Στο εργαστήριό μας στο 1ο Δημοτικό του Παπάγου, αξιοποιώντας του ήρωες από το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση φτιάξαμε διάφορες ιστορίες.
Αυτή διαλέξαμε ως την καλύτερη
Το πλοίο «Αφροδίτη»
της Δέσποινας Κάντζαρη
Μία σκοτεινή σιλουέτα βρισκόταν μες στο πλοίο. Κι αυτή
έβγαζε δυνατή, ύπουλη φωνή:
-
Λίγο ακόμη, να
έρθει κι άλλος κόσμος, να βυθίσω το πλοίο! φώναξε γελώντας.
Το πλοίο θα αναχωρούσε στις 8 η ώρα για την Σίφνο. Νέοι
επιβάτες ανέβαιναν ολοένα στο πλοίο. Ο Μάρκος, ο ιδιοκτήτης τους καλωσόριζε.
Πρώτος, ο Ακίνδυνος μπήκε με τη βαλίτσα του, γεμάτη οδοντιατρικά είδη. Μετά,
ακολούθησε η Νανά, η γυναίκα του, που τον κρατούσε σφιχτά από το μπράτσο
σχολιάζοντας την όψη του πλοίου. Με το που είδε τον Μάρκο φώναξε: «Ο Σάββας!» Ο
Ακίνδυνος της έκανε ένα νεύμα να σταματήσει. Η Μικαέλα, η κόρη τους
επιβιβάστηκε ξέγνοιαστα και δεν παρατήρησε κανέναν, διότι ήταν απορροφημένη στη
μουσική που άκουγε στα ακουστικά της.
Μέχρι που παρατήρησε τον Θάνο, τον πρώην της, να την κοιτάζει με ένα
διαπεραστικό, ανατριχιαστικό βλέμμα, λες και κάτι σκάρωνε… Μα πώς έτυχε να είναι και αυτός
στο ίδιο πλοίο; αναρωτήθηκε
Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, ένας Γιαπωνέζος τουρίστας
ονόματι Κοτάρο, ανέβηκε τρέχοντας και παραπονούμενος πως πήγαν να τον κλείσουν
απέξω. Στη συνέχεια, άρχισε να περιεργάζεται το πλοίο, αναζητώντας ένα
αντικείμενο… Έχω μια πολύ κακή αίσθηση
για αυτόν τον άνθρωπο, σκέφτηκε η Νανά.
Στις 9 η ώρα, το πλοίο έφτασε στη Σίφνο και κατέβηκαν
μερικοί χαρωποί, ανυπόμονοι τουρίστες. Τώρα, έμεναν μόνο οι έξι (ή επτά…). Οι
γονείς ζήτησαν απ’ τη Μικαέλα να πάει για ύπνο, αλλά εκείνη ήξερε πως κάτι της
έκρυβαν. Για ποιον άλλον λόγο να της το ζητήσουν από τόσο νωρίς, κατά τη
διάρκεια μιας απολαυστικής διαδρομής; Αλλά εκείνη δεν είχε αντίρρηση, κλείστηκε
στο δωμάτιό της και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι της, προσπαθώντας να μαντέψει
το λόγο που οι γονείς της ήταν ανήσυχοι.
Την επόμενη μέρα, η Μικαέλα ξύπνησε χαράματα και
αποφάσισε να εξε-ρευνήσει το πλοίο. Πέρασε ανάμεσα από μακρόστενους διαδρόμους,
μετακίνησε βαριές βαλίτσες και παρακολούθησε τη θέα από τα φινιστρίνια. Φαινόταν
να το διασκεδάζει, ίσως να ξέχασε το χθεσινό περιστατικό. Καθώς περπατούσε
ανέμελα, με τα ακουστικά της, την προσοχή της τράβηξε ένα πακέτο, τυλιγμένο με
όλων των ειδών περιτυλίγματα και ένα σημείωμα από πάνω. Η Μικαέλα έσκυψε να το
διαβάσει.
Αγαπητέ
κολλητέ Κοτάρο,
Σου έφερα
λίγο σπιτικό σούσι. Να ξέρεις πως εγώ έφυγα απ’ την Ιαπωνία λόγω ενός
επαγγελματικού ταξιδιού, όπως σου έλεγα. Εσύ συνάντησες τον φίλο μου στο πλοίο;
Ειδοποίησέ με σύντομα.
Ο κολλητός σου,
Γιώργος
Το νεαρό κορίτσι χτύπησε την πόρτα του δωματίου του
τουρίστα για να του το παραδώσει. Εκείνος, ο οποίος έτυχε να είναι ξύπνιος, την
ευχαρίστησε και πήρε ενθουσιασμένος το πακέτο στα χέρια του. Η Μικαέλα
αναστέναξε βαθιά, κυρίως από ανακούφιση. Αυτό αναζητούσε ο Κοτάρο! Το σούσι απ’
τον φίλο του! Αφού δεν είχε πια τίποτα να ανησυχήσει, επέστρεψε για ύπνο. Λίγες
ώρες αργότερα όμως, ξύπνησε με φριχτά νέα…
Ο πατέρας της βρέθηκε μαχαιρωμένος στην πλάτη εκείνο το
πρωί. Όλοι οι επιβάτες πενθούσαν, αλλά και υποπτεύονταν. Εάν τον φόνο δεν τον
διέπραξε κάποιος επιβάτης που ήρθε το βράδυ και αποβιβάστηκε αμέσως, τότε ο δράστης
είναι κάποιος από αυτούς, και δεν θα αργούσαν να τον βρουν…
Μετά από ατελείωτες ώρες, ο δολοφόνος δεν είχε ακόμα
βρεθεί. Η οικογένεια του Ακίνδυνου έφτασε στον προορισμό της και δεν κατέβηκε
κανείς. Κανένας δεν μιλούσε, όλοι είχαν ξεχάσει πως βρίσκονταν σε πλοίο, λες
και ήταν υπνωτισμένοι... Αλλά εκείνο έπρεπε να συνεχίσει το δρομολόγιό του… Η
Νανά αποφάσισε ότι η κηδεία του Ακίνδυνου θα γινόταν στο νησί όπου πήγαν ταξίδι
του μέλιτος και το αγαπούσε πολύ. Άλλωστε ήταν ένας από τους επόμενους
προορισμούς.
Το ίδιο βράδυ, η Μικαέλα δεν είχε όρεξη ή ανάγκη από
ύπνο. Πήρε το γουόκμαν της και την κουβέρτα της, τυλίχτηκε ανάμεσα στις
αποσκευές και άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Στην γωνία του δωματίου εκείνη, από τα
ακουστικά της δεν ακουγόταν μουσική, μονάχα παράσιτα, αφού δεν έπιανε σήμα.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε έναν σιγανό ήχο. Δεν ήταν μόνη της τόση ώρα. Και αν αυτός που βρίσκεται εδώ με
παρακολουθεί; Αναρωτήθηκε. Πίσω της εντόπισε μια μαύρη σιλουέτα.
-
ΑΑΑ! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΣΥ
ΕΔΩ; ούρλιαξε.
-
Σσς! η σιλουέτα
βγήκε απ’ την κρυψώνα της, ώστε να φανεί στο αμυδρό φως της λάμπας του
δωματίου. Δεν πρέπει να ξέρει κανείς πως βρίσκομαι εδώ!
-
Γιατί; ανταπέδωσε
τον ψίθυρο η Μικαέλα. Ποιά είσαι εσύ και τι κάνεις εδώ;
-
Είμαι η Κλαούντια.
Πρέπει να με εμπιστευτείς. Κρύβομαι.
-
Γιατί; Ήρθατε
νόμιμα;
-
Ναι, αλλά ανώνυμα.
Δεν πρέπει να μάθει κανένας ότι είμαι εδώ, και πως… ζω ακόμη. Γνωρίζω όλη την
αλήθεια. Το πλοίο αυτό δεν είναι ασφαλές. Αν θέλεις να την μάθεις, υποσχέσου
ότι αυτό θα παραμείνει μεταξύ μας. Αλλιώς, θα βάλεις την ζωή και των δυο μας σε
κίνδυνο!
-
Το υπόσχομαι…
αποκρίθηκε
-
Ο Μάρκος ο εφοπλιστής είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του καραβιού. η
Κλαούντια αναστέναξε. Όμως, μια ομάδα από εγκληματίες που είχαν δραπετεύσει από
τη φυλακή του πρότειναν να το βυθίσει δωροδοκώντας τον. 1000€ η κάθε χαμένη
ψυχή. Για αυτό, να εγκαταλείψεις το πλοίο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Επίσης,
ξέρω τον δολοφόνο του πατέρα σου! συνέχισε, χαμηλώνοντας την φωνή. Είναι ο
τουρίστας από την Ιαπωνία. Αυτό το πακέτο περιείχε το μαχαίρι!
Η Μικαέλα διπλώθηκε στα δύο, έχωσε το κεφάλι
ανάμεσα στα γόνατά της και άρχισε ξανά να κλαίει. Η Κλαούντια ακούμπησε το
κοκκαλιάρικο χέρι της πάνω στον ώμο του κοριτσιού.
-
Μην νιώθεις τύψεις. Ούτως ή άλλως θα έφτανε στην κατοχή του.
-
Μα αφού είχε αυτόν τον σκοπό…, γιατί το γράμμα έγραφε άλλα; ρώτησε η
Μικαέλα, με τα μάτια της βουρκωμένα.
-
Θα έγραφε, νομίζεις την πραγματική του χρήση; αποκρίθηκε Και αυτός έχει διαπράξει πολλαπλούς φόνους
για χρήματα, αλλά έχει διαφοροποιήσει την ταυτότητά του τόσες φορές, που είναι
αδύνατο να τον αναγνωρίσει η αστυνομία. Το σημείωμα φαινόταν τόσο πειστικό,
γιατί όλα ήταν κωδικοποιημένα. Το μαχαίρι ως σούσι, η παράνομη διαφυγή από την
χώρα του ως επαγγελματικό ταξίδι, το θύμα ως φίλος…
-
Μα πώς γνωρίζεις τόσες απόρρητες πληροφορίες; Και γιατί δεν τους
καταγγέλλεις λοιπόν;
-
Από τα τηλέφωνά τους. Δεν συνέβη καν ηθελημένα…Όταν έμαθαν πως ήξερα
την αλήθεια, απείλησαν να σκοτώσουν και εμένα! Οπότε, προσποιήθηκα πως είχα
πεθάνει και τώρα, η μόνη επιλογή μου είναι να κρύβομαι. Εσύ όμως κάνε μου τη
χάρη: στον επόμενο σταθμό να φύγεις. Είναι απρόβλεπτο πότε θα βυθιστεί το
καράβι.
Η Μικαέλα κοίταξε το ρολόι της και παρατήρησε πως
υπολείπονταν λίγα ακόμη λεπτά μέχρι τον επόμενο προορισμό, το νησί στο οποίο θα
διεξαγόταν η κηδεία του πατέρα της. Συμμάζεψε τη βαλίτσα της και πέρασε στον
διάδρομο, αποχαιρετώντας την Κλαούντια.
-
Γειά σας και καλή τύχη!
-
Κι εσύ μικρή μου! Και αν κάποια φορά με δεις έξω στον δρόμο, αυτό
σημαίνει πως τους έχω ήδη καταγγείλει! Στο καλό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου