Η
ΠΙΝΟΚΙΟ
του Ορέστη Μικελάκη
Καθισμένη στο βαγόνι του μετρό, κοίταζε
αφηρημένη μέσα από τα τζάμια το προφίλ της πριν μπουν στο σκοτεινό τούνελ. Τα
πυκνά μαύρα της μαλλιά καθώς ανέμιζαν αποκάλυπταν τις νωπές ουλές από τις εγχειρήσεις της. Ήταν
ο καθρέπτης της ψυχής της. Έχουν περάσει δύο χρόνια. Έσφιξε το χέρι της αδελφής
της. Ακόμα δεν μπορούσε να ξεχάσει τα σκοτάδια που περιέβαλαν τη ζωή της τα
τελευταία δέκα χρόνια. Η Μιένα γνώριζε ότι ακόμα υπέφερε από μετατραυματικό
στρες και πονοκεφάλους. Την αγκάλιασε.
«Σε
ευχαριστώ. Σε νιώθω σαν πραγματική αδελφή. Δεν θα πάψω όσο ζω να σας ευγνωμωνώ
που με υιοθετήσατε. Είστε η οικογένειά μου.». Τα αγγλικά της σπαστά. Δεν ήταν
εύκολο για εκείνην. Μέχρι τα δεκαεννιά της δεν είχε πάει ποτέ σχολείο. Στο
Αφγανιστάν απ’ όπου κατάγονταν με στρατιωτικό νόμο είχαν καεί όλα τα σχολεία
θηλέων και τα κορίτσια απαγορεύονταν να πηγαίνουν σχολείο. Μέχρι τα εννιά της
είχε διδαχθεί λίγο το Κοράνι και μετά έγκλειστη στο σπίτι έκανε οικιακές εργασίες με τη μητέρα της μέχρι
που….
«Μαμά
Τζαμίλα, η μύτη μου δεν είναι κάπως μεγάλη;»
«Αφού είσαι κόρη της… Καλύτερη πάντως από τη
μύτη του μπαμπά Μάτι.»
Προσπαθούσαν
έτσι με αστεία και πειράγματα να απαλύνουν τον πόνο από τις επεμβάσεις
προσθετικής.
«Είναι ο
επόμενος που κάτι πρέπει να κάνει με τη μύτη του!»
«Ό,τι και
να λες Μιένα, η μύτη μου δεν συγκρίνεται με του Πινόκιο;», απάντησε ο μπαμπάς
Μάτι δήθεν πειραγμένος
«Ποιός
είναι ο Πινόκιο;»
«Ο
Πινόκιο είναι από ένα παραμύθι…αγάπη μου. Θα στο εξιστορήσει η μητέρα σου.
Εκτόςαπό εξαιρετική ιατρός είναι φοβερή παραμυθού !»
Όσο άκουγε την ιστορία του ανακαλούσε τα δικά
της βάσανα. Δεν είχε μεγαλώσει με παραμύθια. Δεν είχε κούκλες να τις ντύνει και
να τις χτενίζει, δεν μπορούσε να βγει στον δρόμο να παίξει κρυφτό και κυνηγητό.
Ήταν πάντα κρυμμένη. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, μικρό κορίτσι, ήταν
ντυμένη σύμφωνα με τις οδηγίες του Τζιχάμπ. Καλυμμένη από το κεφάλι μέχρι τα
άκρα με το τσιλιμπάμπ ήταν μια μουντή σκιά. Τα μάτια και το στόμα της είχαν
εξαφανιστεί πίσω από το κιμάρ. Το πυκνό διχτυωτό άνοιγμα τής υπενθύμιζε κάθε
στιγμή τη φυλακή της. Μόνο που στους φυλακισμένους επιτρέπεται να πάνε μια
βόλτα μέχρι τον προαύλιο χώρο. Σε εκείνην, όπως σε όλες τις γυναίκες στο
Αφγανιστάν, απαγορεύονταν. Ούτε στο σπίτι μπορούσε να βγάλει το τσαντόρ. Αν
κάποιος άντρας το αποφάσιζε, θα μπορούσε να την ενοχοποιήσει για παραβίαση του
Χιτζάμπ με τέσσερεις μάρτυρες.
Η Μιένα
την κοίταζε λοξά καθώς χάζευε το κινητό της. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη τους
συνάντηση. Κατέβηκε βιαστικά από το σπίτι να προλάβει το λεωφορείο. Με την άκρη
του ματιού της διέκρινε το εξώφυλλο του περιοδικού TIMΕ και τους περαστικούς που είχαν
σταματήσει να το περιεργαστούν. Ήταν
προφίλ. Το σώμα της έγερνε ελαφριά μπροστά σαν να κουβαλούσε έναν δυσθεώρητο
βάρος ή σαν να σφίγγονταν από άμυνα. Ένα μεταξωτό μοβ μαντήλι σκέπαζε το κεφάλι
της, έκρυβε ελαφρά το σώμα τη. Τα μαύρα της μάτια άπλωναν τη σκιά τους πάνω της.
Τα χείλη της σφιγμένα μιλούσαν με τις σιωπές του. Οι σιωπές δεν ήταν λόγια,
ήταν κραυγές. Τα χείλια σφίγγονταν σαν να πονούσε. Ο πόνος είχε τη μορφή μιας
βαθιάς μαύρης σκισμής από πάνω τους. Η μύτη, δεν υπήρχε η μύτη! Η μαύρη τρύπα
σε ρουφούσε και σε έπαιρνε μέσα της, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Μόνο
που το παραμύθι αυτό ήταν ένας εφιάλτης, όσο διάβαζε το άρθρο για εκείνη. Θα μπορούσε να
είναι και η ίδια στη θέση αυτή! Ήταν Αφγανή! Όμως είχε την τύχη να γεννηθεί
στην Αμερική και οι γονείς της να είναι γιατροί.
Ήταν η Αϊσα 18 χρονών. Η ιστορία της, ίδια με
χιλιάδες άλλες Αφγανές γυναίκες. Οι γονείς της είχαν υποσχεθεί να παντρέψουν
εκείνη και τη μικρότερη της αδερφή με τους γόνους μιας άλλης οικογένειας, με
την οποία είχαν σοβαρές διαμάχες. Αυτό υπαγόρευε ο άγραφος νόμος της Μπάαντ
προκειμένου να λυθεί η βεντέτα. Έφυγε από το σπίτι των γονιών της και βρέθηκε
φυλακισμένη σε μια άλλη φυλακή, με τους γονείς και τα δέκα αδέρφια του άνδρα
της. Ο πεθερός της Χατζή Σουλειμάνι ήταν ένας αδίστακτος άντρας. Την έβαλε να
κοιμάται στο στάβλο με τα ζώα και της συμπεριφέρονταν όμοια με αυτά. Για το
παραμικρό την χτυπούσαν, την τιμωρούσαν, της στερούσαν το φαγητό. Και ήταν
μόλις δέκα χρονών.
Τα χρόνια
περνούσαν. Δεν είχε μπει στην εφηβεία και είχε κιόλας γεράσει. Δεν ήταν παιδί,
δεν ήταν γυναίκα, ήταν μια πιστή μουσουλμάνα, δούλα του άντρα, του πεθερού και
της οικογένειάς του. Ήταν μεσημέρι όταν άκουσε δυνατές φωνές. Στην αυλή περιτριγυρισμένη από τα αδέρφια του
άντρα της, καθιστή σε ένα σκαμπό, ήταν η αδελφή της Ρέζα. Σφάδαζε από τον πόνο,
καθώς ο πεθερός της με ένα μικρό τσεκούρι, ακρωτηρίαζε τα δάκτυλά της. Όταν
μετά από καιρό, με πρωτοβουλία της, πήραν την Αϊσα σπίτι τους, με λυγμούς
προσπαθούσε να διηγηθεί την ιστορία, με δάκρυα να καθαρίσει τα αίματα.
«Η Ρέζα μου δεν ήταν κλέφτρα. Δεν είχε κλέψει,
ήταν ένα παιδί. Αυτό που έκανε, Μιένα μου, ήταν να βάψει τα δάκτυλά της με
κόκκινη μπογιά. Δεν ξέρω που την βρήκε. Δεν ήξερε τι έκανε! Δεν ήξερε ότι δεν
επιτρέπονταν!»
Ήταν οκτώ χρονών, είχε τα μισά της χρόνια αλλά
την ίδια τύχη με εκείνη….Οι φωνές όλο και γινόταν πιο δυνατές….Δεν άντεξε.
Άνοιξε την πόρτα και …
«Κρύφτηκα
στην κουφάλα ενός δέντρου έξω από το χωριό. Είχαν βγει και με έψαχναν. Έβριζαν
και απειλούσαν. Για δύο ημέρες κρυβόμουν τη μέρα και περπατούσα όλη τη νύχτα.
Τραβούσα προς την αντίθετη κατεύθυνση, όσο πιο μακριά τους μπορούσα. Ήμουν
νηστική. Όπου έβρισκα έτρωγα κανένα φρούτο. Την τρίτη μέρα τρεις γυναίκες με
βρήκαν μισολιπόθυμη σε κάτι βάτους. Με πήραν σπίτι τους, μου έδωσαν νερό και
φαγητό. Για μια στιγμή πίστεψα ότι βρήκα τη θαλπωρή. Την επόμενη μέρα έφεραν
κάποιον να με πουλήσουν σε εκείνον. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές, είχε έρθει η
αστυνομία. Μας συνέλαβαν όλες. Μπήκαμε φυλακή σε χωριστά κελιά. Εγώ
καταδικάστηκα για τρία χρόνια. Μετά έγινε το δικαστήριο. Ο δικαστής, ένας Ταλιμπάν
ήταν ανένδοτος: «Η ποινή της πρέπει να
είναι παραδειγματική, ώστε να μην σκεφτεί κανένα άλλο κορίτσι να αποδράσει από
τον άντρα και τα πεθερικά της».
«Δεν ξέρω»
της είχε πει «αν οι αισθήσεις έχουν μνήμη, αλλά για μια στιγμή, έτσι καθώς τα
δάκρυα μούσκευαν τα μάγουλά μου, αισθάνθηκα, όπως όταν με μια μαχαιριά μου
έκοψαν τη μύτη. Ο πεθερός μου είχε ένα όπλο στον κρόταφό μου. Με έβριζε και
απειλούσε. Ο σύζυγος μου κρατούσε το μαχαίρι, δίσταζε. Εκείνος τον έβριζε και
του φώναζε. Κάνε το! Κάνε το τώρα! Νόμιζα ότι θα με σκότωνε. Ο πόνος ήταν οξύς,
πάγωσε το πρόσωπό μου. Προς στιγμή σκέφτηκα ότι είχα πεθάνει και ότι ήμουν
νεκρή. Νεκρή και έβλεπα τον κόσμο των ζωντανών. Δεν άκουγα τη φωνή μου, γιατί νόμιζα
ότι μου είχαν κόψει τα αυτιά. Ένιωθα ότι ήμουν νεκρή, μέχρι που σκούπισα το
υγρό στα μάγουλά μου. Το χέρι μου κοκκίνισε, ήταν αίματα. Έχασα τις αισθήσεις
μου, λιποθύμησα».
Μιλούσε
και έτρεμε. «Ο πεθερός και ο σύζυγός μου με άφησαν και έφυγαν. Ήθελαν να πεθάνω
για την ατίμωση που τους έκανα. Μετά από ώρες συνήλθα. Δεν ξέρω που βρήκα τη
δύναμη, περπάτησα μέχρι το χωριό. Τρίκλιζα. Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού του
παππού μου. Μέσα στα αίματα δεν με αναγνώρισε. Με σήκωσε στους ώμους του και
περπατούσαμε όλη τη νύχτα μέχρι το στρατόπεδο των Αμερικάνων. Από καλή τύχη δεν
μας σκότωσαν, όταν μας είδαν να πλησιάζουμε. Κρυφά με μετέφεραν σε ένα
καταφύγιο στην Καμπούλ, συνήλθα μετά από
δύο μήνες και ζήτησα άσυλο στην Αμερική.»…
Η Μιένα,
καθώς θυμήθηκε εκείνο το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκαν αγκαλιά σπίτι της, την
χάιδεψε στα μαλλιά. «Σήκω, κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση, για μια νέα αρχή».
Σημείωση: Το κείμενο αυτό μου το έστειλε ο Ορέστης Μικελάκης, μαθητής από το Χαλάνδρι, που είχα την τύχη να γνωρίσω στο πλαίσιο του Σεμιναρίου του Αετοπούλειου, που ήταν αφιερωμένο στον Αντώνη Σαμαράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου