Η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων» μας ταξιδεύει στην απελπισία της Ινδίας την εποχή του κορονοϊού και αφήνει ένα παράθυρο για την επόμενη μέρα, όχι μόνο για τη χώρα της αλλά για όλο τον πλανήτη, στους Financial Times
Ποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον όρο «έγινε viral» τώρα χωρίς να τρέμει λίγο; Ποιος μπορεί να κοιτάξει οτιδήποτε άλλο – μια λαβή πόρτας, ένα κουτί από χαρτόνι, μια τσάντα με λαχανικά – χωρίς να φανταστεί ότι εκείνες οι αόρατες, ούτε νεκρές, ούτε ζωντανές, άμορφες κουκίδες περιμένουν να προσκολληθούν στους πνεύμονές μας;
Ποιος μπορεί να σκεφτεί να φιλάει έναν ξένο, να ανεβαίνει σε ένα λεωφορείο ή να στέλνει το παιδί του στο σχολείο χωρίς να αισθάνεται πραγματικό φόβο; Ποιος μπορεί να σκεφτεί μία συνηθισμένη ευχαρίστηση και να μην αξιολογήσει τον κίνδυνό της; Ποιος από εμάς δεν είναι αλμπάνης επιδημιολόγος, ιολόγος, στατιστικολόγος και προφήτης; Ποιος επιστήμονας ή γιατρός δεν προσεύχεται κρυφά για ένα θαύμα; Ποιος ιερέας – τουλάχιστον στα κρυφά – δεν παραδίνεται στην επιστήμη;
Ακόμη και όταν ο ιός πολλαπλασιάζεται, ποιος δεν θα μπορούσε να ενθουσιαστεί από το φίνο τιτίβισμα των πουλιών στις πόλεις, από τα παγόνια που χορεύουν στις διαβάσεις των δρόμων και από τη σιωπή στους ουρανούς;
Ο αριθμός των κρουσμάτων παγκοσμίως αυτή τη βδομάδα ανέβηκε πάνω από ένα εκατομμύριο. Περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι έχουν ήδη πεθάνει. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο αριθμός θα διογκωθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως περισσότερο. Ο ιός έχει μετακινηθεί ελεύθερα κατά μήκος των εμπορικών δρόμων και του διεθνούς κεφαλαίου και η τρομερή ασθένεια που προκάλεσε έχει κλείσει τους ανθρώπους στις χώρες τους, στις πόλεις τους και στα σπίτια τους.
Αλλά σε αντίθεση με τη ροή του κεφαλαίου, ο ιός αυτός επιδιώκει πολλαπλασιασμό, όχι κέρδος, και ως εκ τούτου, κατά λάθος, σε κάποιο βαθμό αντιστρέφει την κατεύθυνση της ροής. Χλευάζει τους ελέγχους της μετανάστευσης, τη βιομετρία, την ψηφιακή επιτήρηση και κάθε άλλο είδος ανάλυσης δεδομένων και χτυπά σκληρότερα – μέχρι στιγμής – στα πλουσιότερα και πιο ισχυρά έθνη του κόσμου, προκαλώντας στον κινητήρα του καπιταλισμού ένα τρεμάμενο σταμάτημα. Προσωρινά ίσως, αλλά όσο χρειάζεται για να επανεξετάσουμε τα μέρη του, να προχωρήσουμε σε μια αξιολόγηση και να αποφασίσουμε αν θέλουμε να συμβάλλουμε στο να τον διορθώσουμε ή να αναζητήσουμε μια καλύτερη μηχανή.
Οι μανδαρίνοι που διαχειρίζονται αυτή την πανδημία λατρεύουν να μιλάνε για πόλεμο. Δεν χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως μεταφορά, τον χρησιμοποιούν κυριολεκτικά. Αλλά αν ήταν πραγματικά ένας πόλεμος, τότε ποιος θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένος από τις ΗΠΑ; Αν δεν ήταν μάσκες και γάντια αυτά που χρειαζόταν η εμπροσθοφυλακή, αλλά όπλα, έξυπνες βόμβες, πυροβολητές, υποβρύχια, μαχητικά αεροσκάφη και πυρηνικές βόμβες, θα υπήρχε έλλειψη;
Κάθε βράδυ, σε κάθε άκρη του πλανήτη, κάποιοι από εμάς παρακολουθούμε τις ενημερώσεις του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης με μια προσήλωση που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Παρακολουθούμε τα στατιστικά στοιχεία και ακούμε τις ιστορίες των υπερφορτωμένων νοσοκομείων στις ΗΠΑ, των κακοπληρωμένων, κουρασμένων από τη δουλειά νοσοκόμων, που πρέπει να κάνουν μάσκες από τα σκουπίδια και από παλιά αδιάβροχα, διακινδυνεύοντας τα πάντα για να βοηθήσουν τους άρρωστους. Τις ιστορίες για κράτη που αναγκάζονται να υποβάλλουν προσφορές μεταξύ τους για αναπνευστήρες, για τα διλήμματα των γιατρών σχετικά με το ποιος ασθενής πρέπει να πάρει έναν και ποιος πρέπει να πεθάνει. Και σκεφτόμαστε από μέσα μας: «Θεέ μου! Αυτή είναι η Αμερική!».
Η τραγωδία είναι άμεση, πραγματική, επική και ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Αλλά δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι τα συντρίμμια ενός τρένου που γέρνει στις ράγες εδώ και χρόνια. Ποιος δεν θυμάται τα βίντεο του «patient dumping» – άρρωστους ανθρώπους, ακόμα και με το νοσοκομειακό τους εσώρουχο, γυμνούς, να τους πετάνε κρυφά στις γωνίες των δρόμων; Οι πόρτες των νοσοκομείων πολύ συχνά ήταν κλειστές για τους λιγότερο τυχερούς πολίτες των ΗΠΑ. Δεν έχει σημασία πόσο άρρωστοι ήταν ή πόσα είχαν υποφέρει.
Τουλάχιστον μέχρι τώρα – γιατί τώρα, στην εποχή του ιού, η ασθένεια ενός φτωχού ατόμου μπορεί να επηρεάσει την υγεία μιας πλούσιας κοινωνίας. Και όμως, ακόμη και τώρα, ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος αγωνιζόταν αδιάκοπα για την υγειονομική περίθαλψη για όλους, θεωρείται υπερβολικός για τον Λευκό Οίκο, ακόμη και από το δικό του κόμμα.
Και η χώρα μου, η φτωχή-πλούσια χώρα μου, η Ινδία, μετέωρη κάπου ανάμεσα στη φεουδαρχία και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, την κάστα και τον καπιταλισμό, που κυβερνιέται από τους ακροδεξιούς ινδουιστές εθνικιστές;
Τον Δεκέμβριο, ενώ η Κίνα μαχόταν την εξάπλωση του ιού στην Ουχάν, η κυβέρνηση της Ινδίας αντιμετώπισε μια μαζική εξέγερση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που διαμαρτύρονταν ενάντια στον αδιάντροπα αντιμουσουλμανικό νόμο περί ιθαγένειας που προωθεί τις διακρίσεις και είχε μόλις ψηφιστεί στο κοινοβούλιο.
Το πρώτο κρούσμα της Covid-19 αναφέρθηκε στην Ινδία στις 30 Ιανουαρίου, λίγες μέρες αφότου είχε αναχωρήσει από το Δελχί ο αξιότιμος Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο υψηλός προσκεκλημένος για την Παρέλαση της Ημέρας της Δημοκρατίας, καταστροφέας του Αμαζονίου και αρνητής του κορονοϊού. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα να γίνουν και δεν ήταν δυνατόν να προστεθεί ο ιός στο χρονοδιάγραμμα του κυβερνώντος κόμματος. Υπήρχε η επίσημη επίσκεψη του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προγραμματισμένη για την τελευταία εβδομάδα του μήνα. Είχε δελεαστεί από την υπόσχεση ενός ακροατηρίου 1 εκατομμυρίου ανθρώπων σε αθλητικό στάδιο στην πολιτεία Γκουτζαράτ. Όλα αυτά χρειάστηκαν χρήματα και πολύ χρόνο.
Μετά ήρθαν οι εκλογές της Νομοθετικής Συνέλευσης του Δελχί, όπου το κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (σ.τ.μ. Ινδικό Λαϊκό Κόμμα, το κυβερνών ακροδεξιό κόμμα) κινδύνευε να χάσει εκτός αν άλλαζε τους όρους του παιχνιδιού. Κάτι που έπραξε, εξαπολύοντας μια φαύλη, εθνικιστική εκστρατεία γεμάτη από απειλές σωματικής βίας και εκτελέσεις των «προδοτών».
Παρ’ όλα αυτά έχασε. Έτσι λοιπόν, υπήρξε τιμωρία για τους μουσουλμάνους του Δελχί, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για την ταπείνωση αυτή. Ένοπλες ορδές ινδουιστών ακροδεξιών πολιτοφυλάκων, με την υποστήριξη της αστυνομίας, επιτέθηκαν στους μουσουλμάνους στις γειτονιές του βορειοανατολικού Δελχί. Σπίτια, καταστήματα, τζαμιά και σχολεία κάηκαν. Οι μουσουλμάνοι που περίμεναν την επίθεση αντεπιτέθηκαν. Περισσότεροι από 50 άνθρωποι, μουσουλμάνοι και ορισμένοι ινδουιστές, σκοτώθηκαν.
Χιλιάδες μετακινήθηκαν σε καταυλισμούς προσφύγων σε τοπικά νεκροταφεία. Ακρωτηριασμένα σώματα ανασύρονταν ακόμα από το δίκτυο των βρωμερών αποχετεύσεων, όταν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν την πρώτη τους συνάντηση για την Covid-19 και ήταν τότε που οι περισσότεροι Ινδοί άρχισαν να ακούν για την ύπαρξη κάποιου πράγματος που ονομάζεται αντισηπτικό χεριών.
Ο Μάρτιος ήταν γεμάτος επίσης. Οι δύο πρώτες εβδομάδες αφιερώθηκαν στην ανατροπή της κυβέρνησης του Κογκρέσου στο κεντρικό ινδικό κράτος της Μάντια Πραντές και στην εγκατάσταση μιας κυβέρνησης του Μπαρατίγια Τζανάτα στη θέση της. Στις 11 Μαρτίου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δήλωσε ότι η Covid-19 ήταν πανδημία. Δύο ημέρες αργότερα, στις 13 Μαρτίου, το υπουργείο Υγείας δήλωσε ότι ο κορονοϊός «δεν αποτελεί επείγουσα κατάσταση για την υγεία».
Τελικά, στις 19 Μαρτίου, ο Ινδός πρωθυπουργός απευθύνθηκε στο έθνος. Δεν είχε κάνει αρκετή προετοιμασία. Δανείστηκε το playbook από τη Γαλλία και την Ιταλία. Μας είπε για την ανάγκη για «social distancing» – «κοινωνική αποστασιοποίηση» (εύκολο να το καταλάβει κανείς για μια κοινωνία τόσο βουτηγμένη στη λογική της κάστας) και κάλεσε σε μια μέρα «απαγόρευσης της κυκλοφορίας» στις 22 Μαρτίου. Δεν είπε τίποτα για το τι θα κάνει η κυβέρνησή του για την κρίση, αλλά ζήτησε από τους ανθρώπους να βγαίνουν στα μπαλκόνια τους και να χτυπούν κουδούνια, γλάστρες και τηγάνια για να τιμήσουν τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας.
Δεν ανέφερε ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ινδία έκανε εξαγωγές προστατευτικών υλικών και αναπνευστικού εξοπλισμού, αντί να τα κρατάει για τους υγειονομικούς εργαζόμενους και τα νοσοκομεία της Ινδίας.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το αίτημα του Ναρέντρα Μόντι αντιμετωπίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Υπήρχαν πορείες όπου οι άνθρωποι χτυπούσαν κατσαρόλες, κοινοτικοί χοροί και πομπές. Όχι και ιδιαίτερη κοινωνική αποστασιοποίηση. Τις μέρες που ακολούθησαν, άνδρες βούτηξαν σε βαρέλια με κόπρανα ιερών αγελάδων και υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος διοργάνωσαν πάρτι όπου έπιναν ούρα αγελάδων. Για να μη μείνουν πίσω, πολλές μουσουλμανικές οργανώσεις δήλωσαν ότι ο Παντοδύναμος είναι η απάντηση στον ιό και κάλεσαν τους πιστούς να συγκεντρωθούν μαζικά σε τζαμιά.
Στις 24 Μαρτίου, στις 8 μ.μ., ο Μόντι εμφανίστηκε ξανά στην τηλεόραση για να ανακοινώσει ότι, από τα μεσάνυχτα, ολόκληρη η Ινδία θα βρίσκεται σε lockdown. Οι αγορές θα κλείσουν. Όλα τα μεταφορικά μέσα, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, θα απαγορευτούν.
Είπε ότι έλαβε αυτή την απόφαση όχι μόνο ως πρωθυπουργός, αλλά και ως ο πρεσβύτερος της οικογένειάς μας. Ποιος άλλος μπορεί να αποφασίσει, χωρίς να συμβουλευτεί τις τοπικές κυβερνήσεις των πολιτειών της χώρας που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αυτής της απόφασης, ότι ένα έθνος 1,38 δισ. ανθρώπων πρέπει να προχωρήσει σε lockdown με μηδενική προετοιμασία και με προειδοποίηση μόνο τεσσάρων ωρών; Οι μέθοδοί του δίνουν σίγουρα την εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας βλέπει τους πολίτες ως μια εχθρική δύναμη που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αιφνιδιασμό και ποτέ με εμπιστοσύνη.
Έτσι κλειστήκαμε μέσα. Πολλοί επαγγελματίες του τομέα της υγείας και επιδημιολόγοι επικρότησαν αυτή την κίνηση. Ίσως έχουν δίκιο όσον αφορά τη θεωρία. Αλλά σίγουρα κανένας από αυτούς δεν μπορεί να υποστηρίξει την καταστροφική έλλειψη προγραμματισμού ή ετοιμότητας, που μετέτρεψε το μεγαλύτερο παγκοσμίως και πιο τιμωρητικό lockdown σε κάτι ακριβώς αντίθετο από αυτό που είχε σκοπό να πετύχει.
Ο άνθρωπος που αγαπά τα θεάματα δημιούργησε τη μητέρα όλων των θεαμάτων.
Ο πλανήτης συγκλονισμένος είδε ότι η Ινδία αποκάλυψε τον εαυτό της με όλη του την ξεδιαντροπιά – τη βίαιη, διαρθρωτική, κοινωνική και οικονομική ανισότητά της, την έντονη αδιαφορία της για τα βάσανα.
Το lockdown λειτούργησε σαν ένα χημικό πείραμα που ξαφνικά φώτισε πράγματα που ήταν κρυφά. Καθώς τα καταστήματα, τα εστιατόρια, τα εργοστάσια και ο κατασκευαστικός κλάδος έκλεισαν, καθώς οι πλούσιοι και οι μεσαίες τάξεις περιχαρακώθηκαν σε περίκλειστες «αποικίες», οι πόλεις και οι μεγαλουπόλεις μας άρχισαν να αποκλείουν τους πολίτες της εργατικής τάξης – τους μετανάστες εργαζόμενους – σαν να ήταν τρομερά ανεπιθύμητοι.
Πολλοί εκδιώχθηκαν από τους εργοδότες και τους γαιοκτήμονες, εκατομμύρια φτωχοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι, τυφλοί, ανάπηροι, που δεν είχαν πού να πάνε, και χωρίς να υπάρχουν μέσα μαζικής μεταφοράς, άρχισαν μια μακρά πορεία πίσω στα χωριά τους. Περπατούσαν για μέρες, προς Badaun, Agra, Azamgarh, Aligarh, Lucknow, Gorakhpur – εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Κάποιοι πέθαναν στο δρόμο.
Ήξεραν ότι πήγαιναν πίσω ενδεχομένως για να επιβραδύνουν τον θάνατο από πείνα. Ίσως ήξεραν ότι πιθανόν να μεταφέρουν τον ιό μαζί τους και έτσι να μολύνουν τις οικογένειές τους, τους γονείς τους και τους παππούδες τους στο σπίτι τους, αλλά χρειάζονταν απελπισμένα ένα ψήγμα συμπόνιας, καταφυγίου και αξιοπρέπειας, καθώς και τρόφιμα, αν όχι αγάπη.
Καθώς περπατούσαν, μερικοί χτυπήθηκαν βίαια και ταπεινώθηκαν από την αστυνομία, η οποία ανέλαβε την αυστηρή επιβολή της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Νεαροί άνδρες υποχρεώθηκαν να σκύψουν και να πηδήξουν σαν βάτραχοι στην εθνική οδό. Έξω από την πόλη Bareilly, μια ομάδα δέχθηκε μαζικό χημικό ψεκασμό.
Λίγες μέρες αργότερα, φοβούμενη ότι ο πληθυσμός που διέφυγε θα διασκορπίσει τον ιό στα χωριά, η κυβέρνηση σφράγισε τα σύνορα μεταξύ των επαρχιών ακόμα και για τους πεζούς. Οι άνθρωποι που περπατούσαν για μέρες σταμάτησαν και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν σε στρατόπεδα στις πόλεις από όπου μόλις είχαν αναγκαστεί να φύγουν.
Οι ηλικιωμένοι θυμήθηκαν την τραγωδία της μεταφοράς πληθυσμού το 1947, όταν διαιρέθηκε η Ινδία και γεννήθηκε το Πακιστάν. Με τη διαφορά ότι η σημερινή έξοδος προκλήθηκε κυρίως λόγω ταξικών διαιρέσεων και όχι λόγω θρησκείας. Ακόμη κι έτσι, πάντως, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι φτωχότεροι της Ινδίας. Είναι άνθρωποι που (τουλάχιστον έως τώρα) είχαν δουλειά στην πόλη και σπίτια για να επιστρέψουν. Οι άνεργοι, οι άστεγοι και οι απελπισμένοι παρέμειναν εκεί που ήταν, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, όπου οι δυσκολίες ήταν τεράστιες και πολύ πριν από την τραγωδία αυτή. Μέσα σ’ όλες αυτές τις φρικτές ημέρες, ο υπουργός Εσωτερικών Αμίτ Σαχ παρέμεινε απών από τον δημόσιο βίο.
Όταν ξεκίνησε αυτή η έξοδος από το Δελχί, χρησιμοποίησα μία δημοσιογραφική ταυτότητα από ένα περιοδικό όπου γράφω συχνά, για να πάω με αυτοκίνητο στο Γκαζιπούρ, στα σύνορα μεταξύ Δελχί και Ουτάρ Πραντές.
Η σκηνή ήταν βιβλική. Ή ίσως όχι. Η Βίβλος δεν θα μπορούσε να μιλά για τέτοιους αριθμούς. Το lockdown, που είχε σκοπό την επιβολή της σωματικής αποστασιοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα το αντίθετο – μια σωματική συμπίεση σε μια αδιανόητη κλίμακα. Αυτό ισχύει και στις πόλεις και τις κωμοπόλεις της Ινδίας. Οι κύριοι δρόμοι μπορεί να είναι άδειοι, αλλά οι φτωχοί είναι παγιδευμένοι στα ασφυκτικά δωμάτια των στενών συνοικιών και των παραγκουπόλεων.
Όλοι οι άνθρωποι που περπατούσαν και στους οποίους μίλησα ανησυχούσαν για τον ιό. Αλλά ήταν λιγότερο «αληθινός», λιγότερο παρών στη ζωή τους από ό,τι η ανεργία, η λιμοκτονία και η βία της αστυνομίας. Από όλους όσους μίλησα εκείνη την ημέρα, συμπεριλαμβανομένης μίας ομάδας μουσουλμάνων ραπτών που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες επέζησαν από τις αντι-μουσουλμανικές επιθέσεις, τα λόγια ενός ανθρώπου με προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Ήταν ένας ξυλουργός με το όνομα Ramjeet, ο οποίος σχεδίαζε να περπατήσει μέχρι το Gorakhpur κοντά στα σύνορα του Νεπάλ.
«Ίσως όταν ο Μόντι αποφάσισε να το κάνει αυτό, κανείς δεν του είπε για εμάς. Ίσως δεν ξέρει για εμάς», είπε.
Το «εμάς» σημαίνει περίπου 460 εκατομμύρια άτομα.
Οι περιφερειακές κυβερνήσεις της Ινδίας (όπως και στις ΗΠΑ) έχουν δείξει περισσότερη «καρδιά» και κατανόηση στην κρίση. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, μεμονωμένοι πολίτες και άλλες συλλογικότητες διανέμουν τρόφιμα και μερίδες φαγητού. Η κεντρική κυβέρνηση έχει καθυστερήσει να ανταποκριθεί στις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για χρηματοδότηση. Αποδεικνύεται ότι το Εθνικό Ταμείο Αρωγής του πρωθυπουργού δεν διαθέτει ρευστότητα. Αντ’ αυτού, τα χρήματα των δωρητών πηγαίνουν στο μυστηριώδες νέο ταμείο PM-CARES. Προπαρασκευασμένα γεύματα με το πρόσωπο του Μόντι επάνω τους έχουν αρχίσει να εμφανίζονται.
Επίσης, ο πρωθυπουργός μοιράστηκε τα βίντεό του με γιόγκα νίντρα, στα οποία ένα άβαταρ του Μόντι με ένα ονειρεμένο σώμα επιδεικνύει ασάνα γιόγκα για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν το άγχος της αυτο-απομόνωσης.
Ο ναρκισσισμός είναι βαθιά ανησυχητικός. Ίσως ένα από τα asanas θα μπορούσε να είναι ένα αίτημα-asana στο οποίο ο Μόντι ζητά από τον Γάλλο πρωθυπουργό να μας επιτρέψει να αποσυρθεί η επαίσχυντη συμφωνία των αεριωθούμενων Rafale και να χρησιμοποιήσουμε τα 7,8 δισ. ευρώ για άκρως αναγκαία και επείγοντα μέτρα ώστε να υποστηρίξουμε μερικά εκατομμύρια πεινασμένους ανθρώπους. Σίγουρα ο Γάλλος θα καταλάβει.
Καθώς πλέον εισερχόμαστε στη δεύτερη βδομάδα καραντίνας, η αλυσίδα εφοδιασμού έχει σπάσει, τα φάρμακα και οι βασικές προμήθειες λιγοστεύουν. Χιλιάδες οδηγοί φορτηγών εξακολουθούν να βρίσκονται αποκλεισμένοι στις εθνικές οδούς, με λίγα τρόφιμα και νερό. Οι καρποί, ήδη έτοιμοι προς συγκομιδή, σαπίζουν αργά.
Η οικονομική κρίση είναι εδώ. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έχουν ενσωματώσει την ιστορία της Covid-19 στην καθημερινή 24ωρη τοξική κατά των μουσουλμάνων εκστρατεία τους. Ένας οργανισμός που ονομάζεται Tablighi Jamaat, ο οποίος πραγματοποίησε συνάντηση στο Δελχί πριν την αναγγελία της καραντίνας, έχει αναγορευτεί στον «μεγάλο διασπορέα» του ιού. Αυτό χρησιμοποιείται για να στιγματίσει και να δαιμονοποιήσει τους μουσουλμάνους. Η γενική ιδέα υποδηλώνει ότι οι μουσουλμάνοι εφηύραν τον ιό και σκόπιμα τον διέσπειραν ως μια μορφή ιερού πολέμου (τζιχάντ).
Η κρίση της Covid θα συνεχιστεί. Ή όχι. Δεν ξέρουμε. Αν και όταν τελειώσει, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα αντιμετωπιστεί με όλες τις κυρίαρχες προκαταλήψεις – της θρησκείας, της κάστας και της τάξης – απολύτως στη θέση τους.
Σήμερα (2 Απριλίου) στην Ινδία υπάρχουν σχεδόν 2.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 58 θάνατοι. Αυτοί είναι σίγουρα αναξιόπιστοι αριθμοί, βασισμένοι σε απελπιστικά ελάχιστα τεστ.
Οι απόψεις των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις. Κάποιοι προβλέπουν εκατομμύρια κρούσματα. Άλλοι εκτιμούν ότι το κόστος θα είναι πολύ μικρότερο. Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ το ακριβές περίγραμμα της κρίσης, ακόμη κι όταν μας χτυπήσει. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι ροές στα νοσοκομεία δεν έχουν ακόμη αρχίσει.
Τα δημόσια νοσοκομεία και κλινικές της Ινδίας – που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν κάθε χρόνο στις σχεδόν 1 εκατομμύριο περιπτώσεις παιδιών που πεθαίνουν από διάρροια, υποσιτισμό και άλλα ζητήματα υγείας, στους εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς με φυματίωση (το ένα τέταρτο των περιπτώσεων παγκοσμίως), σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού με αναιμία και υποσιτισμό, ο οποίος καθίσταται ευάλωτος και οποιαδήποτε ασήμαντη ασθένεια μπορεί να αποβεί μοιραία για αυτόν — δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε μια κρίση όπως αυτή που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ τώρα.
Όλη η υγειονομική υπηρεσία βρίσκεται λιγότερο ή περισσότερο σε αναστολή, καθώς τα νοσοκομεία έχουν στραφεί αποκλειστικά στην αντιμετώπιση του ιού. Το κέντρο τραυματισμών του θρυλικού Παν-ινδικού Ινστιτούτου Ιατρικών Επιστημών στο Δελχί έχει κλείσει, οι εκατοντάδες καρκινοπαθείς που είναι γνωστοί ως καρκινοπαθείς-πρόσφυγες και ζουν στους δρόμους έξω από το τεράστιο νοσοκομείο οδηγούνται μακριά από αυτό σαν κοπάδι από ζώα.
Οι άνθρωποι θα αρρωσταίνουν και θα πεθαίνουν στο σπίτι τους. Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ τις ιστορίες τους. Μπορεί να μη γίνουν ούτε καν στοιχεία σε στατιστικές. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι οι μελέτες που υποστηρίζουν πως στον ιό αρέσει το κρύο είναι σωστές (αν και άλλοι ερευνητές το έχουν αμφισβητήσει). Ποτέ ο κόσμος δεν είχε τόσο μεγάλη και τόσο παράλογη λαχτάρα για ένα καυτό, τιμωρητικό ινδικό καλοκαίρι.
Τι είναι αυτό που μας έχει συμβεί; Ναι, είναι ένας ιός. Από μόνο του δεν περιέχει κανένα ηθικό μήνυμα. Αλλά σίγουρα είναι κάτι περισσότερο από ένας ιός. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι ο τρόπος του Θεού να μας κάνει να έρθουμε στα συγκαλά μας. Άλλοι ότι είναι μια συνωμοσία των Κινέζων προκειμένου να γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Ό,τι κι αν είναι, ο κορονοϊός έχει καταφέρει να γονατίσει και να σταματήσει τον κόσμο, όπως κανένας άλλος δεν έχει καταφέρει. Το μυαλό μας εξακολουθεί να τρέχει προς τα πίσω και προς τα μπρος, λαχταρώντας την επιστροφή στην «κανονικότητα», προσπαθώντας να συρράψει το μέλλον μας με το παρελθόν μας, αρνούμενο να αναγνωρίσει την τομή μεταξύ τους. Αλλά η τομή υπάρχει. Και μέσα σ’ αυτή τη φοβερή απελπισία, μας προσφέρει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την τρομακτική μηχανή που κατασκευάσαμε για τον εαυτό μας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από μια επιστροφή στην κανονικότητα.
Ιστορικά, οι πανδημίες ανάγκασαν τους ανθρώπους να διαρρήξουν τους δεσμούς με το παρελθόν και να φανταστούν εκ νέου τον κόσμο τους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι διαφορετικό. Είναι μια πόρτα, μια πύλη μεταξύ ενός κόσμου και του επόμενου.
Μπορούμε να επιλέξουμε να διασχίσουμε αυτή την πύλη σέρνοντας πίσω μας τα πτώματα της προκατάληψης και του μίσους, της απληστίας μας, των τραπεζικών δεδομένων μας και των νεκρών ιδεών μας, των νεκρών ποταμών μας και των καπνισμένων ουρανών μας. Ή μπορούμε να περπατήσουμε ελαφρά, με μικρές αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο. Και έτοιμοι να αγωνιστούμε γι ‘αυτόν.
Απόδοση του κειμένου από τα αγγλικά:
Θάνος Λεύκος Παναγιώτου
Μαρίνα Γ. Μεϊντάνη