Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Δυο τρελά -τρελά ...φρούτα!

Ο Φρουτένιος και η Λαχανίτσα αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στο δάσος. Καθώς πήγαιναν πιο βαθιά στο δάσος άρχισε να νυχτώνει. Αν και φοβόντουσαν συνέχισαν όλο και πιο βαθιά. Μια στιγμή άκουσαν έναν έντονο θόρυβο. Ξάφνου βγήκε ένας λύκος και επιτέθηκε στον Φρουτένιο και στη Λαχανίτσα. Τελικά ο λύκος έφαγε τον Φρουτένιο και τη Λαχανίτσα. Όταν ο λύκος πήγε στη σπηλιά του για να τους χωνέψει τον βρήκε ένας κυνηγογιατροχειρουργός, ο οποίος ονομάζονταν Μολυβδοκαγγελοπελεκητής. Έπιασε τον λύκο και του έκανε ένα χειρουργείο που δεν πολυπόνεσε –απλώς… πέθανε! Το καλό είναι πως έσωσε τη Λαχανίτσα και τον Φρουτένιο οι οποίοι τον ευχαρίστησαν δίνοντάς του 500 χιλιάδες ευρώ (ένα μικρό ποσό συμβολικό- μη σκεφτείτε πολλά!!!) Πολύ φοβισμένοι προχώρησαν πιο βαθιά στο δάσος. Έτσι καθώς περπατούσαν έπεσαν σε μια λίμνη με λάσπη. Αν και μαύροι συνέχισαν πιο βαθιά στο δάσος για να το εξερευνήσουν. Τι τρελά φρούτα! Έτσι πιο βαθιά στο δάσος συνάντησαν μια αρκούδα που τους πέρασε για συγγενείς, έτσι μαύροι που ήταν. Τελικά όμως, αυτοί από το φόβο τους τρόμαξαν την αρκούδα και εκείνη τα πλάκωσε στο ξύλο! Οι δυο φρουτοφίλοι μας, μετά από αυτή την τρομακτική εμπειρία κατάφεραν να βγουν έξω από το δάσος και να πάνε σε ψυχολόγο. Όχι σε νοσοκομείο! Γιατί μόνο τρελοί θα πήγαιναν σε αυτό το δάσος των αγρίων ζώων νυχτιάτικα. Έτσι αφού η ψυχολόγος τους είπε να πάνε σε νοσοκομείο, αυτοί πήγαν για να μη σας τα πολυλογούμε και πήγαν όλα τέλεια! Τέλος, την επόμενη μέρα οι δυο φρουτοφίλοι μας παντρεύτηκαν και μετά από χρόνια έκαναν μια τρελή φρουτοοικογένεια κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Το παραμύθι αυτό γράφτηκε από το Νικόλα Παραμέρα και τη Χρύσα Φραγκιαδάκη, στη Σαλαμίνα, με τη βοήθεια της Μαγικής Τράπουλας, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τη Διατροφή, που οργανώσαμε μαζί με τη διατροφολόγο- διαιτολόγο Μαριέτα Μιχαήλ στις 5 Μούσες.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ποιόν θα νικήσει ο Φρουτένιος;

Ήρωας: Ο Φρουτένιος
Αντίπαλος: Ο Πάστας Σοκολάτας
Συμπρωταγωνίστρια: Η Τένια η Φρουτένια

Τραπουλόχαρτα:
Ο ψεύτικος ήρως ξεσκεπάζεται (18)
Αποστολή (5)
Τιμωρία ανταγωνιστή (19)
Επιστροφή του ήρωα (12)
Ο γάμος του ήρωα  (20)

"Μια φορά κι έναν καιρό, ο ψεύτικος ήρωας, ο Πάστας Σοκολάτας με τ' όνομα, είχε πολλές ανησυχίες και αϋπνίες. Τελικά τον πήρε ο ύπνος κι ονειρε'ύτηκε πως πάλευε, λέει, με τον Φρουτένιο. Ήθελε να τον νικήσει και για έπαθλο να πάρει και να παντρευτεί τη φίλη του, την Τένια την Φρουτένια -που είναι στοργγυλή, ζουμερή και έχει χρώμα πορτοκαλί.

Στριφογύριζε από δω, στριφογύριζε από κει
μιας κι έκανε ζέστη πολλή
να σου τα σκεπάσματα χάμω, κατά κει
κι ανακαλύπτει πως ήταν σ' όνειρο πολύ βαθύ!!

Στη συνέχεια, πρωί -πρωί
παίρνει μια απόφαση τρομερή
με αφορμή το όνειρο που είχε δει:

Χωρίς να καθυστερεί, στέλνει λοιπόν ένα γράμμα στο Φρουτένιο να μονομαχήσουν και ο νικητή να πάρει ως έπαθλο και να παντρευτεί με την όμορφη και ζουμερή Τένια Φρουτένια.
Ωστόσο ο Φρουτένιος αποδέχεται την πρόκληση του Πάστα Σοκολάτα για χάρη της αγαπημένης του Τένιας Φρουτένιας.
Την ώρα της μάχης, οι δυο αντίπαλοι πάλευαν με ζήλο κι ο Πάστας, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να τον νικήσει, κάνει μια ζαβολιά και του βάζει μια τρικλοποδιά. Όμως παρόλη την πονηριά του, ο Φρουτένιος επειδή είναι δυνατός βαστάει ορθός και δεν πέφτει. Κι έτσι για τιμωρία τον έβαλε μια εβδομάδα εξορία.
Ελέυθερα λοιπόν τα πεδία!

Χαρούμενος ο Φρουτένιος για τη νίκη του επιστρέφει στην αγαπημένη του Τένια Φρουτένια και της κάνει πρόταση γάμου. Η Τένια Φρουτένια αποδέχεται την πρόταση με ευχαρίστηση γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί τον Πάστα Σοκολάτα και να κάνουν Παστασοκολατοφρουτάκια για παιδάκια. Ενώ με τον Φρουτένιο θα γίνουν ένα τέλειο ζευγάρι και θα κάνουν μια ωραία φρουτοοικογένεια με πολλά -πολλά φρουτοπαιδάκια με ωραία μαγουλάκια.
Χαρούμενοι και πανευτυχείς αποφάσισαν λοιπόν να πάνε για αρχή σε ένα γαμήλιομταξίδι στον κόσμο της Φρουτοπίας.
Κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμη καλύτερα, με όλα τα παιδιά..."

Το παραμύθι αυτό φτιάχτηκε στη Σαλαμίνα από τη Μαρία Δουμάνικ, την Ευαγγελία και τη Μαρίνα Φαφούτη, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τη διατροφή "Μαθαίνοντας να τρώμε σωστά με παραμύθια"
που οργανώσαμε μαζί με τη διαιτολόγο -διατροφολόγο Μαριέτα Μιχαήλ.
Ευχαριστούμε την Κλωντιάνα Πέπα για τη βοήθειά της.
Τα παιδιά χρησιμοποίησαν πέντε τυχαία τραπουλόχαρτα από τη Μαγική Τράπουλα και δημιούργησαν το παραμύθι τους σε 20- 25 λεπτά αφού είχαν πρώτα ενημερωθεί για θέματα διατροφής και είχαν ακούσει την αρχή του "Πράσινου Παραμυθιού".
Το παραμύθι διαβάστηκε σε όλη την ομάδα που περιελάμβανε παιδιά και γονείς.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Ο Πόλεμος των Βασιλείων

Το τέταρτο και τελευταίο παραμύθι από τα παιδιά της Α' Λυκείου στο Ίλιον. Σημειώνω ότι τα παραμύθια γράφτηκαν με τη βοήθεια της Μαγικής Τράπουλας, μετά από συζήτηση με τα παιδιά στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος για το Ελληνικό Λαϊκό Παραμύθι. Καθηγήτρια τους η Δώρα Διέννη... Τα παραμύθια όλα γράφτηκαν μέσα σε 20 λεπτά. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε 4 ομάδες και τράβηξαν τυχαί τραπουλόχαρτα. Μετά άφησαν τη φαντασία τους να καλπάσει...
Ο Πόλεμος των Βασιλείων Μια φορά κι έναν καιρό,σε μέρη μαγικά και μακρινά,δύο βασίλεια βρίσκονταν σε πόλεμο.Τα βασίλεια αυτά κυβερνούσαν ο καλός βασιλιάς Κορνάλλιος και ο κακός βασιλιάς Ροδόλφος.Πάνω στα τέσσερα χρόνια του πολέμου όμως,επειδή ο Ροδόλφος κατάλαβε ότι δε θα νικούσε ποτέ και άρχισε να απελπίζεται,κατέστρωσε ένα δαιμόνιο σχέδιο:ο Κορνάλλιος είχε μια κόρη τη βασιλοπούλα Βερόνικα.Αυτή ήταν το μοναχοπαίδι του και τη λάτρευε.Οι φήμες για την ομορφιά,την εξυπνάδα και την καλοσύνη της έφταναν ως τα πέρατα του κόσμου.Κι εκείνη όμως λάτρευε τον πατέρα της,γιατί μόνο αυτόν είχε.Η μητέρα της είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννησή της και δεν τη γνώρισε ποτέ.Η Βερόνικα ήταν,λοιπόν,δικαιολογημένα ο πολυτιμότερος θησαυρός του βασιλείου.Το σχέδιο του Ροδόλφου ήταν να την κλέψει και να την κλειδώσει στο σκοτεινότερο μπουντρούμι του κάστρου του,για να αναγκαστεί ο Κορνάλλιος να παραδοθεί.Μάζεψε έτσι τους πιο ικανούς στρατιώτες του και τους διέταξε:«Μόλις νυχτώσει και όλοι στο παλάτι του Κορνάλλιου κοιμούνται,θα μπείτε αθόρυβα και θα κλέψετε τη βασιλοπούλα.» Έτσι κι έγινε.Οι απεσταλμένοι του Ροδόλφου γλίστρησαν αθόρυβα στο υπνοδωμάτιο της Βερόνικας,που κοιμόταν γαλήνια,και την απήγαγαν προτού προλάβει να αντιδράσει.Το επόμενο πρωί,η γκουβερνάντα της βασιλοπούλας έντρομη ανακάλυψε την απουσία της.Σε λίγα λεπτά,ολόκληρο το παλάτι βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση,καθώς στο δωμάτιο βρέθηκε ένας μανδύας με το έμβλημα του Ροδόλφου.Ο Κορνάλλιος κάλεσε σε συμβούλιο όλους τους αξιωματικούς του,για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.Κανείς όμως δεν ήταν πρόθυμος να ταξιδέψει στο βασίλειο του Ροδόλφου,γιατί ο δρόμος ήταν μακρύς και γεμάτος κινδύνους.Μόνο ένας γενναίος υπηρέτης,ο Υάκινθος,είχε το θάρρος να σταθεί απέναντι στο βασιλιά. «Μεγαλειότατε,εγώ θα πάω να σώσω τη βασιλοπούλα!»δήλωσε ο Υάκινθος.Ο βασιλιάς,λόγω έλλειψης άλλων ανδρών,συγκατένευσε. «Πήγαινε»του είπε.«Πήγαινε και φέρε μου την κόρη μου πίσω.Μαζί σου θα έρθει και ο έμπιστός μου,ο μάγος Μπριγκέλ,για να σε βοηθήσει σ’αυτή τη δύσκολη αποστολή.»* Ο Μπριγκέλ,που παρέμενε αμέτοχος σε ολόκληρη τη συζήτηση,πετάχτηκε αλαφιασμένος από τη θέση του,μόλις ο βασιλιάς ξεστόμισε αυτά τα λόγια.Όμως,δεν μπορούσε να αρνηθεί,όσο κι αν δεν ήθελε να ανακατευτεί.«Πού να πάω εγώ στην άλλη άκρη του κόσμου;Και γιατί;Να βάλω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου για το τίποτα;Κάτσε μήπως τουμπάρω το γεροξεκούτη τον Κορνάλλιο και μ’αφήσει εδώ»σκέφτηκε. Ο Κορνάλλιος,λες και μάντεψε τις σκέψεις του,συμπλήρωσε:«Όποιος φέρει τη Βερόνικα σώα και αβλαβή,θα έχει ως ανταμοιβή το χέρι της και το βασίλειό μου.» Με τα τελευταία αυτά λόγια του βασιλιά,ο Υάκινθος και ο Μπριγκέλ αντάλλαξαν βλέμματα που προμήνυαν ότι ο ανταγωνισμός θα ήταν σκληρός.Ο Υάκινθος ήταν κρυφά ερωτευμένος με τη Βερόνικα και ήθελε πολύ να την κερδίσει.Τον Μπριγκέλ καθόλου δεν τον ενδιέφερε η Βερόνικα,αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει βασιλιάς. Έτσι,ξεκίνησαν το ταξίδι τους.Αφού πέρασαν πανύψηλα βουνά,καταπράσινες πεδιάδες,αχανείς ερήμους και απόκρημνες ακτές,έφτασαν τελικά στο βασίλειο του Ροδόλφου.Εκεί άρχισαν και τα δύσκολα. «Ωραία,φτάσαμε.Και τώρα τι;Απλώς θα μπούμε μέσα και θα πούμε: Γεια σας,ήρθαμε να πάρουμε πίσω τη βασιλοπούλα;Το ήξερα εγώ πως η Μεγαλειότητά του δεν έπρεπε να στείλει εσένα μαζί»άρχισε να μουρμουρίζει ο Μπριγκέλ. «Πολύ ωραίος ο λόγος που έβγαλες,»του απάντησε ο Υάκινθος«μόνο που εγώ,αντί να παραπονιέμαι συνεχώς,βρήκα τρόπο να μπούμε στο κάστρο.Θα περιμένουμε να νυχτώσει και θα κατέβουμε αθόρυβα στα μπουντρούμια.Εκεί θα ακολουθήσουμε το φρουρό και θα βρούμε το κελί της Βερόνικας.Θα χτυπήσουμε το φρουρό στο κεφάλι,θα τρέξουμε να ελευθερώσουμε τη βασιλοπούλα και όπου φύγει φύγει,προτού μας πάρει κανείς χαμπάρι!» Έτσι,ξεκίνησαν να εφαρμόσουν το λαμπρό σχέδιο του Υάκινθου.Μπαίνοντας στα μπουντρούμια,υπήρχε υπερβολική ησυχία,κάτι που έκανε τον Υάκινθο να σκεφτεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.Αφού βρήκαν το φρουρό και τον ακινητοποίησαν,προχώρησαν προς το κελί της Βερόνικας.Τι να δουν όμως!Ακριβώς μπροστά τους βρισκόταν ο βασιλιάς Ροδόλφος με τους στρατιώτες του. «Α,έχουμε επισκέψεις!»αναφώνησε ειρωνικά ο Ροδόλφος.«Τι προβλέψιμος που είναι ο Κορνάλλιος!»γέλασε χαιρέκακα.Το μυαλό του Υάκινθου,που δούλευε πυρετωδώς,τελικά του έδωσε τη μοναδική λύση:μπορεί οι στρατιώτες να ήταν πάρα πολλοί για να τους αντιμετωπίσει και να βγει ζωντανός,αλλά ο Ροδόλφος ήταν μόνο ένας. «Προκαλώ το βασιλιά Ροδόλφο σε μονομαχία!»φώναξε,γνωρίζοντας πως αν ο βασιλιάς αρνιόταν,θα ήταν μεγάλο πλήγμα για την τιμή του. «Ωραία λοιπόν,θα μονομαχήσουμε οι δυο μας.»είπε ο Ροδόλφος και πρόσταξε τους φρουρούς του να μην ανακατευτεί κανείς.Η μονομαχία κράτησε αρκετή ώρα,γιατί και οι δύο πλευρές ήταν εξίσου ικανές στο χειρισμό του ξίφους.Σε μια στιγμή απροσεξίας του Ροδόλφου,όμως,ο Υάκινθος πήρε το προβάδισμα.Με μια κίνηση αφόπλισε το Ροδόλφο και τον ανάγκασε να παραδοθεί.*Ύστερα,γύρισε για να ελευθερώσει τη Βερόνικα.Ο Ροδόλφος,όμως,αρνούμενος να παραδεχτεί την ήττα του,τράβηξε το ξίφος του και πήγε να επιτεθεί στον Υάκινθο πισώπλατα.Και θα τον είχε σκοτώσει σίγουρα,αν δεν είχε παρέμβει ο Μπριγκέλ,με ένα ξόρκι που σκότωσε μια για πάντα το Ροδόλφο.Το κίνητρό του βέβαια δεν ήταν άλλο από το να φροντίσει να είναι ζωντανή η Βερόνικα για να γίνει βασιλιάς ο ίδιος.Η βασιλοπούλα τώρα,δεν έβρισκε λόγια να ευχαριστήσει τον Υάκινθο που την έσωσε,με τον οποίο ήταν στο μεταξύ ερωτευμένη.Για τον Μπριγκέλ ούτε λόγος. Και έτσι άρχισε το ταξίδι της επιστροφής τους.Κάνοντας την ίδια μακριά και επικίνδυνη διαδρομή,κατόρθωσαν τελικά να φτάσουν στο βασίλειο του Κορνάλλιου.Το τι έγινε βέβαια όταν μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου,δε λέγεται! «Κορούλα μου!Μονάκριβή μου κόρη!Γύρισες επιτέλους κοντά μου!»κατάφερε να πει ο Κορνάλλιος μέσα από τα δάκρυά του. «Ναι πατέρούλη μου,κι εσύ μου έλειψες!»είπε η βασιλοπούλα τρέχοντας να αγκαλιάσει τον πατέρα της. «Με συγχωρείτε,μεγαλειότατε,που παρεμβαίνω σε μια τέτοια στιγμή,αλλά νομίζω ότι πρέπει να κανονίσουμε τα του γάμου μου με τη Βερόνικα πρώτα»είπε ο Μπριγκέλ στον Κορνάλλιο με κάποια επισημότητα στον τόνο της φωνής του.«Άλλωστε εγώ ήμουν αυτός που σκότωσε το Ροδόλφο,και γενικά οργάνωσε και συνέβαλλε καθοριστικά στο σχέδιο για την ασφαλή απελευθέρωση της κόρης σας και...» «Όχι,μεγαλειότατε,λέει ψέματα!»φώναξε ο Υάκινθος,διακόπτοντας το Μπριγκέλ. «Αυτή,νεαρέ μου,είναι βαριά κατηγορία και το καλό που σου θέλω να μπορείς να την υποστηρίξεις,αλλιώς εγώ ο ίδιος θα διατάξω να θανατωθείς.Θα το είχα κάνει ήδη,αν δεν ήσουν κι εσύ με το Μπριγκέλ στην αποστολή»του είπε ο βασιλιάς. «Μην ανησυχείτε,έχω στοιχεία και μάλιστα πολύ καλά.Καταρχήν,ο Μπριγκέλ ήταν αμμέτοχος σε όλη την αποστολή.Εγώ και μόνον εγώ φρόντιζα για τα πάντα.Εγώ μας γλύτωσα από αμέτρητους κινδύνους.Μάλιστα,το σχέδιο της σωτηρίας της βασιλοπούλας ήταν δικό μου.Εγώ χτύπησα το φρουρό,ενώ ο Μπριγκέλ κρυβόταν.Εγώ προκάλεσα το Ροδόλφο σε μονομαχία,όταν ο Μπριγκέλ προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής.Μάγος καθώς ήταν,θα τα κατάφερνε θαυμάσια.Πιο μετά,όταν ο Μπριγκέλ έκανε το ξόρκι και σκότωσε το Ροδόλφο,το έκανε για να μην πάθει κάτι η Βερόνικα και χάσει το θρόνο!»είπε ο Υάκινθος χωρίς να πάρει ανάσα.Επιφωνήματα έκπληξης και αποδοκιμασίας ακούστηκαν σε όλη την αίθουσα και ο Μπριγκέλ χλώμιασε. «Ναι,έτσι ακριβώς!Τον άκουσα μια νύχτα να παραμιλά στον ύπνο του πως το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει βασιλιάς!Γι’αυτό προσπαθεί να με σαμποτάρει όλο αυτό τον καιρό,ακόμα και σήμερα.Εγώ ήμουν αυτός που μονομαχούσε με το Ροδόλφο για ώρες,μέχρι που τον νίκησα.Μπορεί,άλλωστε,να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου και η βασιλοπούλα,που ήταν παρούσα.»έκλεισε την παρουσίαση των στοιχείων ο Υάκινθος.Ο Μπριγκέλ δεν μπορούσε να βγάλει άχνα,γιατί δεν είχε τι να πει.Έτσι,μίλησε η Βερόνικα. «Πατέρα,ο Υάκινθος έχει σε όλα δίκιο.Επιβεβαιώνω όλα του τα λεγόμενα και σε παρακαλώ,αν πραγματικά με αγαπάς,μην αφήσεις τον Μπριγκέλ να με παντρευτεί,παρά δώσε το χέρι μου και την ευχή σου στον Υάκινθο!»* «Φυσικά και σε αγαπώ κόρη μου!»είπε ο Κορνάλλιος«και σε πιστεύω.Υάκινθε,έχεις το χέρι της κόρης μου,το βασίλειό μου και την ευχή μου!» Και έτσι,ο υπηρέτης Υάκινθος-που δεν ήταν πια υπηρέτης,αλλά βασιλιάς-παντρεύτηκε την αγαπημένη του Βερόνικα.*Όσο για τον Μπριγκέλ,ο Κορνάλλιος τον εξόρισε για πάντα από το βασίλειό του.Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Τέλος

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Παραμύθια της Μαγικής Τράπουλας: Το πουγκί με την αστερόσκονη

ΤΟ ΠΟΥΓΚΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια απομακρυσμένη πόλη, τη Λακουβούπολη, ζούσε ένας αφελής γεράκος, ο κος Κατρακύλας. Διόλου τυχαίο αυτό το παρατσούκλι, αν λάβουμε υπόψη μας το ότι η ζωή του ήταν γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αφού από εύπορος, έγινε φτωχός και έπειτα τρελός, αλλά και το ότι δεν είχε αφήσει λακκούβα για λακκούβα!!!!!! Σε όλες είχε πέσει!!!!!

Ήταν λοιπόν φημισμένος σε ολόκληρη την περιοχή ως ο αλαφροΐσκιωτος του χωριού. Γι’αυτό το λόγο, επειδή όλοι τον φοβόντουσαν, τον είχαν περιορίσει σε ένα μικρό σπιτάκι και δεν τον άφηναν να βγει καθόλου έξω! Το μόνο πράγμα που του κρατούσε συντροφιά σε αυτήν τη μοναχική και μίζερη ζωή, ήταν το δώρο που του είχε κάνει το μονάκριβο εγγονάκι του λίγο πριν αυτό μετακομίσει και χαθούν για πάντα… Από τότε που τον απομόνωσαν, είχε χάσει κάθε επαφή! Ήταν ένα πουγκί με αστερόσκονη, την οποία αν φυσούσες, μπορούσε να σου πραγματοποιηθεί η πιο βαθιά επιθυμία σου! Υπήρχε όμως ένας περιορισμός….. Ίσχυε μόνο για μία ευχή. Ο κος Κατρακύλας δεν την είχε ακόμα σπαταλήσει….

Για κακή του τύχη όμως, ένα μεσημέρι κυκλοφόρησε στο χωριό η φήμη ότι ο παππούς είχε υπό την κατοχή του ένα μαγικό μέσο! Μια και δυο λοιπόν ένα βράδυ εισβάλλει στο σπίτι του ένας απελπισμένος και φτωχός ληστής και κλέβει το πουγκί με την αστερόσκονη! Μόλις το επόμενο πρωί ο κος Κατρακύλας πήρε μυρωδιά για το τι συνέβη, έχασε κάθε ελπίδα που είχε για να ξανασυναντήσει τον εγγονό του. Μην έχοντας λοιπόν άλλον άνθρωπο στον κόσμο, άλλη ψυχή να του κρατεί συντροφιά, αποφάσισε κατακλυσμένος από την απελπισία που ένιωθε, να πάει να τον βρει!

Έπρεπε όμως να βρει έναν τρόπο ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους κατοίκους του χωριού. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει λοιπόν ένα πρωινό και ξεκινά στα κρυφά το μακρινό του ταξίδι…. Δίχως να είναι σίγουρος για το αν θα ξαναγυρίσει…..

Μόλις βγήκε έξω, όλα του φαίνονταν καινούρια! Ο Ήλιος ήταν πιο λαμπερός, ο ήχος των πουλιών ήταν σαν ψίθυρος…… σαν τα πουλιά να του έλεγαν κάτι στα κρυφά! Αισθανόταν πως η φύση ήταν μαζί του!

Όλη αυτή η γαλήνη όμως και η ευαισθησία της ψυχής του διακόπηκαν μέσα σε μια στιγμή!!!!!! Μια τεράστια λακκούβα μπήκε στο δρόμο του και έκανε τον Κατρακύλα να χάσει την ισορροπία του! Καθώς έπεφτε, και ενώ πίστευε πως αυτή τη φορά δεν θα ξανασηκωνόταν, ένιωσε ένα χέρι να τον κρατάει. Ένα χέρι γνώριμο ….και τρυφερό ……ήταν ο εγγονός του!!!!!

«Παππού είσαι καλά; Μήπως χτύπησες; Έλαβα το γράμμα που μου έστειλες!» του είπε το παιδί δείχνοντας του έναν φάκελο που κρατούσε στα χέρια του. Ο φάκελος έγραφε απ’έξω:

«Όταν όλα θα φαίνεται πως έχουν χαθεί, και νιώθεις πως η ζωή θέλει κάτι να σου πει, βαλε το χέρι στην καρδιά, και άκουσε την προσεκτικά! Γιατί είναι η μόνη που θα σου μιλήσει ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ!!!»

«Την άκουσα πάππου!!! Μου είπε πως έπρεπε να έρθω να σε δω! Μου έλειπες!»

«Χαίρομαι γιε μου …..Αυτό το γράμμα στο έστειλα πριν πολλά χρονιά! Όταν πρωτοέφυγες! Αλλά μάλλον θα άργησε λίγο να φτάσει….», απάντησε ο Κατρακύλας έτοιμος να καταρρεύσει.

«Μα πώς;» αναρωτήθηκε το αγόρι. «Και γιατί έφτασε τώρα; Είναι αργά!!!», είπε ο εγγονός κάπως θυμωμένα.

«Ποτέ δεν είναι αργά γιε μου!». Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του… «Θυμάσαι ένα δώρο που μου είχες κάνει πριν φύγεις; Δεν το είχα χρησιμοποιήσει μέχρι εχθές το βράδυ, όταν κατάλαβα πως ερχόταν η ώρα μου… Γι’αυτό άνοιξα το πουγκί και ευχήθηκα να έρθεις να με δεις! Μα σήμερα το πρωί το πουγκί δεν ήταν εκεί!!! Κάποιος το έκλεψε! Γι’αυτό ξεκίνησα να έρθω να σε βρω…. αλλά μάλλον η ευχή έπιασε!!!!!!!!»

«Έπιασε παππού, έπιασε!!! Και τώρα είμαι εδώ!», είπε το αγοράκι χαμογελώντας και χαϊδεύοντας τον παππού του στο μάγουλο.

«Σε ευχαριστώ πολύ…. Τώρα άσε η αναχώρηση μου να είναι ο τελευταίο δώρο για μένα…. Σε παρακαλώ να είσαι δυνατός! Όπως ο παππούς σου…»

Ήσυχος πλέον και με ήρεμη την καρδούλα του, ο κος Κατρακύλας ήταν έτοιμος να φύγει…

«Αντίο Αντωνάκη, αντίο…..» είπε και έκλεισε τα μάτια του για πάντα.

Το αγόρι μόλις είδε τον πολυαγαπημένο του παππού να αργοπεθαίνει, έχασε τη γη κάτω απ’τα πόδια του! Στενοχωριόταν, αλλά κατά βάθος ήξερε πως ο παππούς του τώρα θα ξεκουραζόταν, και δεν θα ξαναέπεφτε ποτέ…

Ο κος Κατρακύλας τελικά αποδείχτηκε πολύ πιο έξυπνος απ’όσο νόμιζαν όλοι ….Δίδαξε σε όλους να ακούν την καρδιά τους …Δεν έχασε την ελπίδα και το θάρρος του και έτσι το όνειρο του πραγματοποιήθηκε. Ξεπέρασε όλα τα εμπόδια που εμφανίστηκαν και δεν τα έβαλε κάτω, παρά με υπομονή και αισιοδοξία αντιμετώπισε τα γεγονότα!

Η κηδεία έγινε στο Παρίσι, όπου έμενε ο Αντώνης .Εκεί θα έχει κάποιον να του ανάβει το καντηλάκι και να προσεύχεται γι’αυτόν. Θα είναι πάντα κοντά στον πολυαγαπημένο του εγγονό. Και… όσο για τον ληστή, δε χρησιμοποίησε πουθενά την αστερόσκονη και καταδικάστηκε ισόβια για ληστεία, καθώς μάλλον ο Κατρακύλας δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε κλέψει. Και οι κάτοικοι του χωριού μετάνιωσαν για τη συμπεριφορά τους. Έκριναν ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του και αυτό τους τύφλωσε με αποτέλεσμα να καταστρέψουν τη ζωή ενός αγαθού ανθρώπου…. Τουλάχιστον μετά το θάνατο του κανείς δεν τον ξανακατηγόρησε και όλοι έζησαν ήσυχα. Και για να τελειώσουμε και τυπικά, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλυτέρα!!!!

ΤΕΛΟΣ

Ομάδα «ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΑΛΑΝΙΑ»

Γρήγορης Μαρκάκης

Ανδριάνα Αγόρου

Τηλέμαχος Νικολάου

Τζίνα Πουρουτίδου


Ένα ακόμη παραμύθι από τα παιδιά της Α' Λυκείου στο Ίλιον

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Παραμύθια της Μαγικής Τράπουλας: Η ιστορία της Ίριδας

Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στο Ίλιον καλεσμένος της φιλολόγου Δώρας Διέννη και με τα παιδιά της Α' Λυκείου που έχουν αναλάβει μια εργασία πάνω στο ελληνικό λαϊκό παραμύθι, συζητήσαμε για τη δομή των παραμυθιών και μετά, με τη βοήθεια της Μαγικής Τράπουλας, φτιάξαμε τέσσερα παραμύθια. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες και η καθεμιά διάλεξε στην τύχη από πέντε τραπουλόχαρτα. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και ήταν η καλύτερη άπάντηση στην ερώτηση μια μαθήτριας:

"Μπορούν τα παιδιά να φτιάξουν καλύτερα παραμύθια από τους μεγάλους;"
Ναι:


Η ιστορία της Ίριδας

Ένα δροσερό δειλινό του καλοκαιριού, η όμορφη Ίριδα μαζί με τον αδελφικό της φίλο, τον Ορέστη, είδαν μια λάμψη από τον ουρανό. Τους φάνηκε σαν να έπεσε κάτι από ψηλά και έτρεξαν στο δάσος να δουν τι συνέβη. Φτάνοντας εκεί μόλις που πρόλαβαν να δουν τη μεταμόρφωση ενός αστεριού σ’ ένα πανέμορφο αγόρι, ήταν ο πρίγκιπας των αστεριών. Η Ίριδα γνώρισε τον πρίγκιπα και σιγά -σιγά άρχισε να τον ερωτεύεται, το ίδιο και εκείνος. Έτσι, ύστερα από λίγο καιρό έκαναν τον πιο όμορφο γάμο. Ο αδελφικός της φίλος όμως, καθώς ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, ζήλευε αφόρητα. Για το λόγο αυτό κατέστρωσε ένα πανούργο σχέδιο για να ξεφορτωθεί τον όμορφο πρίγκιπα. Από την επόμενη κιόλας μέρα, του ζήτησε να πάνε μαζί για κυνήγι στο δάσος μιας και είχε υπέροχη μέρα έξω. Αφού απομονώθηκαν και έμειναν δυο τους, φάνηκε ο πραγματικός εαυτός του Ορέστη λέγοντας στον πρίγκιπα:
-Ήρθες από το πουθενά και μου έκλεψες την κοπέλα που αγαπώ και πίστευες πως θα γίνουμε και φίλοι;
-Μα τί λες; Εγώ δεν ήξερα..Δε θα έμπαινα ποτέ ανάμεσα σας άμα μου είχες μιλήσει. Θα έπρεπε να μου το είχες πει! Παρόλα αυτά εγώ την Ίριδα την αγαπάω και θα μείνω μαζί της για να την κάνω ευτυχισμένη!
-Δε θα προλάβεις! του απάντησε ο Ορέστης μεταμορφώνοντας τον σ' ένα τριαντάφυλλο με ένα ραβδί.



Έπειτα ο Ορέστης γύρισε τρέχοντας στην Ίριδα και της είπε πως ο πρίγκιπας την παράτησε και γύρισε πίσω στους ουρανούς. Η κοπέλα πήγε στο δάσος εκεί που τον είχε πρωτοδεί και άρχισε να μαζεύει λουλούδια προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο της. Ανάμεσα στα λουλούδια που μάζευε, ήταν και το τριαντάφυλλο στο οποίο είχε μεταμορφωθεί ο πρίγκιπας. Επιστρέφοντας στο σπίτι της δεν άντεξε και έκλαψε γοερά. Τα δάκρυα της κύλησαν πάνω στα λουλούδια και το τριαντάφυλλο μεταμορφώθηκε ξανά στον πρίγκιπα που ήταν πριν. Ο πρίγκιπας αποκάλυψε την αλήθεια στην Ίριδα. Εκείνη απογοητευμένη πια από τον Ορέστη, πήγε και τον βρήκε και τον μεταμόρφωσε σε λουλούδι κλέφτη, τον φύσηξε και χάθηκε στον ουρανό. Παρόλα αυτά που συνέβησαν, η κοπέλα τον αγαπούσε ακόμα το φίλο της που είχαν περάσει τόσα μαζί. Γι’ αυτό την ώρα που φύσηξε το λουλούδι ευχήθηκε να μεταμορφωθεί ξανά σε άνθρωπο όταν θα βρει την πραγματική αγάπη με μια κοπέλα που θα του αξίζει!
Έτσι, η Ίριδα και ο πρίγκιπας έζησαν ευτυχισμένοι τον έρωτα τους και ο Ορέστης περιπλανιόταν μέχρι να βρει το δικό του!

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Μην το χάσετε!

«Ιστορίες για αβγά»

Αθήνα, Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Με αφορμή τον εορτασμό του Πάσχα, το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών οργανώνει παράσταση αφήγησης για μικρούς και μεγάλους με τη Μαρία Βραχιονίδου που θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Μουσείου Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών (Θόλου 5, Πλάκα) την Κυριακή 8 Απριλίου στις 12.00 το μεσημέρι.

Το θέμα της αφήγησης είναι τα αβγά. Τα κόκκινα πασχαλινά αβγά, σημάδι της πίστης στην αλήθεια της Ανάστασης. Κι ακόμα αβγά χρυσά, αβγά μαγικά, αβγά μικρά κι ασήμαντα με μεγάλα ωστόσο μυστικά μα κι ένα αβγό τεράστιο που περικλείει το σύμπαν. Γιατί μέσα στο αβγό, το φαινομενικά ταπεινό και καθημερινό, μπορεί κανείς να βρει το σύμβολο της γονιμότητας, της ολότητας και της αρχικής αρμονίας του κόσμου, μπορεί κανείς να δει «αυτόν τον κόσμο το μικρό, το μέγα...».

Αφήγηση: Μαρία Βραχιονίδου, αφηγήτρια – λαογράφος

Επιμέλεια: Γιώργος Ευγενικός

Παραγωγή: Καλλιτεχνική ομάδα «ΜΥΘΟΣ» Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών

Συμμετοχή: 4 ευρώ (παιδιά, φοιτητές, άνεργοι, πολύτεκνοι) και 6 ευρώ (ενήλικες), αποκλειστικά για την οικονομική ενίσχυση προς το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών.

Απαραίτητη η κράτηση θέσεων λόγω περιορισμένου αριθμού

Για κρατήσεις θέσεων : 210 3689503-4-5-6.

Πληροφορίες

Κέντρο Μελέτης & Διάδοσης Μουσείο Πανεπιστημίου Αθηνών

Μύθων & Παραμυθιών Θόλου 5, Πλάκα

τηλ: 2104313332 τηλ.: 2103689502-54

φαξ: 2104313322 φαξ: 2103689501

www.e-mythos.eu www.history-museum.uoa.gr

info@e-mythos.eu

Πρόσβαση στο Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

1. Μητρόπολη

Ξεκινώντας από τους Αέρηδες (το Ωρολόγιο του Κυρρήστου) προς την Ακρόπολη ακολουθούμε την οδό Μάρκου Αυρηλίου και τα σκαλάκια της οδού Αλιμπέρτη και βρισκόμαστε εμπρός στην κεντρική είσοδο του Μουσείου.

2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου

Ξεκινώντας από το κέντρο «Διόνυσος» που βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη, διασχίζουμε τον πεζόδρομο της Δ.Αρεοπαγίτου και παίρνουμε τον περιφερειακό πεζόδρομο (οδός Θεωρίας). Περίπου 500 μέτρα μετά, ακολουθούμε τα σκαλάκια που συναντάμε στο αριστερό μας χέρι, μετά το Μουσείο Κανελλοπούλου (οδός Κλεψύδρας) και βρισκόμαστε στην πλαϊνή είσοδο του Μουσείου.

Η Πούλια και ο Αυγερινός


Από τη ...χρυσή φίλη της Παραμυθοκουζίνας, τη Χρυσή μας ήρθε μια όμορφη παραλλαγή του παραμυθιού από τη Χαλκιδική και το μοιραζόμαστε μαζί σας:

Πούλια και Αυγερινός

«Ήταν μια φορά, ένα ζευγάρι, που ζούσαν φτωχικά αλλά ευτυχισμένα, με τα δύο παιδιά τους, την Πούλια μεγαλύτερη και τον μικρότερο Αυγερινό. Όμως όπως όλα τα καλά τελειώνουν, πέθανε η μητέρα και ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Όμως η μητριά δεν αγαπούσε τα παιδιά, αλλά όσο ζούσε ο πατέρας, φυσικά δεν μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματά της. Πέθανε όμως κι ο πατέρας και η μητριά τον μεν Αυγερινό τον έκλεισε μαζί με τα γουρούνια, σκοπεύοντας να τον σφάξει σαν γουρουνάκι, ενώ την Πούλια όλη μέρα την άφηνε νηστική, την έβαζε να κάνει βαριές δουλειές κ.λπ. Κάποια γειτόνισσα που τα λυπήθηκε, μια μέρα που έλειπε η μητριά, πήγε κι ελευθέρωσε τον Αυγερινό και τους είπε τι σκόπευε να κάνει η μητριά, οπότε τα δυο παιδιά φύγανε, χωρίς να πάρουν τίποτε μαζί τους. Μόνο η Πούλια είχε στις τσέπες της τις κορδέλες για τις πλεξούδες της, μία χτένα κι ένα καθρεφτάκι.

Τα παιδιά έφυγαν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Πήραν ένα δρόμο και το μόνο που ήθελαν ήταν να φύγουν μακριά.
Γύρισε στο σπίτι η μητριά, είδε ότι έλειπαν τα παιδιά, ρώτησε τη γειτόνισσα, αλλά αυτή της είπε ότι έφυγαν προς αντίθετη κατεύθυνση. Έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη η μητριά αρκετή ώρα και τελικά κατάλαβε ότι τη γέλασε η γειτόνισσα και γύρισε, παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση και τρέχοντας με μεγαλύτερη λύσσα τώρα. Κάποια στιγμή πλησίαζε τα παιδιά, την είδε πρώτος ο Αυγερινός και φώναξε στην Πούλια: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της τις κορδέλες της, που έγιναν φίδια μεγάλα, τα οποία καθυστέρησαν αρκετά τη μητριά.

Κάποια στιγμή όμως πέρασε το εμπόδιο αυτό κι άρχισε πάλι το κυνηγητό. Και πάλι ο Αυγερινός την είδε να πλησιάζει και φώναξε πάλι: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της τη χτένα της, που έγινε ένας μεγάλος φράχτης. Προσπαθούσε η μητριά από εδώ να περάσει, από εκεί να περάσει, δεν μπορούσε. Αλλά από τη χτένα έλλειπε ένα δόντι κι εκεί ο φράχτης είχε τρύπα και τελικά πέρασε κι άρχισε πάλι το κυνηγητό. Τρίτη φορά την είδε ο Αυγερινός να πλησιάζει και φώναξε πάλι: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της το καθρεφτάκι κι έγινε μια μεγάλη και βαθιά λίμνη και με τη φόρα που είχε η μητριά, έπεσε μέσα, δεν ήξερε και κολύμπι και πνίγηκε.
Πήραν ανάσα τα παιδιά, αλλά ο Αυγερινός διψούσε πολύ κι όπως έβρισκε στο δρόμο πατημασιές ζώων γεμάτες νερό, γιατί είχε βρέξει, ρωτούσε την Πούλια να πιεί.
-Μη Αυγερινέ μου γιατί θα γίνεις γουρουνάκι. Του έλεγε εκείνη, επειδή η πατημασιά ήταν γουρουνιού. Παραπέρα έβρισκε άλλη πατημασιά γεμάτη νερό και πάλι ρωτούσε:
-Πούλια διψώ, να πιω από δω; -Μη Αυγερινέ μου θα γίνεις αλογάκι, τ ου έλεγε εκείνη, επειδή η πατημασιά ήταν από άλογο.

Κάποια στιγμή όμως όπως ο Αυγερινός διψούσε πολύ, δεν τη ρώτησε αλλά έσκυψε κι ήπιε από μια πατημασιά, κι έγινε ελαφάκι.
Στενοχωρήθηκε πολύ η Πούλια, αλλά τι μπορούσε να κάνει. Πήρε το ελαφάκι, και προχωρούσε, μέχρι που έφτασε σε κάποιο κάστρο. Όταν είδαν οι στρατιώτες το κοριτσάκι με το ελαφάκι, έτρεξαν κι έπιασαν το ελαφάκι, ενώ η Πούλια φοβήθηκε και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, πολύ ψηλά. Της φώναζαν οι στρατιώτες να κατέβει, αλλά αυτή δεν κατέβαινε. Τότε μια γριά, είπε στους στρατιώτες ότι αυτή θα την κατέβαζε, μόνο να παραφυλάνε.
Πήγε λοιπόν κάτω από το δένδρο, στο οποίο είχε σκαρφαλώσει η Πούλια, έβαλε ανάποδα μια σκάφη, έβαλε πάνω ανάποδα ένα κόσκινο κι έριχνε αλεύρι και κοσκίνιζε, ενώ είχε δίπλα κι ένα γουρουνάκι. Το αλεύρι έπεφτε έξω από το κόσκινο, το γουρουνάκι έτρωγε από το αλεύρι, τα έβλεπε αυτά η Πούλια κι άρχισε να της φωνάζει:
-Αλλιώς κυρά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι. Διώξε και το γουρουνάκι σου γιατί σου τρώει το αλεύρι. Η γριά έκανε ότι δεν άκουγε και της έλεγε:
-Τι λες κοριτσάκι μου; Δεν ακούω. Κατέβα παρακάτω γιατί είμαι κουφή!
Η Πούλια κατέβαινε λίγα κλαδιά, η γριά συνέχιζε να κοσκινίζει στο ανάποδο κόσκινο και πάλι φώναζε η Πούλια:
-Αλλιώς κυρά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι. Διώξε και το γουρουνάκι σου γιατί σου τρώει το αλεύρι. Πάλι η γριά έκανε ότι δεν άκουγε και της έλεγε:
-Τι λες κοριτσάκι μου; Δεν ακούω. Κατέβα παρακάτω γιατί είμαι κουφή!
Κατέβαινε η Πούλια μερικά κλαδιά και πάλι τα ίδια, μέχρι που κατέβηκε στο χαμηλότερο κλαδί κι όρμησαν οι στρατιώτες και την έπιασαν.
Εν τω μεταξύ, είχαν σφάξει το ελαφάκι, το έψησαν και το έτρωγαν και έδιναν και στην Πούλια να φάει, που όμως δεν ήθελε, αφού ήξερε ότι ήταν ο αδερφός της.
Όμως μάζεψε στο τέλος όλα τα κοκαλάκια και πήγε και τα έθαψε σε μια γωνιά του κάστρου. Κι εκεί φύτρωσε μια πορτοκαλιά, που έκανε ένα μεγάλο ωραίο πορτοκάλι.
Το κλαδί ήταν ψηλό, αλλά κάθε φορά που πλησίαζε η Πούλια, το κλαδί χαμήλωνε κι η Πούλια χάιδευε το πορτοκάλι και παρηγορούνταν. Όταν πλησίαζαν οι στρατιώτες ή κανένας άλλος, το κλαδί σηκώνονταν ψηλά και δεν μπορούσαν να το φθάσουν.
Μια μέρα όμως οι στρατιώτες αποφάσισαν να κόψουν την πορτοκαλιά να πάρουν το πορτοκάλι. Το ένιωσε ο Αυγερινός κι όταν πήγε η Πούλια και χαμήλωσε το κλαδί, άκουσε η Πούλια μια φωνή από το πορτοκάλι:
-Πούλια, πιάσου γερά!
Πιάστηκε λοιπόν γερά από το πορτοκάλι, τινάζεται με δύναμη το κλαδί προς τα πάνω και Πούλια και πορτοκάλι έφυγαν στον ουρανό. Κι έγινε η Πούλια τα πολλά μικρά αστεράκια που έχουν το όνομά της κι ο Αυγερινός εκείνο το φωτεινό άστρο που βλέπουμε το πρωί.»