Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Με αφορμή τις πυρκαγιές: Το δέντρο που πάντα έλεγε ιστορίες

Ζωγραφιά του Νίκου Μικελάκη εμπνευσμένη από το γλυπτό του Διονύση Γερολυμάτου που κοσμούσε το "Πεύκο του Σαμαράκη" πριν κλαπεί (!) από αγνώστους

 

Το Εργαστήρι μας με τίτλο "Το Δέντρο του Αντώνη" αφιερωμένο στον Αντώνη Σαμαράκη, μπορεί να ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο, αλλά οι σπόροι που φύτεψε εξακολουθούν να δίνουν καρπούς...

Το εργαστήρι υλοποιήθηκε από τον υπογράφοντα και την Πολυτίμη Μαχαίρα σε συνεργασία με το Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Χαλανδρίου 

Ο Νίκος Μικελάκης, μαθητής του Σεμιναρίου, με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές, έγραψε αυτό το πολύ όμορφο διήγημα...

Που να φανταζόμασταν όταν είχαμε τα δέντρα για έμπνευση όλο τον χειμώνα και την άνοιξη μέσα στη καραντίνα, πως θα ζούσαμε τον αφανισμό τους σε τόσες περιοχές της Ελλάδας...

Από τον Οκτώβριο θα συνεχίσουμε το εργαστήριο μας, αυτή τη φορά με έμπενυση από το έργο της Ευγενίας Φακίνου...

Αξίζει -σε κάθε περίπτωση - να διαβάσετε το διήγημα που ακολουθεί!

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΕΛΕΓΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

του Νίκου Μικελάκη

Μια φορά και έναν καιρό ανάμεσα στο πυκνό πευκοδάσος ήταν ένα ξεχωριστό δέντρο. Μοναδικό για τον μικρό Ιάσονα, όπως όλα τα άλλα τριγύρω του. Ήταν μοναδικό γιατί ήταν το οικογενειακό του δέντρο. Τα καλοκαίρια που πήγαινε στο χωριό ο παππούς τον πήγαινε βόλτα στο δάσος να δουν τα μελίσσια και στη συνέχεια καθόταν κάτω από τον ίσκιο και του διηγούνταν τις ιστορίες του.

Το δέντρο το είχε φυτέψει πριν πολλά πολλά χρόνια ο προπαππούς του παππού του. Από τα ξύλα του έφτιαξαν τη σκεπή του σπιτιού τους και μια κούνια για να παίζει. Κάτω από το πυκνό φύλλωμά του ξεκουράζονταν οι άντρες της οικογένειας πριν ανέβουν στο βουνό για δουλειά. Δούλευαν υλοτόμοι και μελισσοκόμμοι. Κάτω από αυτό το δέντρο εξομολογήθηκε ο  παππούς του παππού του τον έρωτά του για τη γιαγιά του. Στον πόλεμο με το σχοινί από την κούνια τον κρέμασαν οι Γερμανοί ως αντίποινα.

Δεν είχε μόνο ωραίες ιστορίες να διηγηθεί το δέντρο αλλά και σκληρές. Όπως τότε που κατά λάθος ένας κυνηγός σκότωσε τον φίλο του στο κυνήγι γιατί νόμισε πώς ήταν ζώο. Εκεί ξεψύχησε. Ο μικρός Ιάσονας άλλοτε τρόμαζε και άλλοτε χαίρονταν με τις ιστορίες του δέντρου, μα έτσι είναι και η ζωή, όπως του έλεγε.

Αυτό το καλοκαίρι ανυπομονούσε όσο κάθε άλλη χρονιά να πάει στο χωριό. Τόσους μήνες κλεισμένος στο σπίτι λόγω της καραντίνας επιθυμούσε να ξαναβρεθεί στη φύση. Να λουστεί τη δροσιά του πευκοδάσους, να κυλιστεί στην καταπράσινη χλόη του, να πάει στα μελίσσια, να ξαπλώσει κάτω από το δέντρο τους και να ακούει τα πουλιά να κελαηδούν και να προσπαθεί να μαντέψει τι είναι.

Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ανήσυχος από ένα όνειρο που είχε δει. Είχε πάει με τους γονείς του στη θάλασσα. Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό στην παραλία με τους ίδιους γνωστούς στις ίδιες ξαπλώστρες. Βαριόταν και μπήκε ως συνήθως μ’ ένα μακροβούτι. Κράτησε την ανάσα του θέλοντας να πάει όσο πιο μακριά μπορούσε. Όμως ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν, σαν τα νερά να θόλωσαν, να μαύρισαν. Ένιωσε ένα κάψιμο στο στόμα, μύριζε πετρέλαιο….Μέσα στα σκοτάδια και την αγωνία του ξύπνησε…. Δεν είχε καμία όρεξη για μπάνιο. Ήθελε αν μπορούσε να πετάξει και να προσγειωθεί στο χωριό. Θύμήθηκε όλα όσα είχαν κάνει στο σχολείο για τη μόλυνση των θαλασσών, τα πουλιά και τα ψάρια που πεθαίνουν από τις πλαστικές σακούλες και τα αποτσίγαρα….και ένιωσε μια αηδία. «Ποιος ξέρει σε τι βρώμικα νερά κάνουμε μπάνιο», σκέφτηκε.

Κατέβηκε με αργά βήματα τη σκάλα. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Η τηλεόραση ήταν δυνατά και η μαμά μιλούσε στο τηλέφωνο κλαίγοντας με αναφιλητά. Ο μπαμπάς δεν είχε πάει για δουλειά, ήταν ακόμα στο σπίτι.

«Συμβαίνει κάτι; Πείτε μου! Ο παππούς, ο παππούς είναι καλά;»

Ο μπαμπάς σχεδόν βουρκωμένος του απάντησε όσο πιο ψύχραιμια μπορούσε…

«Ο παππούς είναι καλά, δόξα τω Θεώ, και η γιαγιά. Σε λίγες ώρες θα είναι εδώ με τον θείο.»

«Γιατί θα ρθούν εδώ, είναι άρρωστοι; Την άλλη εβδομάδα δεν θα πηγαίναμε εμείς στο χωριό;»

«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε!»

«Μα γιατί τι συμβαίνει;»

Ο μπαμπάς δεν μίλησε. Τον άφησε να το ανακαλύψει μόνος του. Γύρισε και κοίταξε στην τηλεόραση. Η οθόνη κατακόκκινη από τις φλόγες… «Η πύρηνη λαίλαπα κατακαίει τα πάντα στο πέρασμά της» έγραφαν οι τίτλοι.

«Έπιασε φωτιά το σπίτι μας;»

«Όχι όχι, απλά για λόγους ασφαλείας έπρεπε να εκκενωθεί το χωριό!»

«Τα μελίσσια, το δάσος, το δέντρο του παππού; Σας ρωτάω γιατί δεν απαντάτε! Το δέντρο του παππού δεν μπορεί να κάηκε! Αυτό το δέντρο είναι το σπίτι μας, η ζωή όλων των προγόνων μας…»

«Δεν ξέρουμε Ιάσονά μου μέχρι που έφτασε η φωτιά. Σημασία έχει ότι ο παππούς και η γιαγιά είναι καλά και θα είναι σε λίγο κοντά μας.»

«Τις  μελισσούλες ποιος θα τις προσέχει τώρα; Τα προβατάκια του θείου Αλέκου που πήγαινα και τα τάιζα; Μα γιατί δεν μιλάτε; Γιατί δεν μου απαντάτε…»

«Δεν ξέρουμε, θα μας τα πει ο παππούς όταν θα έρθει».

 

Κρατούσε το χέρι του παππού που έτρεμε. Ο ήλιος λαμπερός φώτιζε τη μέρα με αισιοδοξία. Παντού όμως γύρω καμμένα. Το είχε πάρει απόφαση ότι το δέντρο τους είχε καεί, ήθελε όμως να το δει, να το αποχαιρετήσει. Να το φιλήσει για τελευταία φορά όπως κάνουν τους νεκρούς. Έφτασαν στην άκρη του δάσους. Όλα τα δέντρα ίδια σκελετωμένα, ξυπόλητα από σάρκα και φύλλα. «Ποιό είναι το δέντρο μας» αναρωτήθηκε αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει τον παππού για να μην τον στεναχωρήσει. «Πώς θα το αναγωρίσουμε; Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον συγγενή του ανάμεσα σε σκελετούς;»

Ο παππούς του έσφιξε το χέρι και κοντοστάθηκε.

«Αυτό είναι. Στέκει ακόμα αγέρωχο, γενναίο και ας είναι μπαρουτοκαπνισμένο!»

«Είσαι σίγουρος παππού ότι είναι αυτό;»

«Όσο σίγουρος είμαι για τους προγόνους μου και για εμένα!»

«Και πώς το κατάλαβες;»

«Βλέπεις τις ρίζες του; Εδώ στα ζερβά οι ρίζες του έχουν κάνει μια πλεξούδα. Ο παππούς μου μού είχε διηγηθεί μια ιστορία ότι μια νεράιδα αγάπησε ένα παλληκάρι από το χωριό. Κοιμήθηκαν μαζί μέχρι το πρωί. Όμως εκείνη έπρεπε να φύγει πριν χαράξει αλλιώς θα πέτρωνε. Οι πλεγμένες αυτές ρίζες είναι πλεξούδες της!»

«Είναι αλήθεια ;»

«Εσύ δεν τις βλέπεις τις πλεξούδες της;»

«Μ ναι….Τελικά το δέντρο μας δεν σταματά να μας λέει τις ιστορίες του».

«Και δεν θα σταματήσει. Θα δεις σε λίγα χρόνια θα πρασινίσει ξανά και θα έχει ακόμα περισσότερες να μας πει.»



 

 

3 σχόλια: