο γελώντας με την ψυχή τους.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν πολύ πιο ήρεμα. Ο Άρθουρ έγινε καλά και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι γονείς του Ισαάκ ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί χάρη στον Άρθουρ ο γιος τους δεν έμενε πια κλεισμένος μέσα στην κάμαρά του. Αντ’ αυτού έπαιζε στην αυλή με το μικρό αετόπουλο και του έκανε ασκήσεις για να μάθει να πετάει.

Ώσπου ένα απόγευμα πέταξε ολότελα μόνος του. Μα δεν έφυγε. Γύρισε και κάθισε ξανά στο τεντωμένο μπράτσο του Ισαάκ.

-Άρθουρ, είσαι ελεύθερος. Μπορείς να με επισκέπτεσαι όποτε θέλεις. Αλλά πρέπει να πετάξεις πρώτα στο βουνό και να βρεις μια αετίνα όταν έρθει η ώρα σου να κάνεις οικογένεια, του είπε ο νέος.
-Δεν είμαι ακόμα έτοιμος να φύγω. Κι ούτε θα ήθελα να αποχαιρετιστούμε εδώ.
-Καταλαβαίνω. Όταν νιώσεις έτοιμος, θα σε πάω εκεί που σε βρήκα για πρώτη φορά.

Όταν όμως ήρθε η ώρα να τον ανεβάσει ως εκεί, κατάλαβε πως ούτε ο ίδιος ήταν έτοιμος να αποχωριστεί τον νέο του φίλο. Για καλή τους τύχη, όσο διέσχιζαν το δάσος, ξέσπασε μια μπόρα που σταμάτησε αρκετά λεπτά αφότου έφτασαν στην κορυφή.

-Το ζωνάρι του θεού! αναφώνησε ξαφνικά ο Άρθουρ. Ήρθε η ώρα!

Ο Ισαάκ γύρισε προς τα εκεί που κοιτούσε ο Άρθουρ. Είδε ένα αχνό ουράνιο τόξο.

-Είσαι τυχερός που θα πετάξεις με τέτοια θέα μπροστά σου.

Ο πατέρας μου μού είχε υποσχεθεί πως θα πετούσα μια τέτοια μέρα. Αγαπούσαμε πολύ το ουράνιο τόξο, το ζωνάρι του θεού όπως το λέμε εμείς εδώ πάνω. Έχε γεια, φίλε μου Ισαάκ, συνέχισε βουρκωμένος. Δε θα ξεχάσω το καλό που μου έκανες. Θα σε επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ.
-Έχε γεια, Άρθουρ, κατάφερε να ψελλίσει ο Ισαάκ καθώς ο φτερωτός του φίλος έφυγε μακριά.

Με τους ώμους σκυφτούς πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήλπιζε τουλάχιστον να κρατούσε ο Άρθουρ την υπόσχεσή του. Ήδη του έλειπε η παρουσία του. Και δεν πίστευε πως αυτή την τελευταία στιγμή έμαθε πως μοιραζόταν μαζί του και την αγάπη για το ουράνιο τόξο. Όλο το καλοκαίρι που ο Άρθουρ μεγάλωνε κοντά του δεν είχε βρέξει καθόλου για να τους δοθεί αυτή η ευκαιρία.

Ξαφνικά, καθώς περνούσε από ένα ξέφωτο, άκουσε ένα δυνατό φτερούγισμα πάνω από το κεφάλι του.

-Άρθουρ! αναφώνησε.
-Δεν είμαι ο Άρθουρ, ακούστηκε μια τραχιά φωνή.

Ο Ισαάκ ακολούθησε με το βλέμμα του τον αετό καθώς κατέβαινε. Στάθηκε απέναντί του και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτό το βλέμμα που έβγαζε λίγη πονηριά κάτι του θύμισε.

-Εσύ! φώναξε οργισμένος. Φύγε μακριά μου!
-Στάσου! του φώναξε ο αετός πετώντας μπροστά στο πρόσωπό του.
-Δε σου φτάνει που μου κατέστρεψες τα πράγματά μου και μου έκλεψες το τελευταίο δώρο του παππού μου; Τι άλλο θέλεις πια; Τι σου έχω κάνει;
-Θέλω να επανορθώσω. Δώσε μου, σε παρακαλώ, μια ευκαιρία.
-Μην με πλησιάζεις!
-Άκουσέ με, τον παρακάλεσε ο αετός. Το ξέρω πως όταν ήμουν νέος έκανα πολλά λάθη γιατί ήμουν εγωιστής και τα ήθελα όλα δικά μου. Έτσι έγινε και με το γυαλί σου. Όταν είδα τι μπορούσε να κάνει, το ήθελα για δικό μου. Όμως ποτέ δε δούλεψε για μένα και το πέταξα στο δάσος.
-Το διαπίστωσα, απάντησε επιθετικά ο Ισαάκ.
-Όσο κι αν δε με πιστεὐεις, συνέχισε ο αετός, τιμωρήθηκα σκληρά στη ζωή μου για τον τρόπο που φέρθηκα και σε εσένα και σε άλλους. Λίγες ώρες μετά την κλοπή ένας κυνηγός σκότωσε τη γυναίκα μου. Και αργότερα χάθηκε και το παιδί μου. Τώρα κατάφερα να το ξαναβρώ και μου είπε τα πάντα. Και κατάλαβα πόσο σπουδαίος και αγνός είσαι. Γιατί παρά το κακό που σου έκανα, εσύ δεν έγινες σαν εμένα. Έκανες μια πολύ σπουδαία πράξη∙ έσωσες το παιδί μου!
-Τι; Ο Άρθουρ είναι γιος σου; Μου λες αλήθεια;
-Αλήθεια σου λέει, είπε ο Άρθουρ φτάνοντας. Ο Τέοντορ είναι ο πατέρας μου. μου μίλησε για την αδικία του και θέλω να τον βοηθήσω να επανορθώσει.

Ο Ισαάκ τον κοιτούσε αμίλητος και εντελώς ξαφνιασμένος.

-Έλα μαζί μας, του είπε ο Άρθουρ. Θα σε πάμε σε ένα μέρος που ακόμα δεν έχει πατήσει άνθρωπος.

Ο νέος τους ακολούθησε διστακτικά και τον οδήγησαν πετώντας σε ένα σημείο του βουνού λίγο πιο πάνω από το δάσος.

Ήταν γεμάτο μικρούς καταρράκτες και ρυάκια που στις όχθες τους βρίσκονταν διάφανα κρύσταλλα σε κάθε σχήμα που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Ουράνια τόξα διέγραφαν διαδρομές από τον έναν καταρράκτη στον άλλο και τα κρύσταλλα τα αντανακλούσαν.

-Μπορείς να πάρεις ένα κρύσταλλο μαζί σου, του είπε ο Τέοντορ.
-Καλύτερα όχι. Ας μείνουν εδώ πέρα. Εδώ ανήκουν. Κι εγώ θα έχω μια ακόμα αφορμή να έρχομαι πιο συχνά για να σας βλέπω, απάντησε ο Ισαάκ αγκαλιάζοντας του δύο φίλους του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου