Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ποδοσφαιρικό ειδύλλιο: Άλλη μια ερωτική ιστορία της δεκαετίας του '80




Το διήγημα αυτό δημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος του περιοδικού "Ακροβασία στο Χαλάνδρι", που -εντελώς τυχαία- το εξώφυλλό του είχε πράσινο χρώμα... 


ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ


Για όλα έφταιγε ο Σαραβάκος. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Με εκείνο το γκολ από απευθείας χτύπημα φάουλ, που άφησε κοκαλωμένο τον αντίπαλο τερματοφύλακα, περνώντας με φάλτσο τη μπάλα πάνω από το τείχος και μέσα στις ιαχές των εξήντα -περίπου- χιλιάδων φιλάθλων, την έστειλε να καρφωθεί στο "γάμα" της εστίας.


Η Μαίρη έγινε φανατική οπαδός και θαυμάστρια του Σαραβάκου. Δεν έχανε πια ούτε τις προπονήσεις κι ας ήταν ολόκληρο ταξίδι από τους Αμπελόκηπους στην Παιανία, κι ας ξεπερνούσε το όριο απουσιών στα ΤΕΙ Λογιστών, όπου διήνυε ήδη το τρίτο εξάμηνο φοίτησής της. Τις Κυριακές διέσχιζε όλη την Ελλάδα από την Κρήτη ως τις Σέρρες, ακολουθώντας πιστά τον Παναθηναϊκό στην ακάθεκτη πορεία του προς την κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Τον πήρε λοιπόν η μπάλα και τον Γιώργο, πλατωνικό υποστηρικτή του Ολυμπιακού και ένθερμο πολιορκητή της Μαίρης, που θα ήταν έτοιμος να απαρνηθεί κι αυτές τις ποδοσφαιρικές ιδέες του για το χατίρι της.

Μονάχα που η Μαίρη δεν του άφησε κανένα περιθώριο και τα 'φτιαξε με ένα παιδί από τη Θύρα 13, τον Χρήστο, που δούλευε σε κάποιο συνεργείο της λεωφόρου Μεσογείων, αν και κατά βάθος θεωρούσε και αυτή τη λύση προσωρινή, μέχρι να την προσέξει ο Σαραβάκος. Γι' αυτό και πάντοτε έφθανε ντυμένη του κουτιού στις προπονήσεις, προκαλώντας όχι λίγα βλέμματα θαυμασμού στους υπόλοιπους οπαδούς, αλλά και κάποιες χειρονομίες ή σφυρίγματα, που σιγά- σιγά κοπήκανε όταν ένιωσαν τη Μαίρη σαν ένα δικό τους άνθρωπο. Όσο για τους υπόλοιπους και μόνο η εμφάνιση του αγριωπού και μπρατσωμένου Χρήστου τις Κυριακές στο πλάι της, τους έκοψε κάθε όρεξη για περαιτέρω κινήσεις.

Όλα τα μάθαινε ο Γιώργος από διάφορους κοινούς γνωστούς που εξακολουθούσαν να ανέχονται τη νεοφώτιστη ορμή της Μαίρης περί τα ποδοσφαιρικά. Κάθε ελπίδα χάθηκε γι' αυτόν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να σιχαθεί εντελώς το ποδόσφαιρο, ιδίως από την εποχή που αγόρασε τον Ολυμπιακό ο Κοσκωτάς. Άμεση συνέπεια ήταν η πολιτική του συνειδητοποίηση -βοήθησε και μια χαριτωμένη πρωτοετής κνίτισσα- κι έτσι ο Γιώργος οργανώθηκε στην "Πανσπουδαστική", όπου επέδειξε ένα σπάνιο συνδικαλιστικό ταλέντο και μια μοναδική ευγλωττία στις συνελεύσεις  των φοιτητών. Γρήγορα- γρήγορα από απαθής για την πολιτική νέος, έγινε στέλεχος της σπουδάζουσας της ΚΝΕ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Η Μαίρη στο μεταξύ γινόταν μια ναρκομανής του ποδοσφαίρου, που επιζητούσε μια ολοένα μεγαλύτερη δόση. Κάθε πρωί αγόραζε όλες τις αθλητικές εφημερίδες, ενώ μέσα στη βδομάδα δεν έχανε ποτέ τα σημαντικά για την ποδοσφαιρική και ειδικότερα για την "παναθηναϊκή" βιβλιογραφία. Είχε γίνει μια μανιακή του πράσινου χρώματος και του τριφυλλιού, αλλάζοντας άρδην τη διακόσμηση της μικρής της γκαρσονιέρας. Διότι σε μια γκαρσονιέρα έμενε από την εποχή που ήρθε στην Αθήνα από τον Πολύδροσο Παρνασσού (ή Σουβάλα όπως τη λένε οι ντόπιοι και η οποία άλλαξε ονομασία, όπως και άλλα χωριά της γύρω περιοχής κατά την εποχή της "ελληνοποίησης" των ονομάτων, προκειμένου να ξεχασθούν οι όποιες σλάβικες επιρροές και να αποστομωθούν "ανθέλληνες" όπως ο Φαλμεράγιερ). Ήρθε λοιπόν στην πρωτεύουσα για να τελειώσει το λύκειο και να δώσει εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο, διατηρώντας όλα αυτά τα χρόνια μια ανεπαίσθητη ρουμελιώτικη προφορά, που μονάχα κάποιον ιδιαιτέρως σχολαστικό θα ενοχλούσε. Στο μυαλό της όμως, αυτό το μικρό ελάττωμα, αν το πούμε έτσι, διογκωνόταν. Η Μαίρη είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της και δεν μιλούσε ποτέ για την καταγωγή της. Και δεν θα ξαναπάταγε το πόδι της στη Σουβάλα, αν δεν ήταν το χρηματικό ζήτημα. Ο πατέρας της, ευκατάστατος μπακάλης, πλήρωνε γενναία για τις σπουδές της κόρης του και αυτή, μέχρι την "ανακάλυψη" του ποδοσφαίρου ήταν πράγματι άψογη σε αυτόν τον τομέα, περνώντας τα μαθήματά της χωρίς πρόβλημα.

"Μαύρα μάτια/ μαύρα φρύδια/ κατσαρά μαύρα μαλλιά/ άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος/ και στο μάγουλο ελιά". Πολλοί της το είχαν τραγουδήσει αυτό από τα δεκαπέντε της που πήρε να ομορφαίνει, αναστατώνοντας το νεαρόκοσμο της Σουβάλας και των γύρω χωριών, και όχι μόνο αυτών. Διάφοροι επίδοξοι γόητες είχαν κάψει τα φτερά τους με τη Μαίρη, που τελικά ενέδωσε στον ξάδερφο της Αντώνη, φοιτητή από την Αθήνα, το βράδυ της 26ης Αυγούστου του 198.., μετά από την ολονύκτια διασκέδαση τους στο πανηγύρι του χωριού Καστέλλια, όπου είχαν παει με το φιατάκι του. Σε λίγες μέρες έκλεινε τα δεκαεφτά της…

Το ειδύλλιο της με τον Αντώνη κράτησε αρκετά σε μάκρος, καθώς την ίδια χρονιά ήρθε να εγκατασταθεί στην Αθήνα, για να τελειώσει το λύκειο -όπως είπαμε. Χάρις σε αυτόν ξεπέρασε με αρκετή άνεση το σοκ της αλλαγής περιβάλλοντος και έκανε ένα πλήθος γνωριμιών, όντας εκ φύσεως κοινωνική. Μακριά από τις οικογενειακές πιέσεις, με δικό της χώρο, αλλά και εξαιτίας της οικειότητας με τον ξάδερφο της αφού ήταν φίλοι αγαπημένοι από μικρά παιδιά, η μύηση της στον έρωτα στάθηκε κι αυτή ιδιαιτέρως ευτυχής, διώχνοντας τα συμπλέγματα που πολλά αγόρια και κορίτσια υποφέρουν σε αυτή την ηλικία.

Δεν μπορούμε να πούμε όμως, το ίδιο και για τον χωρισμό τους που προκάλεσε αρκετά βίαια ξεσπάσματα της Μαίρης εναντίον του Αντώνη, όταν ανακάλυψε ότι αυτός, αν και της το έπαιζε συντετριμμένος, είχε βρει προ πολλού την εναλλακτική λύση στην αγκαλιά της καλύτερης- μέχρι τότε- φίλης της, με την πρόφαση των οικολογικών συζητήσεων, αφού ο Αντώνης ήταν μέλος της Εναλλακτικής Κίνησης Οικολόγων, γνωστής σαν Ε.Κ.Ο., όπου υποτίθεται ότι είχε στρατολογήσει τη Σταυρούλα (δηλαδή την καλύτερη φίλη της) που της έπαιζε θέατρο για μήνες, παθιασμένη -υποτίθεται- με τις βιολογικές καλλιέργειες και την υγιεινή διατροφή. Ποιος; Η Σταυρούλα! Που δεν ήξερε καν πως βγαίνουν τα φασόλια…

Έτσι πήγαν κι οι εξετάσεις κατά διαόλου κι αντί για Κοινωνιολογία, βρέθηκε -πάλι καλά- στα ΤΕΙ Λογιστών, φανατική εχθρός των Οικολόγων, μπολιασμένη ωστόσο με μια αντεξουσιαστική δόση, χωρίς καμιά τάση πολιτικοποίησης, αλλά μάλλον άρνησης και γελοιοποίησης των πάντων, γεγονός που της χάρισε άφθονους φίλους, αλλά και αντίστοιχους εχθρούς, μερικοί από τους οποίους δεν δίσταζαν να τη σαρκάζουν για την προφορά της. Κάποιος μάλιστα -ποτέ δεν έμαθε ποιος- της κόλλησε και το παρατσούκλι "Μαλάμω", το οποίο όμως δεν έτυχε ευρείας διαδόσεως. Υποψίες γι' αυτό βαραίνουν κάποιον Ρηγά ο οποίος της είχε κάνει την πρόταση να τα φτιάξουν και αυτή του το αρνήθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Ο Ρηγάς -λέγεται- με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του, μανιώδης αναγνώστης του Σεφέρη, ακόμη και κατά τις ώρες διδασκαλίας, μάλλον θα ξεσήκωσε το παρατσούκλι "Μαλάμω" από το γνωστό ποίημα του αγαπημένου του ποιητή, υπό τον τίτλο "Δημοτικό Τραγούδι", όπου λεει:

Τα μονοκοτυλήδονα
Και τα δικοτυλήδονα
Ανθίζανε στον κάμπο
Σου το 'χαν πει στον κλήδονα
Και σμίξανε φιλήδονα
Τα χείλια μας, Μαλάμω! 

Και αυτό μάλλον αποδεικνύει την απόσταση που έχει πολλές φορές η ποίηση από τη ζωή, αφού ο Ρηγάς μας, ουδέποτε έσμιξε τα χείλη του με τη δική του Μαλάμω, πόσο μάλλον και φιλήδονα. "Οι άνθρωποι γίνονται κακοί όταν τους απορρίπτουν, δήλωσε φίλη της Μαίρης σε πηγαδάκι όπου κυκλοφορούσαν οι εκδοχές για το περίφημο παρατσούκλι.

Τώρα η Μαίρη σμίγει φιλήδονα τα χείλη της με τον Χρήστο κάτω από το αγαθό βλέμμα του Σαραβάκου, από κορνιζαρισμένο εξώφυλλο του "Ταχυδρόμου" που τον εικονίζει στο πλάι ενός κανονιού στο Λυκαβηττό. Δίπλα του γράφει με κίτρινα γράμματα

Δημήτρης Σαραβάκος: "Αξίζω 350.000.000 δραχμές"

Και ο Χρήστος γίνεται τολμηρότερος απ' ότι συνήθως, κόβοντας την ανάσα της Μαίρης που προς στιγμήν ξεχνά το ίνδαλμα της -με τα Sea and City, το άσπρο πουκάμισο και το μπεζ παντελόνι με τις πιέτες- που χαμογελά με φόντο τον Αττικό ουρανό.

"…Πιστεύω στη θρησκεία, στο Θεό και πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία. Δυστυχώς δεν έχω χρόνο τις Κυριακές, το χειμώνα, να πηγαίνω ν' ανάψω κερί, γιατί είμαστε τον περισσότερο καιρό στα ξενοδοχεία με τον Παναθηναϊκό κι άλλοτε πάλι με την εθνική ομάδα. Έτσι, αυτό που θα έκανα την Κυριακή, το κάνω τη Δευτέρα και μάλιστα, λίγο μακριά απ' το κέντρο", έλεγε στη συνέντευξη του λίγο καιρό μετά τον αγώνα στην Ουγγαρία με τη Χόνβεντ στο 5-2, όπου είχε κάνει εκπληκτική εμφάνιση, σημειώνοντας και τα δυο γκολ της ομάδας του. Η Μαίρη δεν είχε καταφέρει τότε να βρει λεφτά για να πάει και είδε το ματς στην τηλεόραση, απογοητευμένη από την ήττα, αλλά μαγεμένη από το Δημήτρη που έκανε σκόνη τους Ούγγρους -μια ομάδα μόνος του.

Δεκαπέντε μέρες μετά, ο Παναθηναϊκός νικούσε με 5-1, παίρνοντας την πρόκριση και βυθίζοντας τη Μαίρη σε αληθινό παραλήρημα που την οδήγησε για πρώτη φορά σε μπάνιο στην Ομόνοια και σ' ένα υπέροχο ερωτικό βράδυ με το Χρήστο, ύστερα από την κατανάλωση άφθονης ελληνικής σαμπάνιας.

Μετά από όλα τούτα, είναι ν' απορεί κανείς, πως τα κατάφερα και την "πάτησα" μαζί της -όπως θα 'λεγε κι ο Χρήστος- που μου διηγήθηκε την ιστορία της σε χρόνο ανύποπτο, μετά το δεύτερο μισόκιλο κρασιού στην ταβέρνα πίσω από το "Απόστολος Νικολαϊδης", πιο γνωστό ως γήπεδο της Λεωφόρου. Το Χρήστο τον είχα γνωρίσει γύρω στη μεταπολίτευση, όταν εγκαταστάθηκα στην οδό Λαρίσσης στους Αμπελοκήπους, σε κάποιο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας η οποία είχε ανεγερθεί στη θέση μονοκατοικίας που ανήκε στην οικογένεια του, αποδίδοντάς τους, δυο διαμερίσματα και δυο μαγαζιά.

Ο παντοτινός Δημήτρης Σαραβάκος | Contra.gr

Νοικιάσαμε λοιπόν ένα τεσσάρι με θέα προς το μικρό παρκάκι (Πανόρμου και Λαρίσης γωνία -εκεί που σήμερα βρίσκεται και σταθμός του μετρό), το οποί ήταν ένα εκ των δυο διαμερισμάτων που ανήκαν στην οικογένεια Καραδήμου, στους γονείς δηλαδή του Χρήστου, με τον οποίο ως συνομήλικοι και γείτονες, αρχίσαμε να κάνουμε στενή παρέα, για δυο- τρία χρόνια που συνέπεσαν με την εφηβεία μας, δημιουργώντας έναν μακρύ κατάλογο κοινών εμπειριών σε όλους τους τομείς.

Αργότερα ξεκόψαμε. Κάτι οι διαφορετικοί μας δρόμοι στο χώρο των ιδεών, κάτι οι διαφορετικές παρέες, αλλά κυρίως η μετακίνηση μου προς τα βόρεια προάστια, χαλάρωσαν ως το σημείο της ανυπαρξίας τη σχέση μας. Επανασυνδεθήκαμε ύστερα από χρόνια, εντελώς τυχαία, όταν πήγα το αμάξι μου στο συνεργείο όπου εργαζόταν ως βοηθός μηχανικού. Βγαίναμε συχνά οι δυο μας μετά απ' αυτό. Τότε πάνω- κάτω ήταν και στο φόρτε της η ιστορία με τη Μαίρη την οποία παρακολουθούσα βήμα προς βήμα από τις διηγήσεις του. Τότε…

Τότε έκανα ένα πάρτι στο οποίο ήρθαν μαζί. Ο Χρήστος μας σύστησε και μας άφησε "να τα πούμε", κατευθυνόμενος προς έναν όμιλο παλιών γνωστών. Καταλάβαινα επιτέλους γιατί τόσοι πολλοί επιθυμούσαν να της ψιθυρίσουν το τραγούδι του Βαμβακάρη για τα "μαύρα μάτια", καθώς μέσα σε λίγα λεπτά αντελήφθην ότι είχα εισέλθει κι εγώ στη μεγάλη τους ομάδα, πλην όμως με την χωρίς λόγο -και επαρκείς ενδείξεις- βεβαιότητα ότι δεν θα απορριπτόμουν. Φίλος μεν ο Χρήστος, φιλτάτη όμως η Μαίρη, την οποία έπεισα πως θα μπορούσα να βοηθήσω αποτελεσματικά στις εξετάσεις του εξαμήνου και ιδιαιτέρως στο μάθημα της Λογιστικής, αφού αυτό ακριβώς ήταν το επάγγελμα μου, που για πρώτη φορά φαινόταν χρήσιμο στις κοινωνικές μου σχέσεις. Το πρόχειρο στρατήγημα μου απέδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της, αλλά κυρίως ένα ραντεβού στο σπίτι μου για "ιδιαίτερο μάθημα" στη λογιστική, την επόμενη μέρα το απόγευμα, μετά το ματς.

Το άλλο πρωί, αν και ξύπνησα αργά, έσπευσα να προμηθευθώ από έναν γείτονα την αφίσα με την ενδεκάδα του Παναθηναϊκού και ξεπερνώντας τις ελάχιστες τύψεις μου, την κορνίζαρα, βάζοντας τη στη θέση μιας αφίσας από έκθεση φωτογραφίας που πριν κοσμούσε το υπνοδωμάτιο (και ταυτοχρόνως γραφείο) μου. Από τις αθλητικές εφημερίδες αποστήθισα ονόματα παικτών, μελέτησα αναλύσεις, ενώ το μεσημέρι από το ραδιόφωνο, άκουσα ποδόσφαιρο. Όλα μου έρχονταν δεξιά, αφού όχι μόνο νίκησε ο Παναθηναϊκός με 3-0,αλλά και ο αγαπημένος της παίκτης έβαλε δυο γκολ. Η ευδιαθεσία της λοιπόν ήταν βέβαια.

Ήρθε αναψοκοκκινισμένη, μ' ένα πράσινο κασκόλ στο λαιμό, ακόμη πιο όμορφη από το προηγούμενο βράδυ. "Τους σκίσαμε", μου είπε, κοιτάζοντας την αφίσα πίσω από το γραφείο μου, κι ένιωσα φανατικός "πράσινος".

"Να δούμε τη λογιστική σου;" τη ρώτησα.

"Ποια λογιστική;" μου απάντησε, αποδεικνύοντας ότι το ποδόσφαιρο είναι πάνω απ' όλα διαίσθηση. Καθ' ότι όμως η γνώση απαιτεί θυσίες, όπως μου έλεγε η δασκάλα μου στο δημοτικό, αυτή η ανακάλυψη μου στοίχισε μια γροθιά στο σαγόνι και τη φιλία του Χρήστου, ο οποίος έξαλλος, αφού έμαθε τα καθέκαστα, μου έκανε μια επίσκεψη αβροφροσύνης κάποιο βροχερό απόγευμα.

Έτσι έγινα υποκατάστατο του Σαραβάκου, άφησα μουστάκι για να μη με αναγνωρίζουν και σύχναζα τις Κυριακές στα γήπεδα ζητωκραυγάζοντας αυτούς που άλλοτε αποκαλούσα "τσάτσους του Βαρδινογιάννη". Γιατί ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα μέσα στη καρδιά μου Ολυμπιακός…


ΥΓ. Η μεταγραφή του Σαραβάκου στην ΑΕΚ, πλήγωσε αφάνταστα τη Μαίρη, που έπαψε να πηγαίνει στο γήπεδο. Δεν ήθελε πια ούτε να ακούσει για ποδόσφαιρο. Κι εγώ τότε τόλμησα να της ομολογήσω τις πραγματικές ποδοσφαιρικές μου πεποιθήσεις. Δε μου το συγχώρησε ποτέ…
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου