Μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε όταν πριν λίγο καιρό επισκέφθηκα την Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλίνων όπου οι μαθητές της Α Γυμνασίου μου παρουσίασαν τις εργασίες τους που βασίζονταν στο βιβλίο μου "Η σπηλιά του δράκου -περιπέτεια στη Καστοριά".
Όλες οι εργασίες ήταν εμπνευσμένες, όμως ξεχώρισα ένα πραγματικά εξαιρετικό κείμενο, όπου τα παιδιά αφηγούνται την ιστορία μέσα από τα μάτια του σκύλου -πρωταγωνιστή Κάστορα.
Η χαρά μου έγινε διπλή όταν μου εμπιστεύθηκαν αυτό το κείμενο για δημοσίευση:
ΕΡΓΑΣΙΑ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΟΥΡΣΟΥΛΙΝΩΝ 2023 (ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΦΟΡΟΥ “Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ”)
Συγγραφική Ομάδα (μαθητές και μαθήτριες Α΄
Γυμνασίου, αλφαβητικά): Βασιλάκου Άντζελα, Θέου Μελίνα, Μαθιοπούλου Κυριακή,
Μαυρίκα Ζωή, Μπούρικα Σμαράγδα, Πανταζοπούλου Διονυσία, Φορτούνας Νίκος,
Χατζίρης Άγγελος
Υπεύθυνες Καθηγήτριες
(αλφαβητικά): Ιωάννα Κοντοστάνου,
Μαρία Κρικώνη, Φωτεινή Πολυχρονάκου, Χριστίνα Φραγκούλη
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ
ΚΑΣΤΟΡΑ
Η σημερινή μέρα ξεκίνησε τέλεια! Η Ρεβέκκα με ξύπνησε και με πήγε βόλτα σε έναν λόφο με θέα τη
λίμνη της πόλης μας, της Καστοριάς. Προχωρήσαμε προς την πέτρινη πλάκα με τα
ανάγλυφα σχέδια που την ήξερα καλά, γιατί την επισκεπτόμαστε συχνά με τη
Ρεβέκκα. Η Ρεβέκκα είχε πει πως είναι μνημείο προς τιμήν των συμπατριωτών της
που είχαν σκοτωθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης
πολλά χρόνια πριν. Καθώς πλησιάζαμε αντικρίσαμε μια παρέα παιδιών, που
στέκονταν σιωπηλά μπροστά στο μνημείο. Ακούγοντάς μας, η παρέα γύρισε προς το
μέρος μας. Ανάμεσά τους ξεχώρισα ένα ψηλό αγόρι, που μου φάνηκε πολύ φιλικό και
έτρεξα προς το μέρος του, γαβγίζοντας χαρούμενα.
«Κάστορα!»
η Ρεβέκκα προσπάθησε να με μαζέψει, γιατί φοβήθηκε μήπως τρομάξει η παρέα, αλλά
δεν με πρόλαβε. Είχα ήδη ορμήξει στο αγόρι, που μύριζε υπέροχα, σηκώθηκα στα πίσω πόδια και βάλθηκα
να τον γλύφω. Το αγόρι δε φοβήθηκε και άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά στο
κεφάλι, ενώ τον έγλυφα τρισευτυχισμένος.
Η Ρεβέκκα πλησίασε αγχωμένη
και τον ρώτησε αν τον ενοχλούσα αλλά εκείνος την καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τη
ότι είχε μεγάλη αδυναμία στα ζώα, ιδιαίτερα στα σκυλιά, την οποία του
ανταπέδιδαν πάντα.
Μας
περιτριγύρισαν και τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας και άρχισαν οι συστάσεις.
Έμαθα και το όνομα του νέου μου φίλου: Γιάννη τον φωνάζουν!
Η Ρεβέκκα αφηγήθηκε στα παιδιά την ιστορία του μνημείου και εκείνα
την άκουγαν σοβαρά. Τους μίλησε για την εβραϊκή
κοινότητα της Καστοριάς, που ζούσε
ειρηνικά και δημιουργικά στην πόλη επί μία χιλιετία, για τη σύλληψη του
εβραϊκού πληθυσμού της πόλης από τους
Ναζί, τη νύχτα της 24η Μαρτίου 1944, και για τον εκτοπισμό τους σε στρατόπεδα
συγκέντρωσης, από τα οποία δεν επέστρεψαν ποτέ...
Τα πρόσωπα των παιδιών είχαν σκοτεινιάσει,
και μια θλιβερή σιωπή είχε απλωθεί σαν φόρος τιμής για τις αδικοχαμένες
ανθρώπινες ζωές. Για να ελαφρύνω το
κλίμα άρχισα να χοροπηδάω γύρω τους, ζητώντας χάδια, και κατάφερα να αποσπάσω την προσοχή τους από τις θλιβερές
μνήμες.
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε όλοι μαζί προς τη λίμνη, διασχίζοντας τα
γραφικά δρομάκια της Καστοριάς. Σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό κι οι
ακτίνες του ήλιου τα διαπερνούσαν...
Ήταν πολύ όμορφη και γαλήνια ώρα. Τα παιδιά είχαν ξαναβρεί την καλή τους
διάθεση, συζητούσαν χαρούμενα, και τα
λόγια τους έφταναν στα αφτιά μου σαν τιτιβίσματα. Καθώς προχωρούσα ανάμεσα στη
Ρεβέκκα και στον Γιάννη, δεν ξέφυγαν από την προσοχή μου τα βλέμματα που
αντάλλασσαν, ενώ μια γλυκιά, πρωτόγνωρη
μυρωδιά ερχόταν στα ρουθούνια μου.
Αχ! τι ωραία που ήταν! Μάλιστα, η Ρεβέκκα έδωσε και το λουρί μου, για
λίγο, στον Γιάννη, κάτι που μου άρεσε πολύ.
Κατευθυνθήκαμε προς το μικρό καφέ που διατηρούσε η οικογένεια της
Ρεβέκκας, τον “Ανθό της λίμνης”.
Αμέσως το αναγνώρισα από τις ξύλινες καρέκλες και τα τραπεζάκια που ήταν
αραδιασμένα μπροστά στη λίμνη και από τη γαργαλιστική μυρωδιά του φρεσκοψημένου
καφέ. Η μυρωδιά της σπιτικής θαλπωρής με κυρίευσε, κι, ενώ η υπόλοιπη παρέα συζητούσε ζωηρά, εγώ πήρα έναν υπνάκο, δίπλα στο
νέο μου φίλο.
“Ξύπνα, Κάστορα, τεμπελάκο μου! Θα
πάμε βόλτα στη λίμνη σήμερα με τους καινούργιους μας φίλους!” Η φωνή της
Ρεβέκκας με έβγαλε από ένα πολύ ωραίο όνειρο, στο οποίο ξεκοκκάλιζα ένα λόφο
παϊδάκια. Γρύλισα δυσαρεστημένος, αλλά στη σκέψη ότι θα ξανάβλεπα τον Γιάννη,
που τόσο είχα συμπαθήσει, πετάχτηκα κουνώντας την ουρά μου ζωηρά, έτοιμος για
δράση! Κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο των παιδιών, μαζί με τη Ρεβέκκα, όπου
μάς περίμεναν στο αυτοκίνητο με την πόρτα ανοιχτή. Δίστασα λίγο - δε νιώθω και
μεγάλη ασφάλεια στο αυτοκίνητο - το καθησυχαστικό χάδι του Γιάννη όμως με
ηρέμησε. Βολεύτηκα στα πόδια του Γιάννη και της Ρεβέκκας στο πίσω κάθισμα και
πήρα έναν υπνάκο, όσο το αυτοκίνητο ανέπτυσσε ταχύτητα.
Φτάσαμε στο στόμιο μιας μεγάλης
σπηλιάς, που εντυπωσίασε τα παιδιά, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Δεν υπήρχε τίποτα
εκεί, πέρα από τεράστιους βράχους. Ωστόσο, ο Γιάννης πρότεινε στη Ρεβέκκα να
μας διηγηθεί τον μύθο του δράκου της Καστοριάς με τον τρόπο που τον έλεγε η
γιαγιά της. Όλοι συμφωνήσαμε. Έχω ακούσει πολλές φορές αυτή την ιστορία, οπότε
σκέφτηκα ότι θα ήταν ιδανική στιγμή να πάρω έναν υπνάκο στη φύση. Ακούμπησα το
κεφάλι μου στα πόδια του Γιάννη. Έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα,
ακούγοντας το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών, τον ήχο των κυμάτων και τις φωνές
των παιδιών, που με νανούριζαν.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν ένας
λιμναίος οικισμός - όπως τον είπαν - δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, Δισπηλιό,
νομίζω τον ονόμασαν. Εγώ το μόνο που είδα ήταν μερικά ξύλινα σπιτάκια δίπλα
στην όχθη της λίμνης, χτισμένα πάνω σε πασσάλους, μπηγμένους στον βυθό της λίμνης. Δεν είχαν
τίποτε το ιδιαίτερο! Έμοιαζαν πολύ με το δικό μου σπιτάκι, με τη διαφορά ότι η
στέγη τους ήταν από καλάμια. Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν αυτό που άκουσα
από τη Ρεβέκκα, ότι σε αυτά τα σπιτάκια έμεναν κάποτε άνθρωποι, κι όχι
σκυλάκια! Πραγματικά απορώ, γιατί φώναζαν τα παιδιά κάθε φορά που έμπαιναν σε
μια καλύβα! Εμένα μόνο μια μυρωδιά υγρασίας, χώματος, ξύλου και ξερού χόρτου
μου ερχόταν, κάθε φορά που έμπαινα μέσα σε μία από αυτές. Ένα άδειος χώρος, με
χωμάτινο δάπεδο, και καλαμένια στέγη, επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά, χωρίς
κανένα ενδιαφέρον. Σε μερικές έβλεπες κάτι ξύλινα εργαλεία και κάτι σκεύη όμοια
με το δοχείο για το φαγητό και το νερό μου, που μύριζαν όμως ξεραμένο χώμα και
ήταν πολύ πιο χοντροκομμένα. Σε κανά-δυο είδα και κάτι ανθρώπινες φιγούρες και
έτρεξα χαρούμενος προς αυτές, μήπως και ξεκλέψω κανένα χάδι ή ίσως καμία
λιχουδιά… Απογοητεύτηκα, όμως, γιατί κι αυτές ήταν εντελώς ακίνητες και μύριζαν
ξεραμένο χώμα, όπως και τα σκεύη τους.
Η
Ρεβέκκα με φώναξε έξω από την καλύβα, κι εγώ βγήκα πρόθυμα. Ούτως ή άλλως δεν
είχε πολλή πλάκα εκεί μέσα... Την προσοχή μου τράβηξε ένα γιγάντιο λιβάδι, που
απλωνόταν πιο πέρα από τις καλύβες. Το κατάλαβα από τις ανάμεικτες ευωδιές που
έφταναν στα ρουθούνια μου! Μαζί με την αναζωογονητική ευωδιά του χόρτου, που
μου είναι γνώριμη, έρχονταν και άλλα μεθυστικά αρώματα, μάλλον από τα
“πολύχρωμα”, όπως τα αποκαλούν οι φίλοι μου, λουλούδια! Εγώ δεν μπορώ να
διακρίνω όλα αυτά τα χρώματα! Ως σκύλος, έχω αχρωματοψία! Τα ξεχωρίζω, όμως,
από τη μυρωδιά τους! Ήταν
υπέροχο! Νόμιζα ότι δεν είχε τέλος, ότι συνεχιζόταν μέχρι το άπειρο!
Τρελάθηκα από τη χαρά μου στη θέα
αυτού του απρόσμενου παραδείσου! Με έναν μικρό σάλτο, ξέφυγα από τα χέρια της
Ρεβέκκας και άρχισα να τρέχω, σα βέλος, στο καταπράσινο λιβάδι. Έτρεχα όσο πιο
γρήγορα μπορούσα, χωρίς να σκέφτομαι απολύτως τίποτα!
Ξαφνικά, εκεί που έτρεχα, ο άνεμος
έφερε στα ρουθούνια μου μια περίεργη αλλά ενδιαφέρουσα μυρωδιά! Τότε πετάχτηκε
μπροστά μου ένα μικρό, άσπρο ζωάκι! Ήταν γλυκούλι, με ωραίο, χνουδωτό, μαλακό
τρίχωμα! Χάρηκα που το είδα! Επιτέλους! Ένας καινούργιος φίλος! Η μέρα άρχισε
να αποκτά ενδιαφέρον! Χαμήλωσα τα μπροστινά μου πόδια, για να φτάσω στο ύψος
του, ενώ η ουρά μου βίτσιζε τον αέρα, πέρα-δώθε, σαν τρελή, για να του δείξω τη
διάθεσή μου για παιχνίδι! Διάθεση που, προφανώς, δε μοιράστηκε μαζί μου, γιατί
με κοίταξε με κάτι πελώρια, τρομαγμένα μάτια και, ύστερα, με ένα εντυπωσιακό –
πρέπει να ομολογήσω – για ένα τόσο μικρό ζωάκι, άλμα εξαφανίστηκε μέσα στα ψηλά χόρτα!
«Ε! πού πας!» Γάβγισα απελπισμένος!
«Μείνε μαζί μου να παίξουμε!!!», και άρχισα να τρέχω στο κατόπι του! Άδικος
κόπος! Ίσα που πρόλαβα να το δω να χώνεται σε μια τρύπα στο έδαφος και να
εξαφανίζεται!!! Άρχισα να τρέχω γύρω από την τρύπα γαβγίζοντας και γρυλίζοντας
παραπονεμένα, παρακαλώντας το να βγει έξω να παίξουμε, χωρίς κανένα αποτέλεσμα!
Τι κρίμα! Πάνω που είχα ελπίσει πως θα αποκτούσα έναν νέο φίλο! «Δεν βαριέσαι!» είπα μέσα μου! «Με το τρέξιμο
ξεμούδιασα! Καιρό είχα να ασκηθώ τόσο πολύ» και άρχισα να κυλιέμαι ευτυχισμένος
στο δροσερό και μυρωδάτο γρασίδι…
Και επιτέλους, έφτασε η ημέρα της κρουαζιέρας
στη λίμνη! Το περίμενα πώς και πώς, μιας και λατρεύω την αίσθηση του αέρα που
διαπερνά το τρίχωμά μου, καθώς το πλοίο σαλπάρει! Βρισκόμασταν μέσα σ’ ένα
καράβι, το οποίο έσκιζε τα νερά της λίμνης λες και ήταν από χαρτί. Μπορεί και
να ήταν από χαρτί τελικά… Υπήρχαν τόσα πολλά να δεις, κι άλλα τόσα να μυρίσεις!
Μύριζε έντονα αλάτι, και δροσερό αεράκι, και οι μυρωδιές του καθενός από την
παρέα. Επικεντρώθηκα, όμως, στη μυρωδιά του Γιάννη, καθώς τον έβλεπα πολύ στενοχωρημένο και σκεπτικό, και θέλησα
να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. Δεν ήξερα πώς, αλλά μετά παρατήρησα ότι είχε το
βλέμμα του καρφωμένο… πού αλλού… στη Ρεβέκκα, γι’ αυτό και την οδηγούσα
συνέχεια κοντά του. Η ιδιοκτήτριά μου κοιτούσε το αγόρι και χαμογελούσε, ενώ
εκείνος, φαινόταν θαμπωμένος από τα εντυπωσιακά μαλλιά της, λες κι ήθελε να τα
αγγίξει. Εάν όντως ήθελε να τα αγγίξει, γιατί δεν το έκανε; Κι είναι όντως
ακόμα πιο όμορφα καθώς κυματίζουν με το φύσημα του ανέμου! Τουλάχιστον, η
ιδιοκτήτριά μου του χαμογελούσε! Έτσι, ήξερα ότι είχα καταφέρει να κάνω το
αγόρι να νιώσει καλύτερα! Στο καράβι όμως, στεκόταν εντελώς ακίνητος και
σιωπηλός και τη θαύμαζε… ή μήπως θαύμαζε το μαγευτικό τοπίο από πίσω της;
Μάλλον και τα δύο.
Ύστερα, είδα ένα άλλο αγόρι, το οποίο
κοίταζε παράξενα έναν ψηλό άνδρα που κρατούσε έναν δίσκο με μεζεδάκια. Ωραία
μύριζαν, αλλά κανείς δεν με κέρασε τίποτα… Ωστόσο, γρήγορα ξέχασα το φαγητό και
τα ρουθούνια μου ερέθισε μία άλλη, περίεργη, μυρωδιά… Εκείνος ο άνδρας με τα
μεζεδάκια δεν μου «μύριζε» και πολύ καλός τελικά. Όμως ήξερα, ότι εάν του
γρύλιζα, η αφεντικίνα μου θα με μάλωνε, οπότε έμεινα σιωπηλός. Στη συνέχεια, ο
άνδρας άρχισε να χαμογελάει σε όλους και να τους προσφέρει τα λαχταριστά
εδέσματα. Σε όλους εκτός… από εμένα! Ενοχλήθηκα πολύ, διότι ένα σνακ δεν θα μου
κακοφαινόταν! Μάλλον όμως ενοχλήθηκα περισσότερο, γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά
με αυτόν… μπορούσα να το αισθανθώ. Η Ρεβέκκα σαν να ένιωσε την ανησυχία μου και
προσπάθησε να με καθησυχάσει με το απαλό χάδι της… έτσι γλυκά, αποκοιμήθηκα.
Το καράβι, που νωρίτερα έσκιζε τα νερά της λίμνης, τώρα σαν να πήγαινε
πολύ αργά. Δεν έχω ιδέα γιατί πήγαινε τόσο αργά αλλά οι υπόλοιποι φαίνονταν να
το απολαμβάνουν. Το επιθεωρητικό βλέμμα μου συνάντησε τον παππού Λευτέρη, ο
οποίος μάλλον ονειροπολούσε. Φαινόταν αφηρημένος, αλλά τελικά παρακολουθούσε τη
Ρεβέκκα και τον Γιάννη. Τι σύμπτωση! Και εγώ εκείνους έψαχνα! Ο παππούς όμως είχε
μια λάμψη στα μάτια του και… μια νοσταλγία… Ξαφνικά όμως συνοφρυώθηκε, και τα
φρύδια του έσμιξαν σαν σύννεφα, έτοιμα να φέρουν καταιγίδα. Παράξενο αυτό που
κάνουν οι άνθρωποι! Τη μια στιγμή λάμπουν από ευτυχία, και την επόμενη, χύνουν
έναν καταρράκτη δάκρυα! Νομίζω πως και ο Γιάννης, το παρατήρησε. Απ’ ό,τι φαίνεται, η στενοχώρια των ανθρώπων είναι μεταδοτική, διότι
αμέσως τον είδα προβληματισμένο. Γι’
αυτό, λοιπόν, και εγώ δεν έπαυα να τρίβομαι στα πόδια του για να του δείξω την
αγάπη μου. Έτσι είμαστε εμείς οι σκύλοι· χαρούμενοι,
πιστοί και δοτικοί. Και πράγματι ένιωθα τόσο χαρούμενος! Άλλωστε, είχα λόγο να
μην είμαι; Όλα ήταν τόσο όμορφα! Ο ουρανός ήταν τόσο φωτεινός, ο ήλιος τόσο λαμπερός, τα σύννεφα φαίνονταν
αφράτα και υπήρχαν μεθυστικές μυρωδιές στον αέρα. Τι άλλο μπορεί να θέλει
κανείς για να χαρεί; Παρόλα αυτά… εμένα εκείνος ο ψηλός με τον δίσκο -που δεν
μου έδωσε και λιχουδιά -
δε μου άρεσε…
Ώσπου… όλη η παρέα άρχισε να
κατευθύνεται προς το σαλόνι. Στην αρχή, κάρφωσα με όλη μου τη δύναμη τα πόδια μου
κάτω και αρνήθηκα, δεν ήθελα. Η Ρεβέκκα ξαφνιάστηκε με την αντίδρασή μου -δεν
είχε συνηθίσει να την παρακούω- και αναγκάστηκε να με σύρει μέχρι το σαλόνι.
Δυστυχώς, οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν… Σε λίγη ώρα όλοι σχεδόν είχαν
κοιμηθεί, κανένας δεν κουνιόταν. Κανένας, εκτός από τον αστυνόμο. Πλέον ήμουν
σίγουρος, η Ρεβέκκα μου βρισκόταν σε κίνδυνο. Αγκάλιασα τα πόδια της και
απεγνωσμένος έκλαιγα. Ξαφνικά όμως, όταν είδα τους αντιπαθητικούς τύπους με τις
απαίσιες μυρωδιές να χτυπούν τον αστυνόμο, συνειδητοποίησα πως ή θα δράσω ή
κινδυνεύω να χάσω τη Ρεβέκκα μου. Τότε, τους γρύλισα για να τους ξεγελάσω και
αστραπιαία έκανα ένα σάλτο και, σαν
σίφουνας, βρέθηκα στο κατάστρωμα. Δεν μπορούσε
κανείς τους ούτε να με πιάσει ούτε να με σταματήσει πια. Ήξερα πως πρέπει να
σώσω τη Ρεβέκκα και την παρέα της. Ήταν όλοι τους σημαντικοί για εκείνη, άρα
και για μένα.
Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, χωρίς να δίνω
σημασία σε τίποτα ούτε καν στα αυτοκίνητα. Μάλιστα δύο φορές παρά λίγο να με
πατήσουν! Όλοι οι άνθρωποι που περπατούσαν χαζεύοντας τα αρχοντικά στο Απόζαρι
με κοιτούσαν με φόβο, άγχος και απορία. Έτρεχα
για πολλή ώρα, μέχρι να φτάσω έξω από τον Ανθό της λίμνης. Τότε
σταμάτησα και άρχισα να γαβγίζω με μανία. Δεν νομίζω πως έχω ξαναγαβγίσει έτσι
στη ζωή μου.
Κατευθείαν με άκουσαν. Ο Νατάν τρομαγμένος
πετάχτηκε από την κουζίνα, ενώ η Εσθήρ προσπαθούσε να με ηρεμήσει. «Πού είναι η
Ρεβέκκα;» ρωτούσαν και εγώ γάβγιζα ολοένα και πιο δυνατά και άρχισα να τρέχω
προς την ανηφόρα. Ήμουν πλέον απελπισμένος. Προσπαθούσα να τραβήξω τον
Νατάν στο μηχανάκι. Του τραβούσα το
παντελόνι. Ήταν η μόνη στιγμή που σκέφτηκα: «Γιατί να μην είμαι άνθρωπος να
καταλάβουν αμέσως τι τους λέω; Η Ρεβέκκα μου, η Ρεβέκκα μου, βιαστείτε!». Οι
άλλοι σκέφτονταν τη Ρεβέκκα. Ευτυχώς όμως κατάλαβαν και εκείνοι πως κάτι δεν
πάει καλά και με ακολούθησαν. Το ‘ξερα!
Με εμπιστεύονταν! Αφού επιτέλους τον
έπεισα να ανέβει στη μηχανή, άρχισα πάλι να τρέχω. Εγώ μπροστά και πίσω μου ο
Νατάν με το μηχανάκι. Έτσι διασχίσαμε την πόλη.
Μόλις φτάσαμε στη σπηλιά, γάβγισα δυνατά στον
Νατάν, δείχνοντάς του πως πρέπει να με ακολουθήσει. Ήξερε ότι πρέπει να με
εμπιστευτούν. Τότε, είδε το καράβι για
τους τουρίστες… Ήταν αγκυροβολημένο και φωτισμένο, αλλά κανείς δεν φαινόταν στο
κατάστρωμα. Μύρισα τον φόβο του. Άρχισε να καταλαβαίνει και εκείνος πως κάτι
δεν πήγαινε καλά. Εγώ βούτηξα γρήγορα στη λίμνη. Μόλις ο Νατάν είδε ένα νεαρό με βάρκα που κάτι έλεγε τρομοκρατημένος, ειδοποίησε την
Αστυνομία. Έκλεισε το τηλέφωνο, πήδηξε στη βάρκα και άρχισε να κωπηλατεί προς
το σκάφος. Είχα φτάσει κι εγώ, κολυμπώντας
όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Με πιθανότητες να πέσουμε και οι δύο στο νερό, ο
Νατάν με τράβηξε με μεγάλη δυσκολία πάνω στη βάρκα του. Έδεσε τη βάρκα στο
σκάφος και σκαρφάλωσε στο κατάστρωμα. Πλέον μύριζα μόνο φόβο και αγωνία. Το
καράβι θα τιναζόταν στον αέρα σε λίγα λεπτά. Θα γινόταν έκρηξη! Όλα έγιναν πολύ
γρήγορα. Οι περισσότεροι με βάρκες και πλοιάρια, έφτασαν στη στεριά. Δεν
σώθηκαν όλοι... Είχα τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσα, είχα γαβγίσει με όλη μου
τη δύναμη!
Τη συνέχεια τη γνωρίζετε… Τι όχι; Καλέ
εγώ είμαι! Ναι, ναι, εγώ είμαι ο μορφονιός στην εφημερίδα. Τα κατάφερα τελικά!
Έσωσα την αγαπημένη μου Ρεβέκκα και την παρέα της!
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, βέβαια, όλοι όσοι βοηθήσαμε, σώσαμε την παρέα.
Όλοι μαζί! Παρ’ όλα αυτά… ε… σκύλος είμαι,
όμορφος είμαι, έξυπνος είμαι, σε μένα έκαναν το πρωτοσέλιδο οι δημοσιογράφοι.
Μάλιστα, η ταβέρνα είχε τόση πολλή δουλειά και εγώ απολάμβανα τόσα πολλά
κόκαλα, που, αν η αγαπημένη μου Ρεβέκκα δεν με
φρόντιζε και δεν σταματούσε να με παίρνει μαζί της στον Ανθό, χοληστερίνη θα
πάθαινα. Να σας πω την αλήθεια… είχα και λίγο κουραστεί… Με είχαν κατσιάσει με
τα χάδια και τις φωτογραφίες. Αφήστε το άλλο… μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, όλο
και ένα καινούργιο προξενιό! Εγώ όμως,
το είχα αποφασίσει. Θα έμενα με τη Ρεβέκκα και τον Γιάννη! Όταν ανακαλύπτεις την πραγματική και ανιδιοτελή αγάπη, την κρατάς
για πάντα στη ζωή σου. Εύχομαι να τη συναντήσετε και εσείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου