Με το εργαστήρι της "Παραμυθοκουζίνας" στο 1ο Δημοτικό Σχολείο του Παπάγου ξεκινήσαμε μια σειρά περιπετειών με ήρωα τον Ζαμπαντή. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το 1ο επεισόδιο με τον τίτλο "Ο Ζαμπαντής και το μαγεμένο φαγητό" ή αλλιώς "Ο Ζαμπαντης και οι πειρατές"
Δημιουργοί και εικονογράφοι οι:
Άγγελος Διαμαντόπουλος
Βασίλης Διαμαντόπουλος
Δέσποινα Κάντζαρη
Μυρτώ Μαθιουδάκη
Αντώνης Ρόμπος
Ο Ζαμπαντής και το μαγεμένο φαγητό
Ο Ζαμπαντής
απολάμβανε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του παρέα με τους 2 φίλους του, τον
Καπετάν Δημήτρη, που είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και τον Λέξη, τον γνωστό
πειρατή, που είχε παντρευτεί τη μαγείρισσα Σαμπίνα. Εκείνη πάντα ετοίμαζε τα
καλύτερα εδέσματα, τα οποία είχαν μια υπέροχη ευωδιά, που την ξεπερνούσε μόνο η
λαχταριστή γεύση τους. Ένα απόγευμα η Σαμπίνα κάλεσε τον Ζαμπαντή και τους φίλους του για να δειπνήσουν. Τους
μαγείρεψε καρμπονάρα, γιουβαρλάκια, και τους σέρβιρε παγωτό για επιδόρπιο. Όμως
δεν ήξεραν πως το τάχα γευστικό φαγητό, κάτι περιείχε…
Μέσα
στην καρμπονάρα η Σαμπίνα είχε τοποθετήσει υπνωτικό, και πριν καν προλάβουν να
την καταβροχθίσουν ολόκληρη, σταμάτησαν και την κοίταξαν περιμένοντας τις
εντολές της. Τους ψιθύρισε στο αυτί «Ο Λέξης φταίει για όλα, να το θυμάστε» και
ύστερα απομακρύνθηκε. Χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμπαν σαν σπίθες. Ώστε έτσι
μάγευε τον Λέξη καθημερινά. Εκείνος την πλησίασε κάνοντας μια υπόκλιση.
-
Γεια σου βασίλισσά μου, τι θέλεις να σου κάνω; είπε ο Λέξης,
όπως έλεγε κάθε φορά που υπνωτιζόταν μετά το δείπνο.
-
Πήγαινέ με στην Αστυπάλαια. Και μην επιστρέψεις ποτέ εδώ!
απάντησε επιτατικά εκείνη.
-
Φυσικά! Τα πάντα θα τα προσπαθήσω, βασίλισσά μου για να
σε ευχαριστήσω.
Αφού οι δύο είχαν
φτάσει σε ένα ξενοδοχείο και είχαν κλείσει δωμάτιο, ο Ζαμπαντής και ο Καπετάν Δημητράκης
έπαψαν να είναι υπνωτισμένοι. Παρατήρησαν γύρω τους. Το σπίτι ήταν άδειο, μόνοι
τους ήταν. Όμως πότε πρόλαβε να φύγει ο
Λέξης και η σύζυγός του, Σαμπίνα; Δυσκολεύονταν να θυμηθούν. Γρήγορα
συνεννοήθηκαν τι καθήκον είχαν. Έπρεπε να πάνε στην Μυρτώ Χόλμς, την πασίγνωστη
ντετέκτιβ που μπορούσε να λύσει όλα τα μυστήρια, ανεξάρτητα από το πόσο
περίπλοκα ήταν.
Σύντομα
έφτασαν στο γραφείο της, αλλά αυτό που είδαν, δεν το περίμεναν. Παρακολούθησαν
ανθρώπους να περιμένουν στη σειρά. Άλλοι περίμεναν υπομονετικά και σιωπηλά,
άλλοι βιάζονταν και κοιτούσαν το ρολόι τους συνεχώς, ελπίζοντας πως θα έρθει
άμεσα η σειρά τους, άλλοι προσπαθούσαν να κρυφακούσουν τις συζητήσεις για τα
μυστήρια, άλλοι κατέβαζαν θλιμμένα το κεφάλι, άλλοι έσπρωχναν τους άλλους ώστε
να τους προσπεράσουν. Και ήταν πολλοί. Μα
πόσες αναζητήσεις έχει πια ο κόσμος; αναρωτήθηκαν.
Κάποια
στιγμή, όταν ο Ζαμπαντής και ο Καπετάν Δημήτρης σιγουρεύτηκαν για τις ερωτήσεις
που θα έκαναν, ο αέρας τους φύσηξε μια εφημερίδα που τους τα ανέτρεψε όλα και
μόνο απ’ το πρωτοσέλιδο! Έγραφε: «Το
πλοίο Λεξιβέλος αναχωρεί από το λιμάνι» Ο Ζαμπαντής το έδειξε στον φίλο
του. «Αν είναι δυνατόν! Αυτό είναι το πλοίο του Λέξη!» απάντησε εκείνος. Ο
Ζαμπαντής κούνησε καταφατικά το κεφάλι και συνέχισε να διαβάζει, μέχρι που τον
διέκοψε μία απαλή φωνή.
-
Παρακαλώ, περάστε.
Πέρασαν μέσα με την εφημερίδα στα
χέρια. Η πόρτα ήχησε δυνατά κλείνοντας.
-
Τι θα θέλατε να ρωτήσετε; Πώς μπορώ να βοηθήσω;
-
Μήπως ξέρατε για ένα καράβι, με όνομα Λεξιβέλος, τον
καπετάνιο του τον Λέξη και την σύζυγό του, την Σαμπίνα; ρώτησε ο Καπετάν
Δημήτρης.
-
Έχουμε λίγες πληροφορίες, δεν γνωρίζω όμως εάν είναι
αρκετές. Το πλοίο Λεξιβέλος αναχώρησε απ’ το λιμάνι κατά τις επτά το απόγευμα
με προορισμό την Αστυπάλαια, όπου η άφιξή τους έγινε στις οκτώμισι. Αυτή τη
στιγμή ο καπετάνιος του βρίσκεται στο ξενοδοχείο «Πορτογάλος». Δυστυχώς όμως,
για την Σαμπίνα, δεν έχουμε καμία πληροφορία ή είδηση στον κατάλογο. Αλλά θα
επισκεφθώ την Αστυπάλαια και θα το ερευνήσω.
-
Ευχαριστούμε πολύ. είπαν οι δύο φίλοι για να διαλύσουν
την αμήχανη σιωπή.
Με το που βγήκα απ’ το γραφείο, άρχισαν να τρέχουν. Έπρεπε να φτάσουν στην
Αστυπάλαια το συντομότερο δυνατό. Ωστόσο, τους έμεινε ακόμη μία απορία. Τι συνέβη μετά το δείπνο, στο διάστημα
μεταξύ των ωρών 18:30- 20:30. Δεν μπορούσαν να θυμηθούν, καθώς τότε είχαν
υπνωτιστεί. Όμως κάτι σαν να τους έλεγε πως ο Λέξης είναι υπεύθυνος για όλο
αυτό, ακριβώς όπως τους είχε πει η Σαμπίνα.
Έφτασαν στην Αστυπάλαια αργά
το βράδυ, με το πλοίο του Καπετάν Δημητράκη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μετακινήθηκαν
προς το ξενοδοχείο «Πορτογάλος» όπου βρισκόταν ο Λέξης, διότι ήθελαν να του
κάνουν κι εκείνου κάποιες ερωτήσεις. Όμως στην ρεσεψιόν ήρθαν αντιμέτωποι μ’
ένα φυσιολογικό πρόβλημα, που αν δεν είχαν τόση προσοχή όση απαιτούσε, μπορούσε
να ανατρέψει τα σχέδιά τους.
-
Καλησπέρα. ξεκίνησε ο Ζαμπαντής.
-
Καλησπέρα. απάντησε ο κύριος στη ρεσεψιόν.
-
Ήρθε πρόσφατα εδώ ένας ψηλός κύριος που λέγεται Λέξης;
-
Ναι, φυσικά!
-
Ωραία. Θα μπορούσατε ίσως να μας πείτε σε ποιο…
-
Συγγνώμη, δεν επιτρέπεται να δοθούν άλλες πληροφορίες για
το απόρρητο των πελατών.
Ο Δημήτρης μπήκε στη μέση.
-
Μα, τον γνωρίζουμε και…
-
Δεν επιτρέπεται να δοθούν άλλες πληροφορίες, εκτός και αν
υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος. απάντησε ο κύριος
Ο Ζαμπαντής σκέφτηκε για λίγο. Τράβηξε μερικά χαρτονομίσματα απ’ την τσέπη
του και τα τοποθέτησε στον πάγκο. Ο κύριος στην ρεσεψιόν, εντυπωσιασμένος,
έδωσε τον αριθμό δωματίου μαζί μ’ ένα κλειδί. Οι δύο φίλοι τον ευχαρίστησαν και
περπάτησαν σιγά-σιγά στον διάδρομο. Ξεκλείδωσαν το δωμάτιο του Λέξη και μπήκαν
μέσα, όσο εκείνος κοιμόταν. Άρχισαν να συζητάνε, αλλά δεν πρόλαβαν να πουν και
πολλά. Ο Λέξης ξύπνησε και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι, βλέποντας δύο φιγούρες να
κινούνται στο δωμάτιό του. Τον άρχισαν στις ερωτήσεις, αλλά εκείνος έπεισε για
την αθωότητά του.
Η
Σαμπίνα είχε ξεχάσει να ρίξει υπνωτικό στο φαγητό του, όμως εκείνος μιμήθηκε
τον μαγεμένο για να εκθέσει τα σχέδιά της. Τους εξήγησε επίσης πως ο μόνος
τρόπος για να επιστέψει είναι να κλείσει την Σαμπίνα στο πιο σκληρό
μπουντρούμι, που βρισκόταν σε ένα κτήριο στη μέση του δάσους. Κι έτσι
συμφώνησαν όλοι να συνεργαστούν στο πλευρό του Λέξη.
Χωρίς να χάσουν καιρό, μάζεψαν
τα πράγματά τους σε μια πελώρια υφασμάτινη τσάντα και έφυγαν για το δάσος. Το
μέρος ήταν πολύ σκοτεινό, γεμάτο ψηλά δέντρα και πυκνούς θάμνους. Βάδιζαν για
πολλή ώρα μέχρι που αντίκρισαν ένα απόκοσμο θεοσκότεινο σπίτι. Εκεί βρισκόταν η
Σαμπίνα. Διέσχισαν προσεκτικά το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι. Πριν καλά
καλά προλάβουν να πλησιάσουν, ένα δίχτυ πετάχτηκε από το κλαδί ενός δέντρου, παγιδεύοντας
τον Λέξη και τον Καπετάν Δημήτρη.
Ο Ζαμπαντής βρέθηκε σε
δύσκολη θέση. Δεν ήταν μακριά απ’ το να πιαστεί κι εκείνος σ’ ένα δίχτυ απ’
αυτά της Σαμπίνας. Στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας γύρω του. Το δάσος έμοιαζε πολύ
πιο άγριο και τρομαχτικό. Ξαφνικά, τις ανησυχίες του διέκοψε μια γνώριμη φωνή.
Αυτή ήταν! Η Μυρτώ Χόλμς! Είχε έρθει να ερευνήσει το μέρος, και όχι μόνο.
-
Τι συνέβη; ρώτησε μέσα σ’ όλον αυτόν τον πανικό.
Ο Ζαμπαντής της τα διηγήθηκε όλα. Για τον Λέξη, την Σαμπίνα, το υπνωτικό
στα φαγητά.
-
Τότε, τι περιμένεις; Πρέπει να σώσουμε και τους άλλους!
Τρέχα!
-
Δεν γίνεται αυτό! φώναξε ο Ζαμπαντής, προσπαθώντας να την
σταματήσει. Η Σαμπίνα έχει τοποθετήσει …
Πριν προλάβει καν να ολοκληρώσει την φράση του, πιάστηκε σ’ ένα δίχτυ με
την Μυρτώ. Με αστραπιαία ταχύτητα βρέθηκαν στο ευρύχωρο, αλλά σκοτεινό σπίτι.
-
Τι ωραία! Έχετε δέκα δευτερόλεπτα να βρείτε έναν τρόπο να
γλιτώσετε, προτού σας ρίξω και τους τέσσερις σε αυτή τη βαθιά λακκούβα. 10… 9….
-
Τι κάνουμε; ρώτησε ο Λέξης.
-
Έχω ένα σχέδιο! Απάντησε η Μυρτώ Χολμς. Εσείς θα της
μιλήσετε, ώστε να σταματήσει το μέτρημα κι εγώ θα σας απεγκλωβίσω.
-
Σύμφωνοι! απάντησε σιγανά ο Ζαμπαντής. Σαμπίνα, ποιά
είναι η γνώμη σου για το ματς ποδοσφαίρου προχθές; Ήταν σωστός ο διαιτητής;
-
4… Δεν παρακολουθώ τηλεόραση. Αυτή θέλεις να είναι η
τελευταία σου ερώτηση;
Η ντετέκτιβ έκοψε τα δίχτυα με τα κλειδιά του γραφείου της.
-
0. Τέλος χρόνου! φώναξε η Σαμπίνα. Αλλά δεν ήταν για αυτούς,
τελικά.
Ο Ζαμπαντής την έσπρωξε μέσα στο μπουντρούμι που βρισκόταν στην λακκούβα κι
έφυγε ακολουθώντας τους άλλους. Αυτή η περιπέτεια έμεινε αξέχαστη σε όλους και
ανυπομονούσαν να την διηγηθούν στα μελλοντικά παιδιά και εγγόνια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου