Η λίμνη νελό
από τον Σωκράτη Τυροκομάκη
Κάποτε υπήρχε μια λίμνη που την φώναζαν νελό αυτή η λίμνη είχε νερό μπλε σαν τον ουρανό. Μια μέρα η λίμνη βαρέθηκε να την φωνάζουν νελό κι έφυγε και στο νέο μέρος που πήγε την φώναζαν κι εκεί νελό. Θύμωσε που κι εκεί την φώναζαν νελό κι πήγε στην θάλασσα. Ήτανε χαρούμενη η λίμνη για λίγες μέρες μέχρι τα ψάρια άρχισαν να την φωνάζουν νελό. Τότε αποφάσισε το επόμενο πρωί να γίνει βρόμικη ώστε να σταματήσουν να την φωνάζουν νελό.
Το επόμενο πρωί πήγε σέ έναν βάλτο να βρωμιστεί και τα κατάφερε, έγινε βρόμικη και για υπόλοιπη ζωή της την φώναζαν βρωμόλιμνη.
Τα παιχνίδια των λέξεων
από τον Νίκο Μικελάκη
Σήμερα πήγα στον λογοθεραπευτή να κάνω μάθημα ορθογραφίας. Δεν
ξέρω πως συμβαίνει, αλλά ακόμα και όταν αντιγράφω μία λέξη, κάτι με πιάνει, σαν
τα γράμματα να χοροπηδούν στο τετράδιο και άλλοτε μπερδεύονται, άλλοτε αλλάζουν σειρά.
Στην αρχή ντρεπόμουν
πολύ γιατί το γραπτό μου έμοιαζε σαν μια μεγάλη μουτζούρα. Όταν γνώρισα και
άλλα παιδιά που έγραφαν «σαν γιατροί» με ορνιθοσκαλίσματα, όπως έλεγε η γιαγιά,
έπαψε να με πειράζει.Να μην σας πω ότι το χαιρόμουν που ήμουν ξεχωριστός, ένας
μικρός «γιατρός».
Στον λογοθεραπευτή γνώρισα δύο παιδιά που μίλαγαν, όπως έγραφα
εγώ. Δυσκολευόμουν στην αρχή να τα καταλάβω. Όταν μου εξήγησε η μαμά και τους
έδειξα τα τετράδιά μου γίναμε αμέσως φίλοι. Θα προσπαθήσω να γράψω, όπως
μιλούσαν. Δεν είναι και τόσο δύσκολο για μένα. Για να δω θα καταλαβετε τι λένε;
Θα διασκεδάσετε και εσείς με τα παιχνίδια των συλλαβών και των γραμμάτων;
-Πώς σε νέλε;
-Ινάσοα. Να εσέ ;
- Νίκο; Τον αδερφό σου;
- Τον λόφι μου τον νέλε Τρηδήμη.
-Τι τάξη γιαπήνεις;
-Τρίτη. Εσείς;
-Τρρρρίτη….
-Εγώ Τερτάρτη….
-Να σας δείξω το τετράδιο μου;
-Αμέ;
-Μπορείτε να τα διαβάσετε;
- Εύλοκο… Λάλο να ένα λόμη
- Εγώ ..εγώ….Λάλο να μια τάκο….
-Τάκο….πόσο που αρέσουν τα μεξικάνικα τάκος..
-Ναι…ναι….
-Ναι…ναι
Ο ...μπαμπούλας Βρώμα
Μυρτώ Γιαννακάκη |
Ο Κωστίκας και το ...ρουλί
από τη Μαρίνα Δημητριάδη
Μια φορά και κανά δυο τρεις καιρούς ήταν ένα
παίδι του δημοτικού, ο Κωστίκας. Ο Κωστίκας ήταν πολύ κακομαθημένος, καθώς οι
γονείς του δεν του χάλαγαν χατίρι.
Μια
μέρα ο Κωστίκας ξύπνησε με τις ανάποδές του. Φώναξε τότε στην μαμά του που είχε ξυπνήσει αχάραγα για να του
ετοιμάσει το αγαπημένο του πρωινό.
- ΜΑΝΑ! Μου έφτιαξες το ρουλί για το σχολείο;
Η μαμά
του Κωστίκα όμως έτρεμε τον γιο της και τις αγριοφωνάρες του και δεν είχε
καταλάβει τι ήταν το ρουλί, αλλά φυσικά δεν τολμούσε να τον ρωτήσει.
-Εννοείτε ζουζουνάκι μου! Είπε με σφιγμένα
δόντια.
Κατεβαίνει τρέχοντας ο Κωστίκας να πάρει το ρουλί που τόσο λαχταρούσε
και να φύγει. Βλέπει μπανάνες, μήλα, κρουασανάκια, τοστάκια, αβοκάντο, μέλια,
συντριβάνια σοκολάτας, μπισκότα όλων στων γεύσεων αλλά το ρουλί του πουθενά. Με
δακρυσμένα μάτια πιάνει το μεταξένιο τραπεζομάντηλο που λέγεται πως το έφτιαξε
το φάντασμα των Καστελλίων, ο Λαράκης, πριν αιωωωωωωώνες. Ο μπαμπάς του Κωστίκα
το είχε πληρώσει αυτό το τραπεζομάντιλο 1200 χρυσές λίρες- τον έπιασε η καρδιά
του όταν άκουσε την τιμή αλλά για τον μονάκριβό του όλα ηταν διατεθιμένος να τα
κάνει. Πιάνει το τραπεζομάντηλο όπως είπαμε και το τραβάει. Τότε πάνε και μπανάνες
και συντριβάνια! Όταν ο μπαμπάς του
κατάλαβε πως το ρουλί δεν ήταν κάποιο φαγητό έτρεξε στο παζάρι και πήρε...Και
τι δεν πήρε. Παιχνίδια, σχολικά είδη, βιβλία, υφάσματα, μέχρι και
κουζινομηχανές αγόρασε για τον λαίμαργό του γιο.
Όταν ο
Κωστίκας αντίκρισε τα ψώνια, έβαλε τα ψευτοκλάματα.
-Μα, τι δεν καταλαβαίνετε, είπε, θέλω ένα
ρουλί. ΕΝΑ ΡΟΥ-ΛΙ!
-Αχ αυτό του ρουλί, φωτιές μας άναψε είπε η
μαμά. Ωραία. Πάμε μαζί στο παζάρι να το δεις και να πάρεις.
Ώρα
μπαίνει, ώρα βγαίνει φτάνουν στο παζάρι. Ο Κωστίκας αρπάζει την μαμά του και
την πάει σε έναν πάγκο με είδη κατοικιδίων. Ταμπλάς της ήρθε της μαμάς όταν
είδε πως ο Κωστίκας ήθελε ένα λουρί. Μα πως δεν το κατάλαβε; Αφού ο Κωστίκας
ήταν δισλεκτικός!
Ο ζωγράφος Γεώργιος και το κακαλί
από τον Οδυσσέα Τυροκομάκη
Κάποτε υπήρχε ένας ζωγράφος ονόματι Γεώργιος.
Τα έργα του Γεώργιου δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην έχει
αρκετά λεφτά για να αγοράσει νέα χρώματα. Με τα τελευταία που του έμεναν
αποφάσισε να κάνει ένα τελευταίο έργο. Μα αυτό που δεν ήξερε ήταν το ότι ο
συγκεκριμένος συνδυασμός χρωμάτων που έκανε θα δημιουργούσε ένα καινούργιο
χρώμα,που κανένας άλλος άνθρωπος δεν είχε φανταστεί.
Καταλαβαίνοντας ότι αυτή η ανακάλυψη ήταν η
σωτηρία του, έτρεξε στην πλατιά της πόλης του,με το χρώμα του και άρχισε να
φωνάζει στον κόσμο να έρθει να δει το δημιούργημα του.
Οι περαστικοί είχαν έκπληκτοι άρχισαν να
μαζεύονται γύρω του και να του κάνουν ερωτήσεις.
«Πως ακριβώς το έφτιαξες αυτό;» ρώτησε
κάποιος.
«Απλά συνδύασα όσα χρώματα είχα και βγήκε
αυτό» απάντησε ο Γεώργιος.
«Ποια χρώματα συνδύασες για να σου βγεί αυτό
το χρώμα;» ρώτησε ένας άλλος πολίτης, μα ο Γεώργιος δεν θα μοιραζόταν το
μυστικό της επιτυχίας του τόσο εύκολα.
«Πως ονομάζεται αυτό το χρώμα;» αναρωτήθηκε
ένας τρίτος.
«Αυτό εδώ είναι ένα...» άρχισε να λέει ο
Γεώργιος προσπαθώντας να σκεφτεί ένα όνομα. «… είναι το κακαλί!» φώναξε δυνατά
μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Και ο κόσμος άρχισε να φωνάζει μαζί του.
Από τότε, ο Γεώργιος έγινε γνωστός ως ο
δημιουργός του τέταρτου σύνθετου χρώματος και στα επόμενα χρόνια θα
δημιουργούσε και άλλα χρώμα σαν το "Τζλε" με "Ψάσινο".
Στέλλα Κωνσταντάρα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου