Την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου βρεθήκαμε στον φιλόξενο χώρο του Σχεδία home, όπου στο πλαίσιο της έκθεσης φωτογραφίας του Δημήτρη Κοιλαλού με τίτλο «Caesura· όσο κρατάει μια ανάσα», που προσπαθεί να συνδέσει την απώλεια της στέγης με την απώλεια της πατρίδας, υλοποιήσαμε μια δράση για τα παιδιά.
Ξεκινήσαμε με μια ξενάγηση στον χώρο της έκθεσης από τον
φωτογράφο, αλλά και με μια αφήγηση ζωής από την κυρία Δήμητρα, η οποία υπήρξε
άστεγη και τώρα είναι πωλήτρια της «Σχεδίας», έχοντας καταφέρει μετά από πολύχρονη
περιπέτεια αν σταθεί και πάλι στα πόδια της.
Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της μαγικής Τράπουλας των
παραμυθιών, φτιάξαμε και παίξαμε ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα όσα είδαν και
άκουσαν τα παιδιά που συμμετείχαν.
Παραθέτω από μνήμης μια περίληψή του:
Ο Φαράχ ήταν
ένας διοργανωτής γάμων στη Συρία.
Εκείνη την
ημέρα, έβαλε τα καλά του ρούχα και τα
καλά του παπούτσια κι ετοίμασε έναν μεγαλειώδη γάμο με πολλούς καλεσμένους.
Έτρεχε γύρω γύρω και υποδέχονταν φίλους και συγγενείς, τοποθετώντας τους
κυκλικά σε τραπέζια γύρω από το ζευγάρι για να μπορούν να βλέπουν όλοι καθαρά τους
μελλόνυμφους και να χαίρονται. Όλα πήγαιναν καλά και κόσμος πολύς είχε μαζευτεί
για την δεξίωση από όλη την γειτονιά. Μέχρι και όρθιοι καθόντουσαν γύρω από τα
τραπέζια.
Ξαφνικά ένιωσαν
όλοι ένα μεγάλο τράνταγμα και μια δυνατή βουή. Σα να γινόταν σεισμός. Σηκώθηκε
σκόνη που σκέπασε τα πάντα και μετά άρχισαν να πέφτουν βόμβες. Το πάρτι
διαλύθηκε και ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος προς όλες τις κατευθύνσεις. Πολλοί
ήταν και οι νεκροί.
Ο Φαράχ
αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του, αφού τίποτα δεν είχε μείνει που να τον
δένει με την κατεστραμμένη γειτονιά του. Αποφάσισε να φύγει μακριά -όσο πιο
μακριά μπορούσε. Να πάει στην Ευρώπη. Ξεκίνησε περπατώντας με τα ρούχα που
φορούσε στον γάμο και με τα καλά του παπούτσια πού όμως δεν ήταν φτιαγμένα για τέτοιες
κακουχίες και τόσο πολύ και σκληρό περπάτημα. Περπατούσε για μέρες πεινασμένος,
περνώντας από την έρημο και χωριά βομβαρδισμένα και ισοπεδωμένα.
Ήταν εξαντλημένος, απογοητευμένος - έτοιμος να τα παρατήσει, όταν είδε ένα σπίτι να στέκει όρθιο ανάμεσα στα ερείπια κι από την καμινάδα του να βγαίνει καπνός.
Χτύπησε την
πόρτα με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και σωριάστηκε αποκαμωμένος στο
χώμα.
Άνοιξε ένας
γέροντας που έμενε εκεί με τα τρία του εγγόνια: Δυο κορίτσια κι ένα αγόρι.
Με τις
φροντίδες και την βοήθεια του παππού, ο Φαράχ σιγά – σιγά συνήλθε. Ήταν έτοιμος
να φύγει για να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ευρώπη, όταν ο γέροντας του
ζήτησε να πάρει μαζί και τα τρία του εγγόνια. Θα έδινε αυτός τα χρήματα που θα
χρειάζονταν για να περάσουν τα σύνορα και τη θάλασσα.
Ο Φαράχ δέχτηκε.
Το άλλο πρωί ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους. Έπρεπε να ανέβουν τα βουνά πριν
αρχίσουν μέσα από δύσκολα και κρυφά μονοπάτια να κατηφορίζουν προς την ενδοχώρα
και από εκεί να φτάσουν στα παράλια, από όπου θα πέρναγαν την θάλασσα.
Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, καθώς σκαρφάλωναν σε ένα απότομο βράχο, ο Φαράχ που
τα παπούτσια του είχαν ήδη αρχίσει να λιώνουν από το περπάτημα στα σκληρά
χαλίκια και τις κοφτερές πέτρες του βουνού, στραβοπάτησε και σωριάστηκε με
πόνους στο χώμα. Τα παιδιά έτρεξαν να τον βοηθήσουν και να τον σηκώσουν. Έπρεπε
με κάθε τρόπο να συνεχίσουν τον δρόμο τους και να φτάσουν στη θάλασσα για να
βρούνε βάρκα και να περάσουν απέναντι στην Ελλάδα.
Ξαφνικά όμως
και ενώ μόλις είχαν περάσει τα σύνορα με τη Τουρκία και νόμιζαν ότι τα βάσανά
τους τέλειωσαν, εμφανίστηκε μπροστά τους
ένας άγριος στρατιώτης με σκληρά χαρακτηριστικά και το όπλο προτεταμένο, ο
Χασάν. Αν δεν τον πλήρωναν, δεν θα τους
επέτρεπε να συνεχίσουν. Μπορεί να τους κατέδιδε κιόλας στις αρχές και να τους
επαναπροωθούσαν εκεί απ’ που ξεκίνησαν. Στην κατεστραμμένη γειτονιά τους.
Ο Φαράχ και η
παρέα του αναγκάστηκαν να του δώσουν τα μισά από τα χρήματά τους. Έτσι
καταφέραν να συνεχίσουν τον δρόμο τους.
Μετά από πολλές
περιπέτειες, πολλά χιλιόμετρα περπάτημα και ταλαιπωρίες, αντίκρισαν επιτέλους από
μακριά την θάλασσα. Ήταν σκούρα και φουρτουνιασμένη και από την παγωνιά έβγαζε υδρατμούς.
Όμως φαίνεται
ότι οι δυσκολίες της παρέας δεν θα τελείωναν εκεί. Για να περάσουν απέναντι που
βρισκόταν το νησί της Χίου, ο διακινητής- δουλέμπορος (αφού εμπορευόταν την
ελευθερία αυτών των ανθρώπων σαν να ήταν σύγχρονοι δούλοι) τους ζήτησε από δυο χιλιάδες ευρώ για τον
καθένα. Δηλαδή συνολικά οκτώ χιλιάδες ευρώ! Η παρέα είχε βέβαια ακούσει ότι θα
ήταν πολύ ακριβά για να περάσουν απέναντι με την βάρκα, αλλά δεν είχαν
υπολογίσει τόσα πολλά. Άλλωστε ήταν και ο Χασάν- ο στρατιώτης που συνάντησαν
κοντά στα σύνορα με την Τουρκία- που ήδη τους είχε πάρει εκβιαστικά τα μισά τους
χρήματα. Είχαν μόνο έξι χιλιάδες ευρώ. Τόσα τους είχαν περισσέψει. Όσο κι αν
παρακάλεσαν τον διακινητή δεν δεχόταν να πάρει και τους τέσσερις με έξι
χιλιάδες.
Ο Φαράχ άδειασε
τις τσέπες του και έδωσε όλα τα χρήματα που είχε μαζί με τα δικά του και είπε
στεναχωρημένος πως θα μείνει πίσω. Θα εύρισκε τον τρόπο να φύγει κι αυτός, όπως
είπε στα παιδιά. Είχε άλλωστε υποσχεθεί στον γέροντα που του έσωσε την ζωή ότι
θα οδηγούσε τα παιδιά με ασφάλεια στον τελικό τους προορισμό.
Τα αποχαιρέτησε
στεναχωρημένος, κι αυτά στριμώχτηκαν σε
μια κίτρινη φουσκωτή βάρκα μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες από την Συρία και
τον διακινητή. Από δίπλα, τους συνόδευε ένα φουσκωτό. Στην αρχή νόμιζαν ότι
ήταν για την ασφάλεια τους και για να τους προσέχει. Όμως, προς μεγάλη τους
έκπληξη και τρόμο, πλησιάζοντας στο νησί ο διακινητής με ένα μαχαίρι τρύπησε τη
βάρκα και ταυτόχρονα με ένα σάλτο πρόλαβε και πήδηξε στην βάρκα που τους
ακολουθούσε προτού η δική τους βάρκα αρχίσει να βουλιάζει μαζί με όλους όσοι
επενέβαιναν. Ευτυχώς, πριν ξεκινήσουν τους είχαν δώσει σωσίβια. Πορτοκαλί για
τους μεγάλους και πράσινα, μικρότερα, για τα παιδιά. Έτσι κατάφεραν ευτυχώς
όλοι να επιπλεύσουν κοντά στις ακτές της Χίου και να φτάσουν σιγά- σιγά κοντά
στην παραλία. Έκανε κρύο, αλλά ευτυχώς δεν είχε κύματα.
Η κίτρινη βάρκα
τους βυθίστηκε σιγά- σιγά χωρίς ευτυχώς να πνιγεί κανένας από τους άτυχους
επιβάτες της.
Στις ακτές της
Χίου, μια κοπέλα που κολυμπούσε είδε από το περιστατικό και κατάλαβε αμέσως τι
συμβαίνει. Βγήκε γρήγορα από τη θάλασσα και κάλεσε το λιμενικό που περισυνέλλεξε
τα τρία παιδιά και τους υπόλοιπους επιβάτες της βάρκας.
Όσο για τον
Φαράχ, δεν ξέρουμε τι απέγινε τελικά. Ξέρουμε όμως πως ανταπόδωσε την αγάπη που
πήρε από τον γέροντα και την οικογένειά του.
τους ρόλους
έπαιξαν:
Αφηγητής: ο Νικόλας
Φαράχ: ο Χαρίλαος
Αϊσέ: η Μάγδα
Παππούς: ο Κώστας
Χασάν (ο άγριος
στρατιώτης): ο Νικόλας
αδελφή του Χασάν: η Ραλλού
ο σύζυγος στον
γάμο: ο Δημήτρης
η σύζυγος στον
γάμο: η Ραλλού
κοπέλλα στην
παραλία: η Αλεξάνδρα
άλλοι επιβάτες
στην φουσκωτή βάρκα: Αιμιλία, Φωτεινή, Νικόλας, Ραλλού, Αλέξανδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου