Με έμπνευση από τον "Καιρό του Βουλγαροκτόνου"
της Μαριαλένας Πορίχη
Γύρισα από τα χωράφια, για να βρω
τη γυναίκα μου να κλαίει. Ήταν τρίτη
φορά που την έπιανα να κλαίει. Αυτή τη φορά όμως θα μάθαινα τι συνέβαινε στ’
αλήθεια. Τις προηγούμενες φορές, γύριζα αργά από τη δουλειά και δεν είχα
κουράγιο για ερωτήσεις. Μόλις έπαιρνε χαμπάρι ότι είχα γυρίσει σπίτι σκούπιζε
τα μάτια της, φτιαχνόταν στα γρήγορα και με το που την ρώταγα αν ήταν καλά,
εκείνη άλλαζε θέμα αμέσως και μίλαγε ακατάπαυστα. Μπορούσα να δω όμως ότι δεν
ήταν καλά και είχα υποψίες για ποιον λόγο.
Πλησίασα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, αν σκεφτείς ότι φορούσα τα σανδάλια
μου. Κάθισα δίπλα της και της είπα, «Γλυκιά μου, γιατί κλαις;». Εκείνη κοίταζε
χαμηλά, δίχως να με κοιτάζει στα μάτια. «Ο Ιωάννης.», ψέλλισε, «Δεν έχουμε
κανένα νέο. Λείπει πολλές μέρες από το σπίτι. Έφυγε γρήγορα, σε ξαφνική επίθεση
των Αράβων.». Έκρυψε το κεφάλι της στα χέρια της. Και εγώ ανησυχούσα για τον
γιο μας. Έμαθα ότι κάποιοι στρατιώτες του θεματικού στρατού γύρισαν, αλλά αυτή
τη στιγμή, η σύζυγος μου, με χρειαζόταν ως στήριγμα. «Γιατί έπρεπε να πάει;
Γιατί;!», άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Έπρεπε να πάει, Ελένη. Δεν μπορούσε
αλλιώς. Η οικογένειά του χρειαζόταν νομίσματα και αυτός δεν τα κατάφερνε από τα
χωράφια.».
Δεν ήρθε να φάμε μαζί. Ξανά. Όσο
έτρωγα μόνος μου, σκεφτόμουν κάποια πράγματα. Όλοι θεωρούν ότι οι μητέρες
δίνουν ζωή στα παιδιά και ότι εκείνες μεγαλώνουν τα παιδιά και ότι μόνο οι
μάνες δεν αντέχουν την ιδέα να πάθει κάτι το παιδί τους. Οι πατεράδες είναι
αναίσθητοι; Οι πατεράδες δεν είναι εκείνοι που δουλεύουν σκληρά για τα παιδιά
τους; Και εγώ, τη σκέψη ότι θα πάθουν κάτι τα παιδιά μου δεν την αντέχω. Αλλά
θα πρέπει να είμαι δυνατός για τη σύζυγό μου. Ξαφνικά σκέφτηκα τον Ιωάννη.
Σκέφτηκα τον γιο του Στέφανου και τον γιο του Γιώργου, που γύρισαν σήμερα.
Μήπως είχε γυρίσει και ο Ιωάννης σπίτι του και η Μαρία από τη χαρά της ξέχασε
να μας ενημερώσει; Μήπως όλα θα πάνε καλά; Μήπως δύο ημέρες τώρα που δεν μπορώ
να βγάλω από το μυαλό μου τον γιο μου, που όπου κι αν κοιτάζω τον βλέπω, είμαι
γελοίος; Και γιατί νιώθω αυτό το βάρος μέσα μου; Και γιατί έχω αυτό το κακό
προαίσθημα;
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο χτύπος
της πόρτας. Η Ελένη, έτρεξε αλαφιασμένη στην πόρτα να ανοίξει, έχοντας μάλλον
στο μυαλό της ό,τι είχα κι εγώ. Σηκώθηκα και όταν είδα ποιος ήταν στην πόρτα,
ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε τις σκέψεις μου. Στην πόρτα περίμενε η Μαρία, με τα
παιδιά. Ο Θεόδωρος και η Αικατερίνη φαίνονταν συννεφιασμένοι, ενώ ο μικρός
Κωνσταντίνος δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Η Μαρία είχε κλάψει,
φαινότανε. Η Ελένη, τρέμοντας, τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα. Ο
Κωνσταντίνος όλο ρώταγε γιατί φύγανε από το σπίτι έτσι ξαφνικά και η Αικατερίνη
τον πήρε στο δωμάτιο να μην ακούει. Ο Θεόδωρος θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά
μεγάλο για να κάτσει να ακούσει. Η Μαρία, πήρε μια βαθιά ανάσα, περιμένοντας
ότι θα είναι έτοιμη να μιλήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Άρχισε να κλαίει
σπαραχτικά. Ο Θεόδωρος, πήρε τον λόγο και ψέλλισε, «Πέθανε, ο πατέρας,
πέθανε.». Η Ελένη άρχισε να κλαίει. Εγώ σηκώθηκα αμέσως και πήγα στην
κουζίνα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου από τη στάμνα.
Ο γιος μου πέθανε. Ο γιος μου
πέθανε για να σώσει την πατρίδα. Κάποιοι γονείς θα ήταν περήφανοι. Αλλά εγώ δεν
έβρισκα τον λόγο. Ήμουν καταβεβλημένος. Έχασα τον γιο μου. Δεν θα τον ξαναδώ.
Δεν θα ξαναδουλέψουμε μαζί στα χωράφια, δεν θα ξανακούσω τη φωνή του, δεν θα
τον ξαναδώ να χαμογελάει… Πήγα στη γυναίκα μου την αγκάλιασα και άρχισα να κλαίω.
Μετά από πολλά πολλά χρόνια, άφησα τον εαυτό μου να κλάψει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου