Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Ένα αλλιώτικο κρυφτό: Παραμύθι από την Αρκαδία


Στο πλαίσιο του εργαστηρίου δημιουργίας παραμυθιού που πραγματοποιήθηκε με διοργανωτή το βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα, μια από τις ασκήσεις ήταν να γραφτούν παραμύθια αξιοποιώντας τη ντοπιολαλιά και ακολουθώντας τα μοτίβα των λαϊκών παραμυθιών. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εξαιρετικά!
Όπως αυτό το παραμύθι που έγραψε η Παναγιώτα Προύτσου που κατάγεται από την Αρκαδία

Ιαθειην - Το φεγγάρι και ο κουβάς! "Ένας μοναχός είχε... | Facebook

                            Ένα αλλιώτικο κρυφτό…


από την Παναγιώτα Προύτσου

Ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, με το φεγγάρι ολόγιομο και λαμπερό, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. H ζέστη από τον καυτό ήλιο της μέρας δεν έλεγε να  λιγοψυχίσει και να παραχωρήσει τη θέση της στη βραδινή δροσιά του καλοκαιριού. Kάπου σε ένα χωριό εκεί κοντά στην πατρίδα ενός μεγάλου ήρωα του '21, του Γέρου του Μοριά ή αλλιώς Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ένας μυστήριος γεράκος, ο κυρ' Γιώργης όπως τον φώναζαν όλοι, έκανε τη βραδινή του περιπολία για να προγκίξει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες από τα χτήματα του.    

   Ήταν  μία συνήθεια του και αυτή. Κάθε βράδυ έπαιρνε το παλιό - δίκαννο που είχε, από τον πόλεμο του 40' κοντά και φουρλάτιζε  δόθε-κήθε μέσα στις  τριβόλες και στις σειρές τ' αμπέλια για να βρει, ποιός "κερατάς" όπως έλεγε, του ζγκαρλούσε  την πατάτα και του ρημάζει τoν αμπελώνα.  Όμως ετούτο το βράδυ από την τόση ζέστη εκάψωσε ο έρμος.  Έτσι, πήρε τη ρούγα για να βρει ένα πηγάδι παραπέρα όπου’χε δροσερό νερό για να σβήσει την δίψα του. Έδωσε-πήρε, με τα πολλά έφτασε στο πηγάδι. Κάνει να πιάσει την τέσα για να τραβήξει νερό και ξαφνικά... Παγώνει... Τι να δει;... Κάποιος μισομπάνταβος  μάλλον, είχε πετάξει μέσα στο πηγάδι ένα ολόκληρο κεφάλι τυρί.
- Άσπρο-άσπρο και θεριακομμένο μου φαίνεσαι, πάνω από τρεις οκάδες πρέπει να 'σαι.  

Ε έχει μπανταβώσει ο κόσμος! Αχ και να μπορούσα να σε εκόκεβα. Θα την ντάσκωνα, τώρα που ξεντοκιάστηκα με τόσο δρόμο.  Αλλά πού ξέρω εγώ ότι δεν είναι κανενός αλλουνού που καρτεράει να το φάει κρύο;  Άμα  του το τσουρνέψω και με ξετρουπώσει; Θα με τελεφιάσει και με το δίκιο του!  Άσε καλύτερα... Βέβαια νύχτα είναι… ποιος θα έρθει τέτοια ώρα;

Έτσι λοιπόν αποφασίζει να ρίξει το κατρούτσι για να πιάσει το περιβόητο τυρί. Ρίχνει τον κουβά. Τραβάει επάνω. Ζυγώνει με λαχτάρα, να πάρει το κεφάλι αλλά...

- Φτου σου κερατά σκατογέννη! Αποχάζεψα μπίτι μου φαίνεται! Άδειο το ανέβασα στο κατρούτσι.
 Ξαναρίχνει τον κουβά. Τραβάει. Βάζει το χέρι να πάρει το τυρί όμως...

- Μπα ταμπλάς να σε βαρέσει! Ρε άσωτο, ρε καπινιασμένο! Πάλι μου την έφτιασες, πάλι άδεια είναι το τέσα! Αμ δε θα σου περάσει. Εγώ με εσένανε θα την αργάσω σήμερα. Έχω και το καρβέλι στο ταγάρι... Θα γένεις καλό προσμπούκι έτσι ταμαχιάρικο που 'σαι!

Προσπαθεί... ξαναπροσπαθεί.. Αλλά μάταιος κόπος. Η ώρα περνούσε και το κεφαλοτύρι ήταν ακόμη στο πηγάδι...

- Α ρε κέρατο βερνικομένο, και ‘γω που νόμιζα ότι θα σ' έπιανα χερ-χέρα να κατσιάσω εφτού χάμου, να ρουκουλιάσω  στη δροσά.  Αλλά εσύ...  με έκαμες μπαρούτι !

Σιγά-σιγά η νύχτα έφευγε και τη θέση της έπαιρνε το χάραμα με την ανατολή να ζεσταίνει και να φωτίζει ούλο το Μοριά.  Όσο ο ήλιος ανέβαινε για να βασιλέψει στον ουρανό τόσο η όψη από το κεφαλοτύρι θόλωνε στα μάτια του κυρ-Γιώργη. Ώσπου... χάθηκε! Εκείνη την ώρα όμως όλοι οι χωριανοί τράβαγαν για τα μπαΐρια τους, για να πιάσουν δουλειά. Κάποιος περαστικός από το μέρος είδε τον κυρ-Γιώργη. Τον ζύγωσε και τον ρώτησε τι έκανε εκεί πέρα. Ο κυρ-Γιώργης  φυσικά του είπε για το εύρημα του όλο χαρά. Όμως στο τέλος το πρόσωπο του πήρε μία έκφραση που μαρτυρούσε  την απογοήτευση του, γιατί όλες οι προσπάθειες του να πιάσει αυτό το ρημαδικό το τυρί ήταν μάταιες. Ο μπάρμπα-Ζήσης, όπως ήταν γνωστός για τους συντοπίτες του, αφού άκουσε με μεγάλη προσοχή την περιπέτεια του συγχωριανού του θέλησε να δει και αυτός με τα μάτια του αυτό το αναθεματισμένο το κεφαλοτύρι. Τραβάει λοιπόν κατά το πηγάδι. Σκύβει. Ψάχνει με τα μάτια του. Σηκώνεται. Κοντοστέκεται και χαμόγελα πονηρά.

-Καλά ρε ταμπλωβαρεμένε, ούλια τη νύχτα πάλευες με το κατρούτσι μοναχός σου και δεν ετείραγες καλύτερα τι ήτονε τούτο το άσπρο που’ βλέπες κατά μεσής στο πηγάδι;

Ο κυρ-Γιώργης που δεν σήκωνε είτε μύγα στο σπαθί του, του αποκρίθηκε με περίσσιο θράσος.

- Ετείραξα και ήντονες ένα κεφάλι τυρί ίσα με το κουρούπι σου!

 Ο μπάρμπα Ζήσης αφήνει το χαμόγελο να σβήσει απαλά από το πρόσωπό του και με αυστηρό ύφος του απαντά.

-Έχεις παραντουρίσει μου φαίνεται! Ευτούνο φτου που βλέπες εσύ ούλο το βράδυ για τυρί και το λιγουρευόσουνα, ήντονες το φεγγάρι που σε περιγελάγε ρε μερελέ. Κι εσύ την πάτησες σα παιδαρέλι. Έτσι ολόγιομο και φωτεινό που τα 'ναι κι εφαινότανε μέσα απο τα νερά του πηγαδιού εσύ ρε μπανταβέ ενόμιζες οτι εβρίκες κεφάλι τυρί. Αϊ γέρασες ρε μαυρε κ’ αποχαζεψες μου φαίνεται!

Ο κυρ Γιώργης όμως ήταν γνωστός για το ξερό του το κεφάλι και έτσι μετά από αυτή τη συνάντηση βάλθηκε να αποδείξει τόσο στον Μπάρμπα Ζήση όσο και στον ίδιο του τον εαυτό ότι δεν εζουρλάθηκε ακόμα. Έτσι έβαλε σκοπό να τσακώσει αυτό το σιφοριασμένο το κεφαλοτύρι όσες μέρες και αν του έπαιρνε αυτό.  Με τα πολλά το επόμενο βράδυ αφού είχε νυχτώσει για τα καλά και ήταν σίγουρος πως δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι κανένας, εκίνησε να πάει πάλι στο πηγάδι.  Ετούτη τη φορά όμως είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα "όπλα" για αυτό το "κυνήγι". Ζαλώθηκε  λοιπόν ένα τεράστιο τσουκάλι που είχε η κυρά - Γιώργαινα για να μαερεύει και πήρε πάλι το δρόμο για το παλαιοχώραφο.

- Ετούτο να, σα να'ναι κομμάτι μεγαλύτερο απο το κατρούτσι που' χει κείνο το παλιοπήγαδο. Για να ειδούμε θα το ζβερκώσω τούτη τη φορά ή πάλι θα μου λακίσει το αφιλότιμο;

Το τσουκάλι όμως ήταν τόσο βαρύ, ασήκωτο σχεδόν, και ο κυρ - Γιώργης λόγω ηλικίας πια δεν είχε αντοχές για να το κουβαλήσει μονοκούκι ως το πηγάδι.  Έτσι λοιπόν αναγκάστηκε να σταματήσει κάμποσες φορές στο δρόμο για να πάρει μιαν ανάσα. Η ώρα περνούσε και σιγά-σιγά ξημέρωνε. Ο κυρ-Γιώργης  όμως απτόητος συνέχισε το δρόμο του και τελικά έφτασε ξωηλιού στο πηγάδι. Έτοιμος καθώς ήταν να ρίξει το τσουκάλι για να πιάσει το περιβόητο τυρί, που τόσο τον ταλαιπώρησε, ακούει τη φωνή ενός αγοριού. Ήταν ο Κωστής ένα παλικαράκι που του έκαμε παρέα κάτι βραδιά στον καφενέ και ο κυρ - Γιώργης του έλεγε ιστορίες από τα γεννοφάσκια του, για να μαθαίνει από τον παλιό όπως έλεγε.

- Κυρ-γιώργη! Εσύ 'σαι; Γιατί γκεζ...

 Ένα δυνατό "ΜΠΛΟΥΜ" ακούστηκε μέσα από το πηγάδι και ξαφνικά ο κυρ-Γιώργης βρέθηκε κατηφοροκέφαλα κατα μεσίς στον πάτο, αγκαλιά με το τσουκάλι του!

- Μπράβο Γιώργη ωραία τα κατάφερες και τούτη τη φορά.  Α μαύρε μου, έτσι και το μάθει η κυρά ότι της πήρα στο τσουκάλι και της το έριξε δω μέσα, θα μου το κατεργαστεί καλά το τομάρι!
Μονολόγησε για λίγο ο κυρ- Γιώργης.

Ο Κωστής τρομαγμένος έτρεξε στο χωριό να φέρει βοήθεια. Τραβάει κατά το σπίτι του κυρ-Γιώργη και ξυμάει την κυρά του.

- Κυρά- Γιώργαινα!  Σήκω ο άντρας σου εγλίστρησε και έπεσε μές σ' εκείνο το παλιοπήγαδο του γέρο-Μάρκο. Συκωτιάσου, ογλήγορα σου λέω έχει και το τσουκάλι σου μαζί του. Θα πινιγεί σαν το γατοκάτσουλο ο καψερός!

Μόλις ακούει η κυρά - Γιώργαινα για το τσουκάλι πετάγεται σαν ελατήριο από το στρώμα. Φουρλιάζει  ένα παλιοφούστανο και τη μαντίλα που είχε πεταμένα στην καρέκλα και τρέχει να πάει να ειδεί τι γίνηκε και από κοντά.  Φτάνει και ακούει τον κυρ-Γιωργή να γκουρλίζει μέσα από το πηγάδι.  Πλησιάζει και τον βλέπει να αρρουλιέται  και να σκούζει :

- Μπα μπαρούτι! Που στο χαϊμό είσαι ρε αποβγαλμένο; Ατσίδι εγίνηκα και εσύ άφαντο. Αλλά που θα μου πας θα σε ξεστραχώσω εγώ.

 Εν τω μεταξύ ο Κωστής είχε φέρει και άλλους χωριανούς για βοήθεια και μέσα σε αυτούς ήταν και ο μπάρμπα-Ζήσης.

- Γιώργη! Ε ρε Γιώργη! Τι έγινε μωρέ παράουρε και ευρέθεις εκεί μέσα? Μπας και σε βάρεσε η ζούρλια και εβουτήξες να βρείς το κεφαλοτύρι σου;

Είπε ο μπάρμπα-Ζήσης γελώντας και μαζί του γέλασε και όλο το χωριό. Εκτός από την κυρά- Γιώργαινα.  Βλέπετε η κυρά ήταν σκληρή γυναίκα και τέτοια ρεζιλίκια δεν τα εσηκώνε. Έτσι νταβραντισμένη καθώς ήταν, βουτάει μία κότρωνα. Σημαδεύει και μπαμ της στέλνει ντουγτού στο κουρούπι του κυρ-Γιώργη. Ο καψερός δεν επρόλαβε να βγάλει άχνα και από την τρομάρα του ‘ρθέ λιγοθυμιά.

Τότε η κυρά- Γιώργαινα γύρνα και τηράει δύο γεροδεμένος παλικαράδες που 'ταν παραπέρα και με βροντερή φωνή τους λέει.

-Αντέστε ρε μανάρια μου να τον ανεβάσετε απάνου τον κατσουλοσκιαγμένο. Να ειδούμε τι θα βρεί να μας ειπεί για να μπαλώσει τις κουτουράδες του.

Τα παιδιά κατέβηκαν στο πηγάδι και μετά από κάμποση ώρα έβγαλαν τον κυρ-Γιώργη, ο οποίος είχε μισοσυνέλθει.

-Κουρκούτιανες μπίτι χριστιανέ μου; Τι πράγματα είναι φτούνα φτού;

-Ρε γυναίκα μη σκούζεις πάνω απ' το κεφάλι μου να χαρείς! Που να σου ειπώ... Μεσ' το πηγάδι είναι ένα κεφάλι τυρί πάνω από  τρεις οκάδες. Και εγώ ο καψερός από χθες παλεύω να τα σβερκώσω αλλά αυτό δεν πιάνεται με τίποτις. Έλα να βάλεις κι εσύ ένα χεράκι να …

Πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση του ακούει τον μπάρμπα-Ζήση να γέλα και να τον πλησιάζει.

- Μη σκιάζεσαι κυρά μου. Ο άντρας σου ήντονες τόσο κουρασμένος χτές που επέρασε το φεγγάρι που φταινότανε στα νερά του πηγαδιού για κεφαλοτύρι και εβάλθει να το πιάσει!   

- Αχ  μπάρμπα – Ζήση θαρείς και δεν τον εξέρω τον μπανταβό. Αλλά τι να τον εκάμω άντρας μου είναι!

Ο κυρ-Γιώργης κατέβασε τα μούτρα του και λούμοξε σε μιάν ακρούλα. Ο μπάρμπα-Ζήσης τον πλησίασε και του ψιθύρισε στο αυτί.

- Ελπίζω τούτη τη φορά να έβαλες μυαλό και να σταματήσεις τούτες τις μπανταβομάρες γιατί σε περιγελά ούλο το χωριό. Άιντε τώρα με την κυρά σου στο φτωχικό σας και άλλη φορά να ‘σαι πιο προσεχτικός!  

Ο κυρ –Γιώργης άκουσε με  προσοχή τον φίλο του. Σηκώθηκε , πηρέ την κυρά του και τράβηξαν για το σπιτικό τους. Μετά από αυτή την περιπέτεια υποσχέθηκε στον εαυτό του και στην γυναίκα του πώς από δω και πέρα θα έχει το μυαλό του μέσα στο κεφάλι του και δεν θα ξαναπάθει τα ιδία.
Βλέπεται η φαντασία είναι μια μικρή πονηρή κυριούλα που κάποιες φορές θέλει να παίξει μαζί μας και μας βάζει σε μπελάδες, όπως έβαλε και τον κυρ-Γιώργη καλή ώρα. Γι αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτική μαζί της και να την αφήνουμε να « καλπάσει» μόνο όταν μπορούμε να την «δαμάσουμε» εμείς η ίδιοι.

Όσο για το φεγγάρι που στα μάτια του κυρ-Γιώργη φάνταζε για κεφαλοτύρι, έχω να σας πω ένα μυστικό … Αν βρεθείτε ποτέ κοντά σε κάνα πηγάδι , Αύγουστο μήνα και κοιτάξετε μέσα στο νερό , μπορεί και εσείς να δείτε αυτό το περιβόητο κεφαλοτύρι… όμως ΠΡΟΣΟΧΗ !!! Μην προσπαθήσετε να το πιάσετε γιατί θα βρεθείτε κι εσείς μέσα το νερό σαν τον κυρ-Γιώργη.

Εγώ σας χαιρετώ κάπου εδώ. Και μην ξεχνάτε … να περνάτε όμορφα !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου