Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Η Πούλια και ο Αυγερινός


Από τη ...χρυσή φίλη της Παραμυθοκουζίνας, τη Χρυσή μας ήρθε μια όμορφη παραλλαγή του παραμυθιού από τη Χαλκιδική και το μοιραζόμαστε μαζί σας:

Πούλια και Αυγερινός

«Ήταν μια φορά, ένα ζευγάρι, που ζούσαν φτωχικά αλλά ευτυχισμένα, με τα δύο παιδιά τους, την Πούλια μεγαλύτερη και τον μικρότερο Αυγερινό. Όμως όπως όλα τα καλά τελειώνουν, πέθανε η μητέρα και ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Όμως η μητριά δεν αγαπούσε τα παιδιά, αλλά όσο ζούσε ο πατέρας, φυσικά δεν μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματά της. Πέθανε όμως κι ο πατέρας και η μητριά τον μεν Αυγερινό τον έκλεισε μαζί με τα γουρούνια, σκοπεύοντας να τον σφάξει σαν γουρουνάκι, ενώ την Πούλια όλη μέρα την άφηνε νηστική, την έβαζε να κάνει βαριές δουλειές κ.λπ. Κάποια γειτόνισσα που τα λυπήθηκε, μια μέρα που έλειπε η μητριά, πήγε κι ελευθέρωσε τον Αυγερινό και τους είπε τι σκόπευε να κάνει η μητριά, οπότε τα δυο παιδιά φύγανε, χωρίς να πάρουν τίποτε μαζί τους. Μόνο η Πούλια είχε στις τσέπες της τις κορδέλες για τις πλεξούδες της, μία χτένα κι ένα καθρεφτάκι.

Τα παιδιά έφυγαν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Πήραν ένα δρόμο και το μόνο που ήθελαν ήταν να φύγουν μακριά.
Γύρισε στο σπίτι η μητριά, είδε ότι έλειπαν τα παιδιά, ρώτησε τη γειτόνισσα, αλλά αυτή της είπε ότι έφυγαν προς αντίθετη κατεύθυνση. Έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη η μητριά αρκετή ώρα και τελικά κατάλαβε ότι τη γέλασε η γειτόνισσα και γύρισε, παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση και τρέχοντας με μεγαλύτερη λύσσα τώρα. Κάποια στιγμή πλησίαζε τα παιδιά, την είδε πρώτος ο Αυγερινός και φώναξε στην Πούλια: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της τις κορδέλες της, που έγιναν φίδια μεγάλα, τα οποία καθυστέρησαν αρκετά τη μητριά.

Κάποια στιγμή όμως πέρασε το εμπόδιο αυτό κι άρχισε πάλι το κυνηγητό. Και πάλι ο Αυγερινός την είδε να πλησιάζει και φώναξε πάλι: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της τη χτένα της, που έγινε ένας μεγάλος φράχτης. Προσπαθούσε η μητριά από εδώ να περάσει, από εκεί να περάσει, δεν μπορούσε. Αλλά από τη χτένα έλλειπε ένα δόντι κι εκεί ο φράχτης είχε τρύπα και τελικά πέρασε κι άρχισε πάλι το κυνηγητό. Τρίτη φορά την είδε ο Αυγερινός να πλησιάζει και φώναξε πάλι: -Πούλια μας έφτασε!
-Μη φοβάσαι Αυγερινέ μου, του είπε αυτή κι έριξε πίσω της το καθρεφτάκι κι έγινε μια μεγάλη και βαθιά λίμνη και με τη φόρα που είχε η μητριά, έπεσε μέσα, δεν ήξερε και κολύμπι και πνίγηκε.
Πήραν ανάσα τα παιδιά, αλλά ο Αυγερινός διψούσε πολύ κι όπως έβρισκε στο δρόμο πατημασιές ζώων γεμάτες νερό, γιατί είχε βρέξει, ρωτούσε την Πούλια να πιεί.
-Μη Αυγερινέ μου γιατί θα γίνεις γουρουνάκι. Του έλεγε εκείνη, επειδή η πατημασιά ήταν γουρουνιού. Παραπέρα έβρισκε άλλη πατημασιά γεμάτη νερό και πάλι ρωτούσε:
-Πούλια διψώ, να πιω από δω; -Μη Αυγερινέ μου θα γίνεις αλογάκι, τ ου έλεγε εκείνη, επειδή η πατημασιά ήταν από άλογο.

Κάποια στιγμή όμως όπως ο Αυγερινός διψούσε πολύ, δεν τη ρώτησε αλλά έσκυψε κι ήπιε από μια πατημασιά, κι έγινε ελαφάκι.
Στενοχωρήθηκε πολύ η Πούλια, αλλά τι μπορούσε να κάνει. Πήρε το ελαφάκι, και προχωρούσε, μέχρι που έφτασε σε κάποιο κάστρο. Όταν είδαν οι στρατιώτες το κοριτσάκι με το ελαφάκι, έτρεξαν κι έπιασαν το ελαφάκι, ενώ η Πούλια φοβήθηκε και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, πολύ ψηλά. Της φώναζαν οι στρατιώτες να κατέβει, αλλά αυτή δεν κατέβαινε. Τότε μια γριά, είπε στους στρατιώτες ότι αυτή θα την κατέβαζε, μόνο να παραφυλάνε.
Πήγε λοιπόν κάτω από το δένδρο, στο οποίο είχε σκαρφαλώσει η Πούλια, έβαλε ανάποδα μια σκάφη, έβαλε πάνω ανάποδα ένα κόσκινο κι έριχνε αλεύρι και κοσκίνιζε, ενώ είχε δίπλα κι ένα γουρουνάκι. Το αλεύρι έπεφτε έξω από το κόσκινο, το γουρουνάκι έτρωγε από το αλεύρι, τα έβλεπε αυτά η Πούλια κι άρχισε να της φωνάζει:
-Αλλιώς κυρά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι. Διώξε και το γουρουνάκι σου γιατί σου τρώει το αλεύρι. Η γριά έκανε ότι δεν άκουγε και της έλεγε:
-Τι λες κοριτσάκι μου; Δεν ακούω. Κατέβα παρακάτω γιατί είμαι κουφή!
Η Πούλια κατέβαινε λίγα κλαδιά, η γριά συνέχιζε να κοσκινίζει στο ανάποδο κόσκινο και πάλι φώναζε η Πούλια:
-Αλλιώς κυρά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι. Διώξε και το γουρουνάκι σου γιατί σου τρώει το αλεύρι. Πάλι η γριά έκανε ότι δεν άκουγε και της έλεγε:
-Τι λες κοριτσάκι μου; Δεν ακούω. Κατέβα παρακάτω γιατί είμαι κουφή!
Κατέβαινε η Πούλια μερικά κλαδιά και πάλι τα ίδια, μέχρι που κατέβηκε στο χαμηλότερο κλαδί κι όρμησαν οι στρατιώτες και την έπιασαν.
Εν τω μεταξύ, είχαν σφάξει το ελαφάκι, το έψησαν και το έτρωγαν και έδιναν και στην Πούλια να φάει, που όμως δεν ήθελε, αφού ήξερε ότι ήταν ο αδερφός της.
Όμως μάζεψε στο τέλος όλα τα κοκαλάκια και πήγε και τα έθαψε σε μια γωνιά του κάστρου. Κι εκεί φύτρωσε μια πορτοκαλιά, που έκανε ένα μεγάλο ωραίο πορτοκάλι.
Το κλαδί ήταν ψηλό, αλλά κάθε φορά που πλησίαζε η Πούλια, το κλαδί χαμήλωνε κι η Πούλια χάιδευε το πορτοκάλι και παρηγορούνταν. Όταν πλησίαζαν οι στρατιώτες ή κανένας άλλος, το κλαδί σηκώνονταν ψηλά και δεν μπορούσαν να το φθάσουν.
Μια μέρα όμως οι στρατιώτες αποφάσισαν να κόψουν την πορτοκαλιά να πάρουν το πορτοκάλι. Το ένιωσε ο Αυγερινός κι όταν πήγε η Πούλια και χαμήλωσε το κλαδί, άκουσε η Πούλια μια φωνή από το πορτοκάλι:
-Πούλια, πιάσου γερά!
Πιάστηκε λοιπόν γερά από το πορτοκάλι, τινάζεται με δύναμη το κλαδί προς τα πάνω και Πούλια και πορτοκάλι έφυγαν στον ουρανό. Κι έγινε η Πούλια τα πολλά μικρά αστεράκια που έχουν το όνομά της κι ο Αυγερινός εκείνο το φωτεινό άστρο που βλέπουμε το πρωί.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου