Ο
χώρος «Τέχνης Βήματα» σε συνεργασία με την «Παραμυθοκουζίνα» και τον
συγγραφέα Κώστα Στοφόρο οργανώνουν σεμινάριο δημιουργίας παραμυθιού. Το
σεμινάριο απευθύνεται σε υποψήφιους παραμυθάδες, γονείς και παιδαγωγούς,
αλλά και σε όσους θέλουν να ανακαλύψουν τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών. Σήμερα ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος με ένα πολύ όμορφο παραμύθι. Όσο η ομάδα το επεξεργάζεται για να του δώσει την τελική του μορφή, σας παρουσιάζουμε ένα άπο τα παραμύθια που φτιάχτηκαν με διδακτικό σκοπό...
Για όσους ενδιαφέρονται για το νέο κύκλο που ξεκινά την ερχόμενη Πέμπτη:
Πληροφορίες - εγγραφές: Τέχνης Βήματα, Ηρακλειδών 54, Θησείο ~ Τ.Κ.
118 51 ~ τηλ: (210) 522 9339 - 698 010 0398 - info@texnisvimata.gr
Η Πομονύ και η Ανύ
της Μαρίας Κατσανούλη
Μια
φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα τόπο μακρινό ζούσε μια καλόκαρδη γριά η κυρά
Πομονύ. Η όψη της με τα μακριά, σχεδόν
άσπρα μαλλιά της και τα γκριζογάλανα
σχιστά μάτια της, μαζί με τα περίεργα πράγματα που έλεγαν τα παιδιά πως
συνέβαιναν στον παράξενο, είναι αλήθεια και δασοπυκνωμένο, κήπο του σπιτιού
της, έκανε όλο το χωριό να την αποκαλεί χαριτολογώντας η «μάγισσα Πομονύ».
Είχε
γίνει πλέον συνήθεια των παιδιών του χωριού τα απογεύματα να τα περνούν στο
τεράστιο περιβόλι της. Είχε μέσα δέντρα
πολλά, απ΄ όπου εδώ κι εκεί κρέμονταν κούνιες σχοινένιες, χορταριασμένες και
ανθοστολισμένες. Είχε πολύχρωμα,
λογιών-λογιών, λουλούδια. Είχε και λίμνη
με νούφαρα και γεφυράκια, και δασωμένες σπηλιές, όπου τα παιδιά κρύβονταν όταν
έπαιζαν κρυφτό. Μα είχε και ζώα.
Πολλά ζώα και ήμερα. Τόσο ήμερα,
που τα παιδιά όταν τα φώναζαν αυτά έρχονταν, κατά πως έλεγαν στους γονείς τους,
που χαμογέλαγαν σαν τ’άκουγαν.
Η
κυρά Πομονύ έβλεπε τα παιδιά από τη βεράντα της να παίζουν και χαίρονταν τη
συντροφιά τους και τις φωνές των παιχνιδιών τους.
Στη
παρέα των παιδιών ήταν και ένα κορίτσι, η Ανύ, που ήταν πάντα πολύ ανυπόμονη
και βιαστική, τόσο που οι φίλοι της τη φώναζαν η «Ανύ η βιαστική».
Η
κυρά Πομονύ είχε δώσει την άδεια στα παιδιά να κόβουν φρούτα από τα δέντρα του
περιβολιού της και να τα τρώνε. Η Ανύ
όμως, από την ανυπομονησία της, έκοβε πάντα τα φρούτα προτού ωριμάσουν και
βέβαια, αφού τα δοκίμαζε, δεν της άρεσαν και τα πέταγε. Αυτό συνέβαινε συνέχεια.
Η
κυρά Πομονύ το πρόσεξε κάποια στιγμή και την επομένη όταν η Ανύ έκοψε και πάλι
άγουρο ακόμα το μήλο από τη μηλιά και
πήγε να το πετάξει, κάτι παράξενο συνέβη.
Μαζί με το δαγκωμένο καρπό έπεφταν ταυτόχρονα στο έδαφος και όλα τα
φύλλα και οι υπόλοιποι καρποί του δένδρου που έστεκε στο τέλος γυμνό με τα
κλαδιά του γερμένα κι αυτά προς τα κάτω.
Το ίδιο έγινε με όλα τα δένδρα από όπου η Ανύ έκοψε τον άγουρο καρπό
τους.
Όλοι
παραξενεύτηκαν και το περιβόλι της κυρα Πομονύς που ήταν ο Παράδεισος των
παιδιών, ο ιδανικό χώρος για τα παιχνίδια τους, έγινε τόπος έρημος και απωθητικός. Τα δένδρα γυμνώθηκαν, τα χόρτα ξεράθηκαν μαζί
και οι χορταριασμένες κούνιες. Τα άνθη
μαράθηκαν, και τα ζώα και τα πουλιά, μη μπορώντας πια να κρυφτούν πουθενά
έφυγαν να φτιάξουν αλλού τις φωλιές τους.
Τα
παιδιά στενοχωρήθηκαν, το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη τους. Ο Παράδεισός τους χάθηκε και πλέον τα
παιχνίδια τους περιορίζονταν στους δρόμους του χωριού και στις φτωχές αυλές των
σπιτιών τους.
Η
κυρά Πομονή, κάθονταν στη βεράντα της και ήρεμα έπλεκε στη κουνιστή ξύλινη
πολυθρόνα της.
Μια
μέρα πήγαν τα παιδιά όλα μαζί να τη ρωτήσουν μήπως ξέρει τι έπαθε ο κήπος
της. Εκείνη τότε τους είπε να πάνε να
ρωτήσουν το μπλέ αηδόνι που κατοικεί
δίπλα στη λίμνη.
Έτρεξαν
όλα κατά κει. Σαν έφτασαν και φώναζαν
τ’αηδόνι, αυτό παρουσιάστηκε ευθύς και κάθισε στο γυμνό κλαδί του πλάτανου που
κάποτε σκίαζε ευχάριστα τη κούνια που κρέμονταν τώρα μαραμένη στα γυμνά κλαδιά
του. Όταν λοιπόν ρώτησαν το αηδόνι γιατί
έγινε αυτό που έγινε, αυτό τους είπε:
- Όλα οφείλονται στην
ανυπομονησία. Κάποιος δεν είχε την
υπομονή να περιμένει ήρεμα και με ελπίδα την κατάλληλη στιγμή και βιάστηκε να
κάνει κάτι που θύμωσε τη φύση.
Όλα
μα όλα τα παιδιά κοίταξαν με μιας την Ανύ και με ένα στόμα είπαν
- Ανύ, εσύ, η πάντα βιαστική, τι έκανες
πάλι ανυπόμονη Ανύ;
Η
Ανύ όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να σκεφτεί τι έκανε που θύμωσε τη φύση
και τότε θυμήθηκε το απογύμνωμα του δένδρου όταν πετούσε κάτω το δαγκωμένο
άγουρο καρπό του και
- Α!!!!! Αμάν παιδιά εγώ, εγώ φταίω!
Εγώ τα έκανα όλα!
- Τι έκανες Ανύ;» είπαν όλα μαζί τα
παιδιά.
Το
και το τους είπε η Ανύ και όλοι γύρισαν μετά να κοιτάξουν το μπλε αηδόνι που
έστεκε στο γυμνό κλαδί και τους κοιτούσε από ψηλά.
- Και τώρα; ρώτησαν τα παιδιά.
- Τώρα, είπε το αηδόνι, πρέπει αυτός
που θύμωσε τη φύση τώρα να τηνε καλοπιάσει!
- Πως; ρώτησε η Ανύ
- Θα σπείρεις τούτο το κομμάτι του
περιβολιού και κάθε μέρα υπομονετικά θα το φροντίζεις. Θα το ποτίζεις, θα το σκαλίζεις, θα το κλαδεύεις με αγάπη και με
ντάντεμα, με λόγια και με χάδια, μέχρι να βγάλει ανθό κι ύστερα καρπό, που
ώριμο μόνο θα θερίσεις και θα χαρίσεις ευθύς στους φίλους σου, δίχως να
δοκιμάσεις κι ύστερα σα θα’ χεις έτοιμο το χώμα για τη νέα σπορά τότε και πάλι
ο κήπος θα ανθίσει.
Έτσι
είπε το μπλε αηδόνι και χάθηκε μεμιάς.
Όλοι
συμφώνησαν πως έτσι έπρεπε να γίνει και βοήθησαν την Ανύ όσο τους επέτρεπε ο
χρησμός του μπλε αηδονιού.
Και
πράγματι όταν όλα έγιναν όπως είπε το μπλε αηδόνι, ο κήπος ένα πρωινό
λουλούδιασε και πάλι. Το νερό κελάρισε,
τα πουλιά τιτίβισαν, οι πεταλούδες με τις μέλισσες κρύβονταν στα άνθη τα
χρωματιστά, τα ζώα επέστρεψαν, οι κούνιες πρασίνησαν και στολίστηκαν και πάλι
με άνθη και τα παιδιά χαρούμενα και πάλι έπαιζαν στο Παράδεισό τους.
Η
Ανύ δεν ξαναέκοψε άγουρο φρούτο από το δένδρο και η κυρά Πομονύ συνέχιζε να
πλέκει ήρεμα κι υπομονετικά στη κουνιστή της πολυθρόνα, ευχαριστημένη με τη
συντροφιά της.
Και
έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου