Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Στιχάκια για τον Κλήδονα



     
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές

    του Αη Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
    αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
    που `χουν πεθάνει

   Με βάλαν πάνω στην κορφή
   στ’ αγριεμένο κύμα
   στης Σμύρνης την καταστροφή
   στ’ άδικο και στο κρίμα

(Στίχοι Μάνος Ελευθερίου, μουσική Δήμος Μούτσης)

Στο βιβλίο μου "Στα ίχνη του Ομήρου -Περιπέτεια στη Χίο"   έχω ένα μικρό κομμάτι για τη γιορτή του Κλήδονα, που πάντα με συγκινούσε. Σήμερ απου είναι η μέρα και οι φωτιές ανάβουν όλο και λιγότερο, είπα να το θυμηθώ μαζί με χαρακτηριστικά στιχάκια.
Μου θύμισε τη γιορτή μια φίλη που έστειλε και τις φωτογραφίες

(Όλες οι φωτογραφίες ανήκουν στον Χορευτικό Όμιλο Ν. Ερυθραίας και τραβήχτηκαν στους αφανούς τ’ Άη-Γιαννιού που έγιναν στις 23 Ιουνίου 2017 μπροστά στο σπίτι του Αντώνη και της Χρύσας Μαδούρογλου, στην οδό Κρήνης της Νέας Ερυθραίας)

Το απόσπασμα: 

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ. Περιπέτεια στη Χίο«Πρώτη φορά φέτος πήγαμε μαζί στο Κάστρο στις φωτιές του Άι Γιάννη του Κλήδονα» είπε ο Ισίδωρος «Είναι καταπληκτικά με το αμίλητο νερό και τις φωτιές!»

«Φαίνεται πως εσύ ήπιες λίγο παραπάνω», σκέφτηκε από μέσα της η Αντιγόνη

«Πέρσι είχαμε πάει κι εμείς στη γιορτή του Κλήδονα με τη γιαγιά Ζωή στην Αγία Μαρίνα στη Λέρο. Κάψαμε και το μαγιάτικο στεφάνι, πηδήσαμε τις φωτιές και κάτι κορίτσια είχαν μέσα σε μια στάμνα με το αμίλητο νερό μαζέψει από όλους τους γείτονες δαχτυλίδια, κουμπιά, διάφορα μικροπράγματα. 

Σκέπασαν τη στάμνα με ένα κόκκινο μαντίλι, την άφησαν όλη νύχτα έξω και την άλλη μέρα μαζευτήκαμε όλοι κάτω στη θάλασσα κι ο Σταμάτης -ένα παιδί από τη γειτονιά που είναι στη θεατρική ομάδα- έβγαζε ένα -ένα τα αντικείμενα και σκάρωνε στιχάκια που υποτίθεται πως είναι προφητικά γι’ αυτόν που του ανήκει το κάθε αντικείμενο», είπε η Κατερίνα

«Κάπως έτσι γίνεται κι εδώ», σχολίασε ο Ισίδωρος

«Εγώ δεν έχω βρεθεί ποτέ σε Κλήδονα. Μόνο έχω διαβάσει…» είπε η Αντιγόνη

«Είναι καταπληκτικά!!» πετάχτηκε πάλι η Ζωή. «Κι εδώ που τα λέμε, μάλλον πραγματικά προβλέπουν το μέλλον!!»

«Μα τι λες; Πλάκα κάνουν!» απάντησε η Κατερίνα

«Σοβαρά; Θυμάσαι τι είπε όταν έβγαλε το δικό σου μπρελόκ;»

«Βλακείες!»

«Βλακείες;
Να χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν τα δέντρα,
να σ’ έβλεπα αγάπη μου, να πιάναμε κουβέντα»

Απήγγειλε με ύφος η Ζωή και πρόσθεσε:

«Και μετά γνώρισες τον αγαπημένο σου τον Σάββα, που μας ήρθε από τα βουνά»
«Τι χαζομάρες είναι αυτές;»
«Προ-φη-τείες!!!»
«Μάλλον ξέχασες τι είπαν όταν έβγαλαν το δικό σου το δαχτυλίδι:
«Τα ωραία σου τα κάλλη
Πατσαβούρα του μπακάλη
Η καλλίγραμμή σου μύτη
Βούλωμα του νεροχύτη»

«Δεν ήταν δικό μου το δαχτυλίδι. Είχε ένα ίδιο η…»

«Έλα τώρα Ζωή!»

«Θέλω να πάω στη μαμά. Θα τους τα πω όλα! Πως με κοροϊδεύεις»..."



     Έφτασε η ώρα κι η στιγμή κι ο κλήδονας ανοίγει,
     και καθενός το ριζικό στα φανερά ξανοίγει.
                                     
     Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει,
     τότε κι εσύ θα παντρευτείς, να κάνει ο κόσμος χάζι.
                             
     Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, χρυσή ’ταν η κοιλιά της
     και σ’ έκανε ομορφότερη απ’ όλα τα παιδιά της.
                              
                                                 
     Σαν το ψηλό καμπαναριό, που δεν το πιάνει σκόνη
     έτσι ’ναι το κορμάκι σου καθημερ’νή και σκόλη.
                                       
     Το στόμα σου είναι καφενές, τα δόντια σου καρφάρες
     και τα στραβά σου τα κανιά του περβολιού οι τσάπες.
                                            
     Απ’ όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ’ αρέσει,
     είνι σα γαβανόχειρου τσι κρέμιτι να πέσει.
                  
     Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’ κουταλάκια
     και τ’ άλλο το υπόλοιπο δίσκος με ποτηράκια.
     
     Μουρή σαρδέλα βρουμιρή, σουπιά τηγανισμένη
     και καρακάξα του γιαλού, κανένας δεν σε θέλει.
                      
     Άγγελος είσαι, μάτια μου, κι αγγελικά βαδίζεις,
     σα θέλεις παίρνεις τις ψυχές, σα θέλεις, τις χαρίζεις.
                  

    Έχεις φωνή γαϊδουρινή και γουρουνιού ομορφάδα
     κι όποιος γυρίσει και σε δει, του έρχεται ζαλάδα.
 
     Έχεις δυο μάτια σαν ελιές επάνω σε κλωνάρι,
     τα φρύδια σου ζωγραφιστά σα δυο ημερών φεγγάρι.
                       
     Αγάπη μου ξινόρυζο και χαβιαρομανέστρα,
     την Κυριακή ’σαι όμορφη και τη Δευτέρα χέστρα.
 
     Μελαχρινό και νόστιμο, μαύρη μου σοκολάτα,
     εσύ ’σαι ήλιος τ’ ουρανού κι οι άλλες είναι τ’ άστρα.
       
     Όμορφη είσαι, μάτια μου, σαν του παπά το ράσο,
     κι όταν σε δω από κοντά, κοντεύω να ξεράσω.
    
     Σαράντα να τα μοιραστούν τα όμορφά σου κάλλη,
     όλες θα γίνουν όμορφες κι όμορφη θα ’σαι πάλι.
              
     Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθοί του παραδείσου
     μάζεψε η μανούλα σου κι έπλασε το κορμί σου.
     
           
     Ως και το παπουτσάκι σου κι εκείνο έχει γνώση,
     πέτρα την πέτρα περπατεί, την κάλτσα μη λερώσει.
    
                                                            
     Όλα σου τα ’δωσε ο Θεός, όλα με το κοντύλι,
     μάτια και φρύδια και μαλλιά και ζαχαρένια χείλη.
                          

     Ένα καράβι έρχεται γεμάτο με το ρύζι,
     το ’να του μάκ’ σ’ είνι στραβό τσι τ’ άλλου καγιαρίζει.
                                                  
     Μελαχρινό τα μάτια σου όταν τα πάρεις βόλτα,
     πολλές καρδιές μαραίνονται, μα η δική μου πρώτα.
                          
     Έχεις μαλλιά σα σέλινα στις πλάτες σου ριγμένα
     και τα χτενίζουν άγγελοι με διαμαντένια χτένα.
            
     Για δες μαλλιά σγουρά ξανθά, πλεγμένα με την τάξη
     και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.                  

     Μουρή αρκούδα μαλλιαρή μι τα στραβά πουδάρια,
     π’ έκατσις τσ’ ανιγέλασις ούλα τα παληκάρια.
                            
     Βασίλισσα των κοριτσιών θε να σε ονομάσω,
     άλλη δε βρήκα στο ντουνιά ωσάν την εμορφιά σου.
                            

     Σα φουρτουνιάσ’ η θάλασσα κι εβγούνε τα χταπόδια,
     τότις θα παντριφκείς τσι συ μι τα στραβά τα πόδια.
                               
     Μαύρα ’ναι τα ματάκια σου, ξανθά ’ναι τα μαλλιά σου,
     σα μήλα ροδοκόκκινα είναι τα μάγουλά σου.
                           

     Έχεις δυο μάκια σαν αυγά, δυο κώλους σα βαρέλια,
     όποιος γυρίσει να σι δει ξηραίνιτι στα γέλια.
                    
     Έμορφα που ’ν’ τα μάτια σου, έμορφα που κοιτάζουν,
     σαράντα μίλια μακριά τον άνθρωπο τον σφάζουν.
                                               

     Από την πόρτα σου περνώ και βήχω ξεροβήχω,
     κι αν δε γυρίσεις να σε δω, σου κατουρώ τον τοίχο.
                              
     Σαν περδικούλα περπατείς, σαν περιστέρι τρέχεις,
     χαρά στην ομορφάδα σου, που ταίρι να μην έχεις.
                                
     Σαν παλιαπίδι κρέμισι, χουρίς αγέρα κ’νιέσι,
     χουρίς να σι λουγιάζ’ κανείς, λυέσι τσι του καυτσιέσι.
                                   
     Άσπρη είσαι σαν το χιόνι, όμορφη όπως καμιά,
     σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι η Αγιά Σοφιά.
                               
     Από καρσί σε γνώρισα ’γκλέζικο μοναστήρι,
     τώρα σε ξέρω από κοντά, δε θέλω πια μαρτύροι.
                                  
     Άσπρο μου τριαντάφυλλο, της Παναγιάς μετόχι,
     το καμαροφρυδάκι σου άλλη καμιά δεν το ’χει.
                            

     Αν έχεις κόρην έμορφη, βάλ’ τηνε στο ζεμπίλι
     και κρέμασέ την υψηλά, να μη στη φάν’ οι ψύλλοι.
                                     
     Λάμπει ο ήλιος την ημέρα, το φεγγάρι την αυγή,
     λάμπει και το πρόσωπό σου σκόλη και καθημερ’νή.
                                   
     Λάθος σας επαινέσανε το ιδικό σας σπίτι
     και σήκωσες τόσο ψηλά τη μακριά σου μύτη.
                       
     Σαν της ελιάς το λιόφυλλο, που γέρνει πάνω κάτω,
     έτσι ’ναι το κορμάκι σου λιγνό και ντελικάτο.
                        
     Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ κι ήλθα να τραγουδήσω,
     ο γάιδαρός μου δίψασε, κι ήλθα να τον ποτίσω.
                         
     Τσαχπίνισσα της γειτονιάς καινουργιοφορεμένη,
     που μ’ έκανες να περπατώ τρελό στην οικουμένη.
                                    
     Να μην πολυπαινεύεσαι, και ξέρω τη γενιά σου,
     πόσες χιλιάδες κόνιδες έχ’ η βρακοθηλιά σου.
                         
     Ψηλό κυπαρισσάκι μου, καφασωτό πλεγμένο,
     εσύ ’σαι μες στη γειτονιά λιγνό και χαϊδεμένο.
                                 
                        
     Αρχοντοπούλα να ’σουνα, δεν θα ’χες τέτοια χάρη,
     να σου ζυγίζουν το φιλί με το μαργαριτάρι.
                            

     Είσαι κουτσή, είσαι στραβή, γαϊδούρα μαδημένη,
     καμιά στην ομορφάδα σου με σένανε δεν βγαίνει.
                  
     Έχεις δυο ματάκια μαύρα, μαύρα ’ναι σαν την ελιά
     κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.
                      
     Η χήρα θέλει πάπλωμα κι η παντρεμένη στρώμα
     κι η λεύτερη κατάχαμα, που δεν τα ξέρει ακόμα.
                            
     Λιγνό κυπαρισσάκι μου, σκύψε και βγάλε αέρα,
     να κελαηδήσουν τα πουλιά, να ξημερώσει η μέρα.
                              
     Τι ωραιότης είν’ αυτή, τι λάχανα και πράσα,
     και τι καμπούρικο κορμί, να κάνει τόσα πάσα.
                                

     Σαν περιστέρι φτερουγάς, λαλείς ωσάν αηδόνι
     και περπατάς καμαρωτά, σαν τ’ όμορφο παγώνι.
                                   
                                   
     Ανάμεσα στα φρύδια σου δίχτυ χρυσό πλεγμένο,
     πάω να περάσω, μάτια μου, πιάστηκα το καημένο.
                  
                        
     Έχεις δυο ματάκια μαύρα, του αγγέλου μοιάζουνε,
     σα γυρίσουν και με δούνε, στην καρδιά με σφάζουνε.
       
                        
     Αυτά τα μάτια τα γλυκά για πες μου πού τα βρήκες,
     τα είχες για τ’ αγόρασες για δανεικά τα πήρες;
                    

                        
     Σα φουρτουνιάσ’ γη θάλασσα τσι βγούνι τα χταπόδια,
     τότι θα παντριφκείς τσι συ μι τα στραβά τα πόδια.
                  
     Τα μάτια σου σφάζουν πασά, τα φρύδια σου βεζύρη,
     τ’ αγγελικό σου το κορμί σφάζει καραβοκύρη.
              
     Σα βγάλει ο βάτραχος μαλλιά και η χελώνα γένια,
     τότε θα παντρευτείς κι εσύ, να βγεις από την έγνοια.
                       
     Μοιάζεις με την Αγιά Σοφιά και δεν υπάρχει άλλη
     που να μπορεί να παινεθεί σαν τα δικά σου κάλλη.
                       
     Θα πάρεις άντρα όμορφο, με αετίσιο μάτι,
     το ριζικό του κλήδονα τον λέει ακαμάτη!
                       
     Είσαι μαστίχα χιώτικη, κανέλα μυρισμένη,
     απ’ όλες μέσ’ στη γειτονιά εσύ ’σαι χαϊδεμένη.
                                
     Δεν τοὔξιρα, Μαρίγια μου, πους αγαπάς τα σύκα,
     να σι φυτέψου μια συκιά πα στου κουρμιού σ’ την τρύπα.
                            
     Σαράντα χρόνια έσκαβα τη γη μι τη βιλόνα,
     για νά ’βρου την αγάπη μου τη μαρμαρουκουλόνα.
                  
                                                  
     Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβη
     και σου ’δωσε την ομορφιά και πάλι πίσω ανέβη.

     Μωρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη,
     που κάθεσαι κι αναγελάς πέρδικα πλουμισμένη.

     Να χαίρεσαι τη γλώσσα σου την αηδουνουλαλούσα,
     που τήνε πήραν τα πουλιά σκουπό τσι την λαλούσαν.

     Βρε ακαμάτη, παλαβέ, με γουρουνίσιους τρόπους,
     τι θέλεις και μπερδεύεσαι μαζί με τους ανθρώπους;


     Μη μου πολυφημίζεσαι πως είσαι παλικάρι, 
     γιατί 'σαι σαν το μέρμηγκα που κουβαλεί κριθάρι.
                       
     
     Γαλάζια πέτρα του γιαλού μι ασημένια βούλα,
     να σι χαρεί η μανούλα σου, που σ’ έχει μοναχούλα.
         
     Μουρή στραβή πινακουτή, μι τα στραβά ψουμιά σου,
     ανάσκελη να τσείτισι, δεν έρχουμι κουντά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου