Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Η Έρη Ρίτσου για τον Χαμένο μύθο του Αισώπου


Παρασκευή βράδυ, στις 30 Ιουνίου παρουσιάσαμε στο Καρλόβασι, στην Χατζηγιάννειο Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου τον "Χαμένο μύθο του Αισώπου".
Μπορείτε να δείτε εδώ τα σχετικά.

Για το βιβλίο μίλησαν η Μαρία Πρεσβέλου, ο Λουκάς Τζόγιας και η Έρη Ρίτσου.
Τους ευχαριστώ θερμά και τους τρεις



Το κείμενο της Έρης Ρίτσου είναι αυτό που ακολουθεί



Κώστας Στοφόρος: Ο χαμένος μύθος του Αισώπου

Πριν από λίγο καιρό, όταν οι «Σβούρες» ετοίμαζαν την πρώτη παρουσίαση της μουσικής δουλειάς τους, είχα συναντηθεί με τον Λουκά Τζόγια στην Πλατεία του Μεσαίου.  «Να μου πεις τι έχεις γράψει για να μην συμπέσουμε» μου είπε.  «Δεν έχω γράψει τίποτα ακόμα για την παρουσίαση αλλά καθόλου δεν πειράζει αν συμπέσουμε» απάντησα.  

Το σκεφτόμουνα μετά κι αναρωτιόμουνα πώς είναι δυνατόν να μην συμπέσουμε, όταν και οι δυο είμαστε Καρλοβασίτες, και οι δυο ξέρουμε την ιστορία μας, και οι δυο αναγνωρίζουμε μέσα στις περιγραφές του Στοφόρου τα μέρη όπου περπατήσαμε σαν παιδιά και περπατάμε ακόμα.  Δεν υπάρχει περίπτωση να μην «συμπέσουμε» όλοι οι Καρλοβασίτες.  Για μας λοιπόν, το βιβλίο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και νομίζω δίνει μεγαλύτερη χαρά απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον αναγνώστη σ’ αυτήν τη χώρα.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.   

«Η λογοτεχνία πρέπει να διασκεδάζει και να διδάσκει.  Με αυτήν τη σειρά.»  έλεγαν οι Βικτωριανοί συγγραφείς. Και «Ο χαμένος μύθος του Αισώπου» κάνει ακριβώς αυτό. Μας διασκεδάζει, με τον μύθο που έχει δημιουργήσει ο Κώστας Στοφόρος και μας διδάσκει την ιστορία μας.  Και είναι γνωστό σε όλους μας, από την πείρα μας, πως τα πράγματα που μαθαίνεις με τρόπο ευχάριστο και όχι καταναγκαστικό, σου μένουν πια όχι μόνο σαν γνώση χωνεμένη αλλά σαν βίωμα.  Από αυτή την άποψη λοιπόν, το βιβλίο τούτο είναι ένα βιβλίο πολύτιμο για τα παιδιά και έρχεται να κάνει αυτό που η κουτσή παιδεία μας αδυνατεί:  Να τα μάθει και να τα μάθει διασκεδάζοντάς τα.  Και μαζί με τα παιδιά, μαθαίνουμε ή ανακαλούμε στη μνήμη τις γνώσεις που είχαμε και μεις.  Δεν είναι λοιπόν μόνο ένα βιβλίο για παιδιά αλλά και για μεγάλους και διαβάζεται εξ ίσου ευχάριστα και από τους ενήλικες.

Η ιστορία ξεκινάει με μια οικογένεια που έρχεται στη Σάμο, τόπο καταγωγής των γονιών για να περάσει τις διακοπές της.  Και ξεκινάει έξυπνα, με τα παιδιά να δυσανασχετούν για την επιλογή του μέρους των διακοπών.  Τι να κάνουν, πώς να περάσουν την ώρα τους;  Πώς να διασκεδάσουν σ’ αυτό το μέρος, μόνοι, χωρίς τους φίλους τους; Και δυσανασχετούν επίσης, τουλάχιστον ο μικρός γιος, με τη μανία της μητέρας του να τους «μάθει» πράγματα.  Σιγά-σιγά όμως οι ιστορίες του παρελθόντος είτε αφορούν το καπλάνι της βιτρίνας που βρίσκεται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο των Μυτιληνιών, είτε αφορούν την κατασκευή του Ευπαλίνειου ορύγματος, είτε αφορούν τον Πολυκράτη και την ιστορία του δαχτυλιδιού του αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον.  Ήδη λοιπόν από τα πρώτα δύο εισαγωγικά κεφάλαια του βιβλίου, όπου η οικογένεια έχοντας φτάσει με το αεροπλάνο μένει για λίγο στο Πυθαγόρειο, παίρνουμε το πρώτο μάθημα.  Η γνώση εκτός από χρήσιμη μπορεί να είναι και διασκεδαστική, καλό λοιπόν είναι να μην ξεκινάμε με προκαταλήψεις.  Στη συνέχεια, μαζί με τις κυρίως διακοπές τους στο Καρλόβασι πια, οι προκαταλήψεις των παιδιών καταρρίπτονται η μία μετά την άλλη.  Μπορείς να διασκεδάσεις και χωρίς ίντερνετ.  Μπορείς να περάσεις όμορφα και διασκεδαστικά και χωρίς τηλεόραση.  Μπορείς να απολαύσεις τις διακοπές σου και χωρίς τις ανέσεις του πεντάστερου ξενοδοχείου.

Γραμμένο με απίστευτο χιούμορ, που εκφράζεται κυρίως μέσα από τις σκέψεις και τις ατάκες των παιδιών, το βιβλίο εξελίσσεται σε μια ιστορία μυστηρίου με γρίφους οι οποίοι πρέπει να λυθούν, μια περιπέτεια με κινδύνους και αίσιο τέλος, που διαβάζεται απνευστί.

Ο Παντελής και η Χριστίνα με τα δυο τους παιδιά τη Ρόδη και τον Λυκούργο φιλοξενούνται στο Καρλόβασι στο σπίτι των θείων της Χριστίνας, του θείου Πυθαγόρα και της θείας Διαμαντούλας.  Το πάθος του θείου Πυθαγόρα για τον Λυκούργο Λογοθέτη θα είναι  αφορμή για να μπλεχτούν σε μια απίστευτη περιπέτεια.  Θα είναι επίσης το μέσον για να μάθουμε όλοι για τον πρωτεργάτη της Επανάστασης του 1821 στη Σάμο, για τους Καρμανιόλους και τους Καλικάντζαρους. Οι αφηγήσεις όμως του θείου Πυθαγόρα, δεν αφορούν μόνο ιστορικά γεγονότα ή τους βίους μεγάλων ανθρώπων που επηρέασαν την ανθρωπότητα ολόκληρη, όπως ο Αίσωπος, αλλά και τη σύγχρονη ιστορία του Καρλοβάσου, με την Πορφυριάδα, τις συναυλίες και τα θεατρικά δρώμενα στον αύλειο χώρο της, το αγγειοπλαστείο του Κοντορούδα, τα βυρσοδεψεία.  Νομίζω ακόμα πως ένα από τα μεγάλα χαρίσματα αυτού του βιβλίου είναι πως ο Κώστας Στοφόρος καταφέρνει με τρόπο απλό και απολύτως φυσιολογικά μέσα στην αφήγησή του να περάσει και διάφορες «ηθογραφικές» πληροφορίες, από τα χαρακτηριστικά σαμιώτικα φαγητά που σερβίρει η θεία Διαμαντούλα στο γιορτινό τραπέζι της υποδοχής, μέχρι το πώς φτιάχνεται το καλό δόλωμα για το πεταχτάρι, χωρίς ποτέ να έχει την αίσθηση ο αναγνώστης του ότι πρόκειται για κάτι «κατασκευασμένο» που απλώς έπρεπε να ειπωθεί, μια που όλες τούτες οι πληροφορίες εντάσσονται απολύτως μέσα στον γενικότερο μύθο.  Εξαιρετικός είναι επίσης το τρόπος με τον οποίο ο Στοφόρος ενσωματώνει μικρές ιστορίες στον κυρίως μύθο του, και με μια μόνο φράση θίγει θέματα σοβαρότατα.  

Έτσι, μιλώντας για τα γειτονόπουλα, τον Νικόλα και τη Μπέρτα, ο θείος Πυθαγόρας λέει με δυο λόγια την ιστορία των γονιών τους του ναυτικού Στρατή, που χάθηκε σε ναυάγιο και της Αυστριακής Αντρέα, και με μια φράση δίνει ένα ερέθισμα για συζήτηση. Ο Στρατής που δούλευε στα καράβια στη γραμμή Σάμος-Πειραιάς έθιξε κάποιο θέμα ασφάλειας του πλοίου και απολύθηκε. Κανένας δεν τον προσλάμβανε και αναγκάστηκε να μπαρκάρει για μακρινά ταξίδια και να λείπει μήνες. Η Αντρέα έμενε μήνες μόνη και είχε να αντιμετωπίσει και τις κουτσομπόλες του Καρλοβάσου. Βλέπουμε δηλαδή πως με δύο φράσεις εισάγονται δυο πολύ σοβαρά θέματα.  Οι συνέπειες τις οποίες μπορεί να υποστεί ένας φιλότιμος άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το γενικό καλό όπως ο Στρατής, και η «αρρώστια» του κουτσομπολιού που κυρίως εκδηλώνεται στα μικρά μέρη, όπου όμως τελικά η αλληλεγγύη που έχει ο κόσμος υπερισχύει, γι’ αυτό και μετά τον πνιγμό του Στρατή όλοι αποδέχονται και πολλοί στηρίζουν την Αντρέα.

Φυσικά όπως καταλαβαίνετε, δεν πρόκειται να πω κουβέντα για το ποιο ήταν το μυστικό, ο θησαυρός που άφησε κρυμμένο ο Λυκούργος Λογοθέτης «ο μεγάλος μας πρόγονος» όπως τον αποκαλεί ο θείος Πυθαγορας, γιατί δεν θέλω καθόλου να το χαλάσω γι’ αυτούς που πρόκειται να διαβάσουν το βιβλίο.  Όπως είπα είναι μια ιστορία μυστηρίου και περιπέτειας και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι αποκαλύψεις δεν είναι ευπρόσδεκτες.

Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι πως κάθε κεφάλαιο εισάγει ένα θέμα και μέσα από την κουβέντα των ηρώων περνάει όλη η ιστορία του τόπου, από την ιταλική κατοχή και τον εμφύλιο μέχρι τη Χούντα.  Και όλα αυτά μαζί με εξαιρετικές περιγραφές της Σαμιώτικης φύσης, ειδικά της περιοχής του Καρλοβάσου με την ακρογιαλιά στο Ποτάμι και τους καταρράκτες, που διαβάζοντάς τες θέλεις να σηκωθείς και να πας να τα δεις ακόμα μια φορά, καθώς και την περιγραφή της διαδρομής προς Μικρό και Μεγάλο Σεϊτάνι και τις ομορφιές της φύσης στις ακρογιαλιές αυτές.  Η περιγραφή τέλος της «παράστασης» της φώκιας που συνάντησαν στον δρόμο της επιστροφής απ’ το Σεϊτάνι, έφερε στο μυαλό μου την Αργυρώ και την ανθρώπινη μικρότητα και κακία.  Και αυτό είναι επίσης ένα μάθημα που παίρνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο τούτο.  Τα πράγματα και οι άνθρωποι, δεν είναι πολλές φορές αυτό που φαίνονται.  Η ευγένειά τους μπορεί να είναι μόνο μια βιτρίνα. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή όταν κάνουμε νέες γνωριμίες.  

Καμμιά φορά το ένστικτό μας μας οδηγεί πιο σωστά απ’ ό,τι οι κοινωνικές μας γνώσεις, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τη Ρόδη στην πρώτη επαφή της με τον δημοσιογράφο Γκίκα.  Καλό θα είναι να μην παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που ο άλλος λέει για τον εαυτό του αλλά να σχηματίζουμε τη δική μας εντύπωση, έχοντας προηγουμένως μελετήσει τον χαρακτήρα του άλλου.  Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό «μάθημα» ειδικά για τα παιδιά, που λόγω της αθωότητάς τους και της έλλειψης εμπειριών, δείχνουν εμπιστοσύνη πάντα και είναι πρόθυμα να πιστέψουν αυτά που λέει κάποιος.

Μέχρι όμως να ολοκληρωθεί το «μάθημα» περί ανθρώπων, οι πληροφορίες για τον τόπο συνεχίζονται καταιγιστικά.  Σειρά έχουν τα ταμπάκικα και οι γνώσεις που αποκομίζουν τα παιδιά για το πώς δούλευαν και τι σήμαιναν για την οικονομία του τόπου με την βόλτα τους ανάμεσα στα κουφάρια πια των λαμπρών βιομηχανικών κτιρίων και στο Μουσείο Βυρσοδεψίας, δυστυχώς κλειστό στις μέρες μας.  Μαζί όμως με τις πρακτικές πληροφορίες ο Στοφόρος δεν παραλείπει την αναφορά και στην λογοτεχνία με μνεία του βιβλίου του Κώστα Καλατζή «Το ταμπάκικο», ακριβώς όπως είχε κάνει σε προηγούμενα κεφάλαια με αναφορές στον Ρίτσο και θα συνεχίσει να κάνει αναφέροντας το ιστορικό έργο του Αλέξη Σεβαστάκη, ενώ δεν παραλείπει να πει και την ιστορία της Αιγύπτιας Σταχτοπούτας.

Στα τελευταία κεφάλαια, ο γρίφος που λύνεται μετατρέπει την πλοκή σε αστυνομική πλέον περιπέτεια και οι κακοί αποκαλύπτουν τον πραγματικό εαυτό τους.  Το τέλος θα έλεγα είναι «αίσιο και μη».  Αίσιο γιατί όλοι είναι ασφαλείς και καλά αλλά παράλληλα μια απώλεια τους στεναχωρεί, ειδικά τον θείο Πυθαγόρα, ο οποίος θα βρεθεί και στο στόχαστρο των αδηφάγων μέσων κοινωνικής δικτύωσης που λειτουργούν σε ένα μεγάλο μέρος τους σαν τις κουτσομπόλες του χωριού.  Το κύριο πάντως είναι πως η περιπέτεια αυτή ωρίμασε τα παιδιά και αυτό έγινε κατανοητό και από τους γονείς τους, έτσι ο πατέρας τους αποφασίζει να τους μιλήσει σαν να είναι ενήλικες και να τους εμπιστευθεί αυτά που τον απασχολούν και που είναι πολύ μικρότερα τελικά από αυτά που είχαν φοβηθεί τα παιδιά βλέποντας την κακή του διάθεση.  Ένα λοιπόν τελευταίο «μάθημα» για τους γονείς αυτή τη φορά, είναι να εμπιστεύονται τα παιδιά τους και να ξέρουν πως η αλήθεια είναι χίλιες φορές προτιμότερη απ’ τις αποσιωπήσεις που μπορεί να δημιουργούν πολύ χειρότερα σενάρια στο μυαλό των παιδιών.


Συνοψίζοντας θα έλεγα πως «Ο χαμένος μύθος του Αισώπου» είναι ένα βιβλίο που τα έχει όλα.  Περιπέτεια, λυρισμό, χιούμορ, πληροφορίες, γνώσεις, παρατηρήσεις για τα ανθρώπινα, σκηνές τρυφερές που δείχνουν την αγάπη της οικογένειας και την αγάπη προς τους συνανθρώπους, μαθήματα ζωής.  Ένα βιβλίο που όπως ήδη είπα διαβάζεται απνευστί προκαλεί το ενδιαφέρον και προσφέρει απόλαυση σε μικρούς και μεγάλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου