Μια υπέροχη ιστορία από τη μαθήτριά μου στο εργαστήρι συγγραφής της Αστράμαξας που πιστεύω θα συγκινήσει ιδιαιτέρως τους φίλους μου από τη Σάμο.
Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά πρόσωπα...
Το ταξιδιάρικο σαντούρι
της Μαρίας Ιωάννας Παρασκευοπούλου
Σχεδιάγραμμα
Όνομα |
Κωνσταντίνος Τζόγιας |
Επάγγελμα |
τραγουδιστής, τεχνίτης
οργάνων, σαντουριέρης |
Καταγωγή |
Μαραθόκαμπος Σάμου |
Διάρκεια επαγγέλματος |
1920-1970 |
Πληροφορία |
Όλα τα όργανα στη Σάμο
αγοράζονταν από τα μικρασιατικά παράλια. Οι Σαμιώτες ήταν πρωταγωνιστές της
Σαμιακής Επανάστασης το 1912. |
Σαμιώτες Αγωνιστές της
εποχής |
Αδέρφια Γιαγά από το
Μαραθόκαμπο, οι οποίοι έγιναν τραγούδια, ρεμπέτικα, λαϊκά και δημοτικά. |
Πριν από χρόνια, ο θείος της μαμάς μου μας
είχε καλέσει για δείπνο στο σπίτι του. Όμως ήμουν μικρή και σύντομα βαρέθηκα τα
κρασιά και τις πληκτικές συζητήσεις των μεγάλων. Έτσι, τα αδέρφια μου και εγώ
ανεβήκαμε στη σοφίτα και αρχίσαμε αν πειράζουμε όποιο παλιό αντικείμενο
συναντούσαμε.
Τα αδέρφια μου, τριών περίπου χρόνων τότε,
αποκοιμήθηκαν πάνω σε έναν μεταξωτό καναπέ. Ήμουν έτοιμη να κατέβω πάλι κάτω,
όταν μια λάμψη μου κέντρισε την προσοχή. Ερχόταν από το βάθος της σοφίτας,
μπροστά από το παράθυρο. Εκεί βρισκόταν ένα έπιπλο καλυμμένο με ένα πανί.
Αμέσως πέταξα το σκέπασμα στην άκρη και αντίκρυσα ένα μεγάλο ξεθωριασμένο
σαντούρι. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινε κανείς ότι δεν ήταν της εποχής μας,
μιας και όταν το άγγιζες έμενε κάμποση σκόνη στο δάκτυλό σου, ενώ η -όμορφη
κάποτε- καφετί απόχρωση που είχε, δεν φαινόταν καθαρά.
Ξαφνικά, ανέβηκε ο θείος μου που εδώ και
αρκετή ώρα μας έψαχνε. Κατευθύνθηκε προς το μεγάλο εκείνο μουσικό όργανο και
μου αποκάλυψε πως ανήκε στον μπαμπά του, Κωνσταντίνο Τζόγια. Επειδή ως τότε δεν
είχα ξανακούσει αυτό το όνομα, μου εξήγησε πως ο προπάππος μου, Κωνσταντίνος
Τζόγιας, ήταν τραγουδιστής και κορυφαίος σαντουριέρης που ζούσε την περίοδο της
Μικρασιατικής καταστροφής. Καταγόταν από το Μαραθόκαμπο της Σάμου και έπαιζε
τραγούδια σε γιορτές και κηδείες. Και παρόλο που δεν είχε σχέση με την Σμύρνη,
μέσω ενός δυσάρεστου γεγονότος, πολλοί Τούρκοι και αγωνιστές είχαν μπει στη ζωή
του. Αυτά μου είπε μόνο και στράφηκε προς τα αγόρια. Ήταν ήδη αργά και έτσι
χαιρετήσαμε και φύγαμε. Εγώ όμως είχα μαγευτεί από το σαντούρι και την ιστορία
του προπάππου μου και ανυπομονούσα για την επόμενη επίσκεψή μας στον θείο της
μαμάς μου.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ξαναβρεθήκαμε
οικογενειακώς στο σπίτι του θείου. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη και χωρίς καλά-καλά
να χαιρετήσω, ανέβηκα μονομιάς στο μικρό δωματιάκι. Τη στιγμή όμως που έφτασα
πάνω, τα έχασα. Το δωμάτιο είχε αλλάξει τόσο πολύ από την προηγούμενη επίσκεψή
μας. Είχαν προστεθεί και άλλα έπιπλα και το σαντούρι είχε στριμωχτεί σε μια
γωνιά. Περπάτησα με δυσκολία ανάμεσα σε λαμπατέρ, ντουλάπες και μπαούλα, ώσπου
έφτασα επιτέλους μπροστά στο πλέον αγαπημένο μου όργανο, το σαντούρι! Άνοιξα προσεκτικά
το καπάκι του και ακούμπησα τα δάχτυλά μου πάνω στις χορδές του. Δίπλα μου
ακούστηκε ένας ήχος. Γύρισα και είδα τις δύο μπαγκέτες να αιωρούνται και να
παίζουν από μόνες τους σαντούρι! Ήταν λες και μια αόρατη δύναμη τις σήκωνε!
Μόνο που αυτή η δύναμη ήξερε φυσικά και πολύ καλό σαντούρι, μιας και η μελωδία
που άρχισε να παίζει ήταν εκπληκτική! Τότε άρχισαν όλα.
Η μουσική ήταν χαρούμενη και ευχάριστη και
μου ερχόταν να χορέψω. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο και άρχισα να χορεύω ανάμεσα
στα έπιπλα. Προτού το αντιληφθώ, βρέθηκα σε μια μεγάλη γιορτή. Γύρω μου ήταν
γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές και δίπλα τους βρίσκονταν άντρες που
γλεντούσαν. Δυσκολεύτηκα να καταλάβω σε ποια μεριά του νησιού ήμουν ή σε ποια
εποχή. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήμουν σε νησί, μιας και ανάμεσα από τα κτίρια έβλεπα τη θάλασσα. Έτσι άρχισα να
περπατάω. Όσο περπατούσα φούντωνε το γλέντι. Οι ενήλικες χόρευαν, ενώ τα παιδιά
και οι γέροι που παρακολουθούσαν από τα μπαλκόνια, τραγουδούσαν. Συνέχισα να
προχωράω, ώσπου έφτασα στη μέση μιας πλατείας. Στο κέντρο ενός μεγάλου κύκλου,
καθόταν μια ομάδα μουσικών. Από όλα τα πρόσωπα που είδα, ένα αναγνώρισα!
Καθόταν και αυτό ανάμεσά τους και τραγουδούσε μπροστά από το ίδιο σαντούρι, που
βρήκα στη σοφίτα του θείου της μαμά μου. Ήταν ο προπάππος μου, ο Κωνσταντίνος
Τζόγιας αυτοπροσώπως! Έπαιζε μια όμορφη μελωδία και σιγοτραγουδούσε ένα τοπικό
τραγούδι. Έμεινα αρκετή ώρα στην πλατεία, έως ότου τελείωσε η γιορτή. Είχα
αρχίσει αν πεινάω. Έτσι, στράφηκα σε έναν πλανώδιο πωλητή για να αγοράσω κάτι.
Αλλά όταν πήγα να πληρώσω με στραβοκοίταξε:
-
Όλα
καλά;
-
Πας να
με κλέψεις παιδάκι μου; Τι είναι αυτό;
-
Ένα
χαρτονόμισμα των 5 ευρώ, από το 2001.
-
Ποιο
2001; 31 Αυγούστου του 1922 έχουμε!
-
Με
συγχωρείτε, με συγχωρείτε μια πλάκα έκανα!
Έφυγα
με το κεφάλι κάτω… Δεν έκανα πλάκα. Ντρεπόμουν. Τουλάχιστον όμως ήξερα σε ποια
εποχή ήμουν. Κάθισα σε ένα πεζούλι να σκεφτώ. Μα φυσικά, αναφώνησα, πώς το
ξέχασα. Δεν κράτησε για πολύ ώρα η χαρά μου, διότι θυμήθηκα το μάθημα της
ιστορίας και τους πρόσφυγες που θα ερχόντουσαν! Έτρεξα στην παραλία και είδα
τις πρώτες βάρκες να έρχονται. Δίπλα στην αμμουδιά ήταν το κατάστημα ενός
συλλέκτη. Εκεί αντάλλαξα τα χαρτονομίσματά μου και στην θέση τους πήρα κέρματα
της εποχής. Μετά έτρεξα σε μαγαζιά, αγόρασα τρόφιμα και παιχνίδια για τους
ανθρώπους που έρχονται. Δεν σκέφτηκα να πάω να ρωτήσω τον προπάππου μου. Ήξερα
ότι θα ήταν απασχολημένος. Παρόλα αυτά μια κυρία μου είπε: «Άστους παιδάκι
μου, δεν βλέπεις… Ήρθαν οι πρόσφυγες να πάρουν το ψωμί μας…». Προσπάθησα να
την αγνοήσω, αφού είδα μια κυρία με ένα βρέφος να προσπαθεί να βγει από μία
βάρκα. Σε αυτήν έδωσα το σακουλάκι με τα κέρματα. Της είπα ότι θα τα χρειαστούν
εδώ που φτάσανε και πως πρέπει να δώσει λίγα και στους άλλους. Έφυγα. Γύρισα
στην πλατεία. Εκεί είδα και άλλες οικογένειες να κάθονται μπροστά από μία
εκκλησία και να κλαίνε. Τους έδωσα τα τρόφιμα και τα παιχνίδια και τους είπα
ότι είπα και στη γυναίκα με το μωρό. Κάποιοι κάτοικοι του νησιού με είδαν και
έτρεξαν και αυτοί να βοηθήσουν. Τη στιγμή όμως που συνέβη αυτό βρέθηκα και πάλι
στη σοφίτα του θείου της μαμάς μας, σαν κάποιος να μου είπε «φτάνει αρκετά
έκανες» και να με γύρισε πίσω.
Κατέβηκα αργά τις σκάλες και πήγα να φάω με
τους υπόλοιπους συγγενείς μου. Στο μυαλό μου αντηχούσαν τα λόγια της γυναίκας
που με σταμάτησε και μου είπε να μη βοηθήσω τους πρόσφυγες. Στην αρχή μου
φάνηκε ανήκουστο να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια. Μετά όμως σκέφτηκα ότι η
Ελλάδα έχει περάσει αιματηρούς πολέμους και πως ήταν λογικό οι κάτοικοι να ήταν
διστακτικοί. Κατέληξα όμως ότι το σημαντικό είναι να βοηθάνε όλοι όπως μπορούν, σαν τους κατοίκους της
Σάμου.