Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

«Νερόμυλοι στα Καστέλια Φωκίδος»

 Έχουν περάσει 18 χρόνια από αυτή την εισήγηση. Είκοσι χρόνια στα οποία ματαίως αναμένουμε ενδιαφέρον των αρμοδίων για τον ιστορικό μύλο του χωριού Καστέλλια Φωκίδος. Σήμερα στον περίπατο που έκανα με έπιασε η ψυχή μου... 

Η αγαπημένη φίλη που ήρθε στο χωριό μας, έκανε έρευνα και παρουσίασε τα πορίσματά της, δεν είναι πια στη ζωή...

Ο μύλος καταρρέει και η δημοσίευση αυτή είναι μια έσχατη έκκληση για τη σωτηρία του.... 

Του "Γιατρού ο Μύλος" πριν λίγα χρόνια...


Ό,τι έχει απομείνει από τον μύλο: 26/8/2021


«Νερόμυλοι στα Καστέλια Φωκίδος» 

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι της Ευδοκίας Ολυμπίτου Επίκουρης Καθηγήτριας Εθνολογίας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Πρόκειται για εισήγηση που έγινε στο πλαίσιο του Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου «Το Γαλαξείδι από την αρχαιότητα έως σήμερα», Αθήνα 2003, σ. 139-147

Την ευχαριστούμε για την παραχώρηση του κειμένου και για την προβολή του χωριού μας. Δυστυχώς εμείς οι ίδιοι δεν σεβόμαστε την ιστορία μας. Θα πρέπει να πάρουμε κοινή πρωτοβουλία οι Σύλλογοι του χωριού και να σώσουμε το μύλο που έχει απομείνει. Ευτυχώς που τουλάχιστον διασώθηκαν οι μαρτυρίες ανθρώπων που σήμερα δεν βρίσκονται κοντά μας… 


 

Στη διάρκεια της κατοχής, κάτοικοι του Γαλαξιδιού αναζητούσαν τροφή στα ορεινά χωριά του νομού Φωκίδας και ακόμη βορειότερα, στην περιοχή της Θεσσαλίας. Συνήθως αντάλλασσαν μικρές ποσότητες σιταριού με πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια φερμένα από τα μακρινά ταξίδια που έκαναν άλλοτε οι ναυτικοί της πόλης με τα καράβια τους. Οι μυλωνάδες των Καστελίων θυμούνται ότι, όταν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν λίγο σιτάρι, περνούσαν συχνά από το χωριό τους για να το αλέσουν στους τέσσερις μύλους που διέθετε την εποχή εκείνη. Η επικοινωνία της βόρειας πλευράς του νομού με τη νότια δεν ήταν πάντα εύκολη, καθώς η πρόσβαση δυσχεραινόταν από τον ορεινό όγκο της Γκιόνας. Εξάλλου η πορεία των πληθυσμών ήταν αντίστροφη, μόνο όταν το βουνό προσέφερε ασφάλεια και ελευθερία αναζητήθηκε από τους πληθυσμούς της πεδιάδας ή της θάλασσας.

           

Τα Καστέλια (ή Καστέλι) βρίσκονται σε υψόμετρο 500 μέτρων στην άκρη της κοιλάδας του Κηφισού, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Παρνασσού, της Γκιόνας και του Καλλίδρομου. Το χωριό είναι κτισμένο στην είσοδο της χαράδρας που αποτελεί πέρασμα στη Γκιόνα και διατρέχεται από τον Κανιανίτη, έναν παραπόταμο του Φωκικού Κηφισού. Το τμήμα του που είναι κτισμένο στην αριστερή όχθη λέγεται Ευαγγελίστρια από τον ενοριακό ναό ή Λυκόρραχο (ράχη ή πέρασμα λύκων), ενώ στη δεξιά όχθη υπάρχουν τρεις συνοικισμοί: τα Πιπεριώτικα, ο Μυρμηγκιάρης και ο Χλωμός[1].

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ο οικισμός βρισκόταν ψηλότερα στη Γκιόνα, σε μια απόσταση 7 περίπου χλμ από το σημερινό χωριό, σε περιοχή με λείψανα αρχαίας και βυζαντινής κατοίκησης, κοντά στο "Κάστρο των Φράγκων" – όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοί του[2], από το οποίο φαίνεται ότι το χωριό πήρε το όνομά του[3]. Ο Pouqueville, που επισκέφθηκε λίγο πριν την Επανάσταση το παλιό Καστέλι, σημείωσε ότι είχε 40 περίπου σπίτια και ότι οι κάτοικοί του επιδίδονταν στη μεταξουργία[4]. Ανάλογη είναι η εικόνα που δίνει ο Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής στα Ελληνικά του που εκδόθηκαν το 1853: 301 κάτοικοι και 60 σπίτια[5].

Τα Καστέλια υπήρξαν έδρα του ευρύτερου Δήμου Δωριέων με το σχηματισμό του το 1837 μέχρι το 1840[6]. Η εγκατάλειψη του ορεινού οικισμού και η μετακίνηση του πληθυσμού νοτιότερα τοποθετούνται στα χρόνια της Επανάστασης και συνδυάζονται με την εγκατάλειψη της σηροτροφίας και την καλλιέργεια του εύφορου κάμπου με σιτηρά και καπνό[7]. Η καλλιέργεια της γης συνοδεύτηκε αρχικά από την κατασκευή πρόχειρων καταλυμάτων για την παραμονή των γεωργών. Η περιοχή πήρε την ονομασία "Καλύβια"[8]. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 η σταδιακή μετακίνηση πήρε πλέον τη μορφή της μόνιμης εγκατάστασης και το ορεινό χωριό εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους κατοίκους του. Σε ανώνυμο κείμενο της εποχής το νέο χωριό περιγράφεται ως εξής: “Με γη καρπερή μπροστά του –που την κάνει γονιμότερη ένα χρήσιμο ποτάμι με πλατανιάδες κι αηδόνια– με δάσος αρκετό πίσω του, το Καστέλι απέχει τρεις ώρες από την Αγόργιανη κι έχει τα ίδια μ’ αυτήν προϊόντα: κριθάρι, όσπρια, σιτάρι, καπνό, κρασί, καρύδια”[9].

Σε όλο το 19ο αιώνα ο πληθυσμός του παρουσιάζει αργή αλλά συνεχή αύξηση: κατά την απογραφή του 1879 είχε 533 κατοίκους (258 άντρες και 275 γυναίκες)[10], 657 το 1889, 746 το 1896 και 870 το 1907[11]. Το 1912, με την ψήφιση του νόμου 4057 "Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων", συγκροτείται σε αυτόνομη κοινότητα της επαρχίας Παρνασσίδας, αποτελούμενη από τους συνοικισμούς Καστέλι και Χλωμό[12]. Ο μεγαλύτερος αριθμός κατοίκων σημειώνεται το 1940 με 1078 κατοίκους[13], ενώ το 1991 απογράφονται στην κοινότητα 779 κάτοικοι[14].

Στα τέλη του 19ου αι. η τοπική οικονομία στηριζόταν -όπως και σήμερα- στην αγροτική παραγωγή, κυρίως  στην καλλιέργεια της γης με καπνό, σιτηρά και αμπέλια, σε μία έκταση 7.000 περίπου στρεμμάτων που απλώνονται μπροστά στον οικισμό και δευτερευόντως στην εκτροφή χοίρων και αιγοπροβάτων.

Η ύπαρξη του ποταμού ευνόησε τη λειτουργία υδρόμυλων στις όχθες του για την άλεση της παραγωγής δημητριακών, όχι μόνο του χωριού αλλά και μίας ευρύτερης περιοχής. Μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα οι ανάγκες σε αλεύρι του Μπράλλου, του Παλαιοχωρίου, της Γραβιάς, της Βάριανης, της Δριμαίας, του Σκαμνού, του Ελευθεροχωρίου, του Οινοχωρίου (Κάνιανη), της Οίτης (Γαρδικάκι) καλύπτονταν από τους μύλους των Καστελλίων. Δύο ακόμη υδρόμυλοι λειτουργούσαν στην Καλοσκοπή (του Καραγιώργου και του Λιούγκα), ενώ στην Παύλιανη υπήρχαν παλιότερα αρκετοί αλευρόμυλοι, νεροπρίονα και νεροτριβές.

 

Τα Καστέλια είχαν 3 υδρόμυλους, σε διαφορετικά, διαδοχικά σημεία της όχθης του Κανιανίτη, σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο: το μύλο του Κουτρούμπα, ή "Βιλέικο" όπως ονομαζόταν από παλιότερο ιδιοκτήτη του, το μύλο του Παπαγεωργίου ή "μύλο του γιατρού" και το μύλο του Ασημάκη Βέλιου, στο Μηρμηγκιάρη, που δεν σώζεται πια. Το 1941 κατασκευάστηκε ένας τέταρτος μύλος στις Λογγιές της Γκιόνας, σε θέση όπου υπήρχε παλιότερα ο υδρόμυλος του πάνω χωριού[15]. Αυτός λειτουργούσε μόνο το καλοκαίρι γιατί ήταν ψηλότερα στο ποτάμι και είχε επαρκή ποσότητα νερού. Ο μύλος αυτός δεν σώζεται σήμερα.

Κατά τη δεκαετία του 1930, στην αγροτική κοινωνία των Καστελίων οι τεχνολογικές καινοτομίες δεν φαίνονται να απειλούν τις παλιότερες τεχνικές, αντίθετα μπορούν ακόμη να συνυπάρχουν. Την εποχή εκείνη λειτουργούσε στο χωριό κατά τους θερινούς μόνο μήνες ένας μηχανοκίνητος μύλος παρόμοιας κατασκευής με τους υδρόμυλους, ο οποίος κινούνταν με μονοκύλινδρη πετρελαιομηχανή αγορασμένη από καράβι, με ιπποδύναμη 15 αλόγων. Έτσι καλύπτονταν οι ανάγκες για αλεύρι όταν σταματούσαν οι εποχιακοί υδρόμυλοι, ενώ ταυτόχρονα εργάζονταν εκεί οι μυλωνάδες.

 

Ο Βιλέικος μύλος κτίστηκε το 1880. Πρώτος του ιδιοκτήτης ήταν κάποιος Τσάκαλος. Από αυτόν τον αγόρασε μία οικογένεια εμπόρων, οι Βιλέοι. Το 1937 ο Σπύρος Κουτρούμπας αγόρασε το ήμισυ του μύλου αντί 75.000 δρχ, ποσό υπέρογκο για την εποχή, όπως λέει ο γιος του, ο Ταξιάρχης, που μαθήτευσε κοντά του από μικρό παιδί και τον διαδέχθηκε στο επάγγελμα του μυλωνά. Ο πατέρας ήταν αρχικά μαραγκός και αποφάσισε να στραφεί σε ένα επάγγελμα που θεωρούνταν ιδιαίτερα προσοδοφόρο και ασφαλές για τη συντήρηση της οικογένειάς του, καθώς ο μύλος συνδεόταν άμεσα με τη διατροφή και ο μυλωνάς δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης ακόμη και σε δύσκολα χρόνια.

            Ο "μύλος του γιατρού" κατασκευάστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα από τον Αθανάσιο Παπαευθυμίου, παπά και δάσκαλο, και τον Χρήστο Παπαγεωργίου δάσκαλο, με τον οποίο ήταν συγγενείς (σύγαμβροι). Ο πρώτος από τους δύο συνεταίρους είχε το 25% και ο δεύτερος το 75% της ιδιοκτησίας του μύλου. Το 1918 η κυριότητά του πέρασε εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Παπαγεωργίου και μεταβιβάστηκε από πατέρα σε γιο: από τον Χρήστο Παπαγεωργίου στο γιο του Γιώργο τον γιατρό και από εκείνον στο δικό του γιο τον Χρήστο (75 ετών), που είναι και ο σημερινός ιδιοκτήτης του μύλου. Ανακαινίστηκε το 1930. Το 1937 κτίστηκε ένα δεύτερο δωμάτιο που χρησίμευε ως κατοικία του μυλωνά. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1965. Σε αυτόν εργάστηκαν διάφοροι μυλωνάδες, άνθρωποι που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν και άλλα επαγγέλματα για να επιβιώσουν. Ανάμεσά τους αναφέρονται ο Ασημάκης Παπανικολάου, ο Γιώργος Ελευθερίου, ο Βαγγέλης Παπαευθυμίου, ο Πέτρος Κωστούλας, ο Αποστόλης Χουλιάρας από το 1937 έως το 1950 και μετά το 1950 έως το 1965 ένας Μικρασιάτης πρόσφυγας, ο μαστρο Γιώργης Τσουράπας[16].

 

H υδρολογική κατάσταση κάθε περιοχής προσδιορίζει τις παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων, το είδος και τον αριθμό των εγκαταστάσεων που μπορούν να λειτουργούν με κινητήρια δύναμη το νερό, αλλά και τη διάρκεια λειτουργίας τους[17]. Παρόλο που διάφορες τεχνικές κατασκευές και πρακτικές λύσεις είναι δυνατόν να βελτιώσουν τα πράγματα, η ποσότητα του νερού είναι εκείνη που τελικά θέτει τα όρια[18]. Στα Καστέλια οι διαθεσιμότητες σε νερό κατά τους θερινούς μήνες είναι περιορισμένες. Η αξιοποίηση και διαχείριση των υδάτινων πόρων αποτελούσε προϋπόθεση για τη συντήρηση των καλλιεργειών των δημητριακών και των κηπευτικών καθώς και για τη λειτουργία των μύλων. Οι υδρόμυλοι του χωριού ήταν εποχιακοί και διέκοπταν τη λειτουργία τους από τον Μάιο ή Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο, όταν τα υδάτινα αποθέματα της περιοχής διοχετεύονταν αποκλειστικά στις καλλιέργειες[19]. Ένα πυκνό και οργανωμένο αρδευτικό δίκτυο –το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα- αξιοποιούσε το νερό του ποταμού και εξασφάλιζε την υδροδότηση του χωριού. Το κεντρικό ποτιστικό αυλάκι ξεκινούσε από ψηλότερο σημείο του Κανιανίτη και διέσχιζε μία απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων πριν φτάσει στο χωριό. Εκεί το δίκτυο σχημάτιζε διακλαδώσεις από χωμάτινα ή λιθόκτιστα αρχικά, αργότερα τσιμεντένια αυλάκια, που διέτρεχαν τις αυλές των σπιτιών, τους δρόμους και τα χωράφια. Η διανομή του νερού οριζόταν με απόλυτη ακρίβεια από το εθιμικό δίκαιο, ενώ η οργάνωση του αρδευτικού συστήματος βάραινε την κοινότητα. Οι ιδιοκτησίες των δικαιούχων ήταν χωρισμένες σε ομάδες αποτελούμενες από 15 μέλη η κάθε μία. Το νερό κατανέμετο σε κάθε ομάδα ανά οκτώ ημέρες. Ειδικά φράγματα -ξύλινα αρχικά, αργότερα μεταλλικά- άλλαζαν τη ροή και την κατεύθυνσή του. Υπεύθυνος για την εύρυθμη  λειτουργία του συστήματος αυτού ήταν ο "νεροκράτης", διορισμένος από την κοινότητα[20].

            Η χρησιμοποίηση του νερού για την άρδευση καλλιεργειών και την τροφοδοσία υδροκίνητων αλεστικών μηχανισμών προϋποθέτει την ύπαρξη ενός οργανωμένου διανεμητικού συστήματος που υπόκειται σε συλλογικό, κοινοτικό ή κρατικό έλεγχο[21]. Στην περιοχή της Ρούμελης οι διαφορετικές διαθεσιμότητες σε νερό, το μέγεθος και το είδος των καλλιεργούμενων εκτάσεων και ο αριθμός των δικαιούχων ήταν οι βασικοί παράγοντες που προσέδιδαν στο σύστημα αυτό διαφορετική μορφή από χωριό σε χωριό[22]. Ρυθμίσεις που ορίζονταν από το εθιμικό δίκαιο και σε ορισμένες περιπτώσεις κατέληγαν σε γραπτές συμφωνίες καθόριζαν τον τρόπο διανομής των υδάτων ανάμεσα στους καλλιεργητές. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Δημήτριος Λουκόπουλος “Υστερώτερα που πλήθυνε ο κόσμος και πλήθυνε και η κακία του, δεν έδειχναν προθυμία οι άνθρωποι να υπακούσουν στο νόμο που διαιώνιζε η προφορική παράδοση. Τότε αναγκάστηκαν να τον κατοχυρώνουν και με τα χαρτιά”[23]. Παρόλα αυτά δεν έλειπαν οι προστριβές και οι έριδες[24].

Οι μύλοι των Καστελίων παρουσιάζουν την εξής ιδιαιτερότητα: Αν και είναι κτισμένοι σε μικρή απόσταση από το ποτάμι και σε σημεία που σχηματίζουν κατάβαση για να εκμεταλλεύονται την υδατόπτωση και την αυξημένη πίεση του νερού, δεν τροφοδοτούνταν από εκεί. Χρησιμοποιούσαν ειδική διακλάδωση στην κεντρική παροχή του αρδευτικού δικτύου που έφερνε το νερό διαδοχικά από τον ένα μύλο στον άλλο για να λειτουργούν και οι τρεις ταυτόχρονα. Τελικά το νερό διοχετευόταν πάλι στο αρδευτικό δίκτυο.

Ο Βιλέικος μύλος είχε δύο μάτια, ήταν διπλός μύλος σε ένα οίκημα, με δύο ανεξάρτητα συστήματα παροχής νερού και δύο ζεύγη μυλόπετρες που ήταν δυνατόν να αλέθουν ταυτόχρονα, το ένα άλεθε καλαμπόκι το άλλο σιτάρι – όλα εξαρτώνταν από τη ροή του νερού[25]. Όταν υπήρχε ανομβρία και το νερό δεν ήταν αρκετό μπορούσε να αλέθει μόνο το ένα μάτι – συμφωνίες προφορικές μεταξύ των μυλωνάδων που όμως ήταν απαραβίαστες, όπως και ένας ακόμη περιορισμός που έρχεται από τα βυζαντινά χρόνια και φαίνεται να έχει καθολική ισχύ στον ελληνικό χώρο ακόμη και τον 20ό αιώνα: η κατοχύρωση των θέσεων, ο προσδιορισμός της απόστασης που χώριζε τον ένα μύλο από τον άλλο και η απαγόρευση κατασκευής νέου υδρόμυλου ακόμη και σε μεγάλη απόσταση, εφόσον η λειτουργία του θα εμπόδιζε την τροφοδοσία με νερό των ήδη υπαρχόντων μύλων[26].

Οι θέσεις που επιλέγονταν για την κατασκευή υδρόμυλων πληρούσαν δύο ακόμη προϋποθέσεις: τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της υδραυλικής ενέργειας και την πρόσβαση στο οδικό δίκτυο. Στα Καστέλια οι μύλοι βρίσκονται κοντά στις δύο γέφυρες που ενώνουν τα δύο τμήματα του χωριού. Τα σημεία αυτά διευκόλυναν την πρόσβαση των πελατών και από τις δύο πλευρές του οικισμού αλλά και από άλλα χωριά που βρίσκονταν και από τις δύο όχθες[27].

Οι κτιριακές τους εγκαταστάσεις είχαν απλή μορφή. Ήταν λιθόκτιστες, μονώροφες, ορθογώνιου σχήματος με δίκλινη κεραμιδένια στέγη. Αποτελούνταν από δύο χώρους με μικρά ανοίγματα για το φωτισμό του εσωτερικού τους: τον κυρίως μύλο, όπου γινόταν η άλεση και την αποθήκη.

Στους μύλους των Καστελίων τα περισσότερα εξαρτήματα του μηχανισμού ήταν ξύλινα και φθείρονταν σχετικά εύκολα. Ορισμένα από αυτά αντικαταστάθηκαν σταδιακά με μεταλλικά ώστε να έχουν μεγαλύτερη αντοχή. Το σύστημα υδροκίνησης –τόσο ως προς την κατασκευή και τη λειτουργία όσο και ως προς τις ονομασίες των εξαρτημάτων του- είναι παρόμοιο με άλλα που μας είναι ήδη γνωστά από διάφορες περιοχές[28]. Η τροφοδοσία του μύλου με νερό γινόταν κυρίως από το βαγένι –έναν κωνικό αγωγό παλιότερα ξύλινο αργότερα μεταλλικό μήκους περί τα 8-10 μέτρα- και το σιφούνι -ένα ξύλινο προσαρμοζόμενο στόμιο με κυκλικό άνοιγμα στερεωμένο με ξύλινες σφήνες ώστε να μην υπάρχει καμία διαρροή νερού. Και οι δύο υδρόμυλοι έχουν οριζόντια φτερωτή, διαμέτρου ενός μέτρου και μυλόπετρες ίδιας διαμέτρου και βάρους γύρω στα 250 κιλά η κάθε μία. Αυτές έρχονταν από τη Μήλο σε κομμάτια, συναρμολογούνταν επί τόπου και πλαισιώνονταν με μεταλλικά στεφάνια[29]. Ήταν μία δουλειά που γινόταν από ειδικούς τεχνίτες. Από τα κύρια εξαρτήματα του κινητικού τους μηχανισμού ξύλινη ήταν η φτερωτή, το αδράχτι, ο κατακόρυφος άξονας από κέδρο ή δρυ-, τα βαρδάρια και το κατάντι, η οριζόντια βάση που στερεωνόταν η γριμινίτσα. Μεταλλική ήταν η χελιδόνα, που εφάρμοζε στην επάνω κινούμενη μυλόπετρα, το κεντρί και η γριμινίτσα, μια πλάκα με γούβα στο κέντρο του καταντιού. Η περιστροφή ενός μεταλλικού μηχανισμού, που οι ντόπιοι ονομάζουν κλειδί, μετακινούσε το κατάντι και επομένως όλο το σύστημα ρυθμίζοντας την απόσταση ανάμεσα στις μυλόπετρες. Ο μύλος σταματούσε με τη σταματήρα, ένα ξύλινο εργαλείο στερεωμένο σε άξονα ανάμεσα στη φτερωτή και το σιφούνι, το οποίο διέκοπτε τη ροή του νερού προς τη φτερωτή, άλλαζε την κατεύθυνσή του και το διοχέτευε στο αυλάκι.

Στο χώρο της παραδοσιακής τεχνολογίας είναι χαρακτηριστικό το χαμηλό επίπεδο εξειδίκευσης των τεχνιτών και η εμπειρική εκμάθηση της τέχνης. Οι μυλωνάδες ήξεραν να συντηρούν το μηχανισμό του μύλου και να κάνουν κάποιες στοιχειώδεις επισκευές.  Η  πιο ειδικευμένη εργασία, η κατασκευή, η εγκατάσταση, το κεντράρισμα του μηχανισμού και οι σοβαρότερες επιδιορθώσεις των εξαρτημάτων γίνονταν από τους μυλομαραγκούς (μυλοκατασκευαστές), που ήταν αυτοδίδακτοι[30]. Τέτοιοι τεχνίτες υπήρξαν λίγοι στην περιοχή και ήταν περιζήτητοι, ενώ η τέχνη τους μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο. Στην περιοχή της Παρνασσίδας αναφέρθηκαν ο Γιώργος Αγαπητός που καταγόταν από τη Βάριανη, ο Αποστόλης και Νίκος Χουλιάρας από τα Καστέλια.

Ιδιαίτερα μνεία θα πρέπει να γίνει στον μυλωνά και μυλομαραγκό Αποστόλη Χουλιάρα, ο οποίος θεωρείται ο ικανότερος μυλομαραγκός του χωριού. Αυτός τροποποίησε το μηχανισμό στο μύλο του Παπαγεωργίου, σηκώνοντας ψηλότερα τις μυλόπετρες και διευκολύνοντας έτσι τη συγκέντρωση του αλεσμένου καρπού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 άλλαξε τις μυλόπετρες γιατί είχαν μικρή απόδοση και χρειάζονταν γύρισμα και χάραξη κάθε 150 οκάδες. Τοποθέτησε χυτές σμυριδόπετρες αγορασμένες από τον Πειραιά που είχαν περισσότερη αντοχή, απαιτούσαν αραιότερη χάραξη (μία ή δύο φορές κάθε οκτάμηνο) και εξασφάλιζαν μεγαλύτερη απόδοση κατά την άλεση: από  30-40 οκάδες την ώρα, η παραγωγή έφτασε τις 150 οκάδες, ενώ ο μύλος μπορούσε να δουλεύει ασταμάτητα όλο το 24ωρο.

Αλλά και για τις μυλόπετρες υπήρχαν εξειδικευμένοι τεχνίτες, τόσο για το δέσιμο και το στήσιμο, όσο και για τη χάραξή τους, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή απόδοση[31]. Στην περιοχή αναφέρεται κάποιος Χριστοδούλου ή Καραγιώργος από την Καλοσκοπή.

 

Και οι δύο μύλοι των Καστελίων ήταν συνεταιρικοί –ο πρώτος σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του και ο δεύτερος τα πρώτα 20 χρόνια- και αποτελούσαν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Η πρακτική της συνιδιοκτησίας των μύλων -που μας είναι γνωστή από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας[32]- εξακολουθεί να υφίσταται στα νεώτερα χρόνια, καθώς η χρηματική τους αξία ήταν ιδιαίτερα υψηλή ώστε να μπορεί εύκολα κάποιος να αποκτήσει την πλήρη κυριότητά τους. Οι προβιομηχανικές εγκαταστάσεις για τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων αποτέλεσαν συχνά έναν τρόπο επένδυσης χρημάτων για τα εύπορα μέλη μικρών κοινωνιών, μια οικονομική δραστηριότητα προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τους περιορισμούς που έθετε η τοπική οικονομία. Η οικογένεια Παπαγεωργίου δεν εργάστηκε ποτέ στο μύλο. Σε αυτούς η ενοικίασή του απέφερε ένα ιδιαίτερα σημαντικό εισόδημα που ήταν για μια μέση χρονιά γύρω στις 5.000 οκάδες αλεύρι (σιτάρι και καλαμπόκι), ενώ αντίστοιχα ένας καλλιεργητής δεν έβγαζε περισσότερες από 1.000 οκάδες ετησίως.

Η είσοδος του χρήματος στην παραγωγική διαδικασία ήταν ελάχιστη: η πληρωμή του ιδιοκτήτη, η αμοιβή της εργασίας του μυλωνά αλλά και απόδοση του ενοικίου γίνονταν σε είδος, -ακόμη και τα τελευταία χρόνια λειτουργίας των μύλων- με ποσοστό επί των αλεσμένων δημητριακών. Η αμοιβή του μυλωνά –το ξάι- κυμαινόταν από 4%-6% ανάλογα με τη χρονιά και την παραγωγή[33]. Οι καρποί ζυγίζονταν πριν αλεστούν στο καντάρι από τον μυλωνά. Ακόμη και εάν ο παραγωγός ήξερε την ποσότητά  τους, ήταν υποχρεωμένος να αποδεχθεί το βάρος  που έδινε το ζύγισμα επί τόπου, πράγμα που μπορούσε να προκαλέσει προστριβές και αντιδικίες. Έτσι καμιά φορά –όπως ομολόγησαν με δυσκολία οι ίδιοι οι μυλωνάδες- τσακίζοντας το καντάρι μπορούσαν να κερδίσουν 2-3 οκάδες σε βάρος των πελατών τους.

Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στους μύλους είτε μαζί με τον ιδιοκτήτη, είτε μόνοι τους ως ενοικιαστές, αμείβονταν –μετά από προφορική συμφωνία- και αυτοί με ποσοστό επί του κέρδους. Το ποσοστό αυτό δεν ήταν σταθερό και μπορούσε να κυμαίνεται ανάλογα με τη χρονιά στο ήμισυ ή και το 1/3 της συνολικής απόδοσης στο μύλο. Οποιαδήποτε όμως φθορά και επισκευή των εξαρτημάτων επιβάρυνε τον ενοικιαστή και όχι τον ιδιοκτήτη. Αν και εργάζονταν σε μικρή απόσταση από τα σπίτια τους δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από το μύλο και ζούσαν εκεί όλο το 24ωρο, διότι η προσέλευση των παραγωγών ήταν συνεχής και πυκνή κατά τους μήνες της λειτουργίας τους. Εκείνοι δε ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν με υπομονή τη σειρά τους και δύο ή τρεις ημέρες.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 σταμάτησε να λειτουργεί και ο τελευταίος μύλος στο χωριό. Η μακρόχρονη εγκατάλειψη έχει επιφέρει μεγάλες καταστροφές στις κτιριακές εγκαταστάσεις και στο μηχανισμό του Βιλέικου μύλου. Ο Χρήστος Παπαγεωργίου συνέχισε να συντηρεί το κτίσμα και το μηχανισμό, ενώ νοίκιασε το μύλο σε μια προσπάθεια επαναλειτουργίας του, που όμως δεν κράτησε πολύ. Ο ίδιος εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα βρεθεί κάποιος που θα ενδιαφερθεί να τον αξιοποιήσει.

Συνδεδεμένοι με την καθημερινή ζωή των αγροτικών πληθυσμών, οι μύλοι υπήρξαν τόποι κοινωνικών συναθροίσεων και επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων του ίδιου χωριού αλλά και των γειτονικών χωριών, πηγή έμπνευσης για λαϊκούς ποιητές και τραγουδοποιούς. Παράλληλα, τροφοδοτούσαν πλήθος εθιμικών ενεργειών, παραδόσεων, προλήψεων και θρύλων, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ως τη σημερινή εποχή. Ένα περιστατικό της κατοχής που συνδέεται με το "μύλο του γιατρού" φαίνεται να έχει και αυτό ενσωματωθεί στη νεώτερη παράδοση, αποκτώντας μέσα από τους δικούς της μυθοπλαστικούς μηχανισμούς, ποικίλες εκδοχές και παραλλαγές. Στα τέλη του 1941 ο μύλος υπήρξε νυχτερινό κρησφύγετο για τον καταζητούμενο από τους Ιταλούς καπετάν Περικλή (Γιώργο Χουλιάρα) από τα Καστέλια, και τον Θανάση Κλάρα, τον μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη. Και οι δύο πραγματοποιούσαν περιοδεία στα χωριά της Ρούμελης για να συγκροτήσουν ομάδες αντίστασης του ΕΑΜ. Το κτίσμα του μύλου, χωμένο μέσα στις φυλλωσιές, στο πάνω μέρος του χωριού, απομονωμένο από τα υπόλοιπα σπίτια, λέγεται ότι φιλοξένησε κάποιες συναντήσεις των καπετάνιων της Ρούμελης, ενώ οι διηγήσεις για το γεγονός έχουν προσλάβει για την τοπική κοινωνία το χαρακτήρα και τις διαστάσεις θρύλου.

Έτσι, οι μύλοι, αν και δεν λειτουργούν εδώ και δεκαετίες, συνεχίζουν να τραγουδιούνται, να προκαλούν πειράγματα και αστεία, να συντηρούν αναμνήσεις και να ακολουθούν τους ανθρώπους στην ιστορία τους.

 

 



[1] Π. Τσακρής, Η αρχαία Δωρίς. Η Μητρόπολις των Δωριέων (Τοπογραφία – Μνημεία), Αθήνα 1970, σ. 43.

[2] Αργ. Πετρονώτης, "Μνημεία και ιστορικές θέσεις Φωκίδος", Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 4 (1973), σ. 123.

[3] Παναγιώτης Τσακρής, Η αρχαία…, ό.π., σ. 37.

[4] Το Καστέλι σημειώνεται στο Κτηματολόγιο της περιφέρειας Σαλώνων, καθώς υπαγόταν μαζί με άλλα 41 χωριά στη δικαιοδοσία του τοπικού βοεβόδα. Βλ. Φραγκίσκος - Κάρολος - Ούγος - Λαυρέντιος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα (Στερεά Ελλάδα-Αττική-Κόρινθος), μτφ. Μίρκα Σκάρα, Αθήνα 1995, σ. 104.

[5] Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής, Τα Ελληνικά, τ. Α΄, Αθήνα 1853, σ. 564.

[6]  Ο Δήμος Δωριέων ιδρύθηκε το 1837 και καταργήθηκε το 1912. Από το 1840 έως το 1842 έδρα του Δήμου ήταν η Αγόριανη, ενώ από το 1842 ως το 1912 έγινε η Γραβιά. Βλ. Α. Δρακάκης – Σ. Κούνδουρος, Αρχεία περί της συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων 1836-1839 και της διοικητικής διαιρέσεως του κράτους, Αθήνα 1939, σ. 42-43.

[7] Σε συμβόλαιο δανεισμού, με ημερομηνία Οκτώβριος 1817, συμφωνείται μεταξύ δανειστή και δανειζομένου ότι η επιστροφή του ποσού των 333 γροσίων επρόκειτο να γίνει με την καταβολή 80 οκάδων καπνού το χρόνο μέχρι την τελική εξόφληση του χρέους. Αρχείο Χ. Ζεΐνη, έγγραφο δημοσιευμένο στην εφ. Καστελλιώτικα Νέα, φ. 12, 1 Αυγούστου 1964, σ. 5.

[8] Σε συμφωνητικό ενοικίασης χωραφιού, με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1848, διακρίνονται τα δύο τοπωνύμια Καστέλι – Καλύβια. Βλ. Καστελλιώτικα Νέα, φ. 19, 29/3/1965, σ. 3

[9] Γιώργος Ε. Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851. Άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα 1974, σ. 36.

[10]  Υπουργείο Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1879, Αθήνα 1881, σ. 133.

[11] Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, 1871-1971, τ. Α΄, Αθήνα 1974, σσ. 104, 113, 180 και 270.

[12] Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, 1821-1971, τ. Β΄, Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα 1975, σσ. 1 και 5.

[13] Το 1920 το Καστέλι είχε 934 κατοίκους και 91 ο Χλωμός. Το 1928 το χωριό είχε συνολικά 1066 κατοίκους, το 1951, 874 κατοίκους και το 1961, 827 κατοίκους. Βλ. Ε.Σ.Υ.Ε., Στοιχεία Συστάσεως και Εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, αρ. 47 Νομός Φωκίδος, Αθήνα 1962, σ. 162-163.

[14] Ε.Σ.Υ.Ε., Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 17ης Μαρτίου 1991, Αθήνα 1994, σ. 226. Το 1971 είχε 779 κατοίκους και το 1981, 770.

[15] Κατασκευαστής και ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος Τσιρομήτσος.

[16] Θα ήθελα και από το σημείο αυτό να ευχαριστήσω όλους όσοι με βοήθησαν σε αυτή την έρευνα. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ. Ταξιάρχη Κουτρούμπα και τον κ. Χρήστο Παπαγεωργίου για τις πληροφορίες και την πολύπλευρή βοήθειά τους. 

[17] Βλ. Στέφανος Νομικός “Άλεσμα με υδραυλική και αιολική ενέργεια (Νερόμυλοι-Ανεμόμυλοι)”,  Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ Τριήμερο Εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Αθήνα 1991, σ. 191-199, όπου σημειώνεται ότι οι θέσεις και η διάταξη των νερόμυλων προσδιορίζονταν αναγκαστικά από την ποταμιά.

[18] Οι νερόμυλοι δεν γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη στις μεσογειακές περιοχές, γιατί εκτός από την ανεπάρκεια νερού για την εξασφάλιση υδραυλικής ενέργειας, απαιτούνται για τη λειτουργία τους και κάποιες άλλες προϋποθέσεις, όπως η επαρκής υψομετρική διαφορά που δημιουργεί την υδατόπτωση. Βλ. σχετικά Francois Russo, Εισαγωγή στην ιστορία των τεχνικών, Αθήνα 1993, σ. 150.

[19] Η άρδευση της γης έχει προτεραιότητα έναντι της τροφοδοσίας του μύλου με νερό. Στο Θέρμο της Τριχωνίδας οι καλλιεργητές έκοβαν τη ροή του νερού προς το μύλο για να ποτίσουν. “Κι ο μυλωνάς δεν έχει να μιλήσει” όπως αναφέρει ο Δημήτρης Λουκόπουλος “γιατί έτσι βρέθηκε από ανέκαθε”. Δημ. Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1983, σ. 211. Για το ίδιο θέμα βλ. Στέφανος Νομικός “Άλεσμα…”, ό.π., σ. 194. Παναγιώτα Βρούχα, "Οι υδρόμυλοι της Ηπείρου, Ο αγροτικός κόσμος στον μεσογειακό χώρο", Πρακτικά Ελληνογαλλικού Συνεδρίου, Αθήνα 1988, σ. 362.

[20] Σε άλλα χωριά της Ρούμελης ονομαζόταν και “νεροφόρος” ή “νερολόγος” και μπορούσε να είναι άνδρας ή γυναίκα. Μπορούσε ακόμη να υπάρχει ειδική επιτροπή, ορισμένη από την κοινότητα. Έργο όλων αυτών ήταν ο έλεγχος της κατάστασης του δικτύου των αυλακιών, ο καθαρισμός τους, η σειρά και η διάρκεια παροχής νερού σε κάθε δικαιούχο και η αντιμετώπιση των πιθανών παραβιάσεων. Βλ. σχετικά Δημ. Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 203-204 και 209-216. Ξενοφών Γ. Αναγνωστόπουλος, Ελληνικά Έθιμα (Λαογραφική Μελέτη) Α΄, Αθήνα 1956, σ. 82-83. Θανάσης Παπαθανασόπουλος, “Το δίκαιο των υδάτων”, Το νερό πηγή ζωής, κίνησης, καθαρμού, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης 12-14 Δεκεμβρίου 1997, Υπουργείο Πολιτισμού, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 1999, σ. 159-164.

[21] Για τους μηχανισμούς με τους οποίους πραγματοποιούνταν το σύστημα των αρδεύσεων των γαιών κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, βλ. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, “Αρδεύσεις και καλλιέργειες στις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”, Τα Ιστορικά 2 (1984), σ. 235-252.

[22] Βλ. σχετικά Δημ. Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 207-218. Θανάσης Παπαθανασόπουλος, “Το δίκαιο….”, ό.π., σ. 155-164.

[23] Δημ. Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 207.

[24] Στο Βυζάντιο αλλά και στη Μεσαιωνική Ευρώπη η διαχείριση των υδάτων ρυθμιζόταν με νομοθετικές διατάξεις. Για τα ζητήματα αυτά αλλά και παραδείγματα σχετικά με προστριβές και έριδες που δημιουργούνταν  ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικαιούχων, βλ. Δημήτρης Δημητρόπουλος, “Ελαιοτριβεία, μύλοι, φούρνοι, εκκλησίες στον νησιωτικό χώρο τον 17ο αιώνα. Προσέγγιση στο ζήτημα της συνιδιοκτησίας με βάση το παράδειγμα της Μυκόνου”, Μνήμων 16 (1994), σ. 52-53.

[25] Οι νερόμυλοι λειτουργούσαν συνήθως με ένα ζευγάρι μυλόπετρες -“ένα μάτι”- υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου ήταν δυνατόν να λειτουργούν ταυτόχρονα δύο ή και περισσότερα ζευγάρια. Βλ. σχετικά Γιάννης Ρούσκας, Μυλοτόπια, Μύλοι και Μυλωνάδες, Αθήνα 1999, σ. 25 και σημ. 247-251, όπου παρατίθεται σχετική με το θέμα βιβλιογραφία.

[26] Για τους περιορισμούς που ορίζονταν από το εθιμικό δίκαιο ως προς τη χωροθέτηση των υδρόμυλων και των ανεμόμυλων, βλ. Δημήτρης Δημητρόπουλος, “Ελαιοτριβεία…”, ό.π., σ. 52.

[27] Τέτοιοι μύλοι υπήρχαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, βλ. σχετικά Γιάννης Ρούσκας, Μυλοτόπια…, ό.π., σ. 30.

[28] Η βιβλιογραφία για την κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων και των μηχανισμών των υδρόμυλων είναι αρκετά πλούσια. Οι αναφορές που ακολουθούν είναι απλώς ενδεικτικές. Μ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Λαογραφικά Σύμμεικτα Καρπάθου, τ. Β΄, Αθήνα 1934, σ. 327-341. Δημ. Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 277-302. Τάσος Ζάππας, "Νερόμυλοι και ανεμόμυλοι στη νότια Καρυστία", Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 15 (1969), σσ. 105-118. Μ. Σαχά, "Οι νερόμυλοι της Κωμιακής Νάξου", Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 8 (1969-1970), σ. 633-643. ΄Αγγ. Σορδίνας, "Οι παραδοσιακοί αλευρόμυλοι της Κέρκυρας. Χερόμυλοι, νερόμυλοι, ατμόμυλοι, αλογόμυλοι", Κερκυραϊκά Χρονικά 25 (1981), σς. 85-160. Π. Κοντομίχης, "Αγροτικές βιοτεχνικές εργασίες (Λαογραφικά Λευκάδας)", Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών 6 (1984), 1-38 και 72-118. Λάμπης Λούκος, Νερόμυλοι, μελέτη ιστορική και λαογραφική, Πάτρα 1985. Παναγιώτα Βρούχα, "Οι υδρόμυλοι…”, ό.π., σ. 361-382. Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, “Υδροκίνητες βιοτεχνίες στο Βελεστίνο”, Υπερεία 1, Αθήνα 1990, 161-325. Στέφανος Νομικός “Άλεσμα…”, ό.π., σ. 195. Ανδρομάχη Οικονόμου, “Οι υδροκίνητοι αλευρόμυλοι της περιοχής Δημητσάνας. Πρώτη προσέγγιση”, “Ο άρτος ημών”. Από το σιτάρι στο ψωμί, Γ΄ Τριήμερο Εργασίας, Πήλιο, 10-12 Απριλίου 1992, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1994, σ. 173-175.  Γιάννης Ρούσκας, Μυλοτόπια.., ό.π., σ. 28-30. Λένα Γουργιώτη – Γιώργος Ν. Μητροφάνης, Θεσσαλία. Σιτάρι -  αλεύρι - ψωμί. Παράδοση και εκσυγχρονισμός, Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας 1999, ιδιαίτερα στις σσ. 51-69, κ.ά.

[29] Οι μυλόπετρες που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας προέρχονταν από τη Μήλο καθώς η ποιότητα και η αντοχή τους θεωρούνταν οι καλύτερες. Βλ. σχετικά Στέφανος Νομικός “Άλεσμα…”, ό.π., σ. 198.

[30] Βλ. σχετικά Στέφανος Νομικός “Άλεσμα…”, ό.π., σ. 196.

[31] Βλ. σχετικά Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 300-301.

[32] Δ. Δημητρόπουλος, “Ελαιοτριβεία..”, ό.π., σ. 54-56.

[33] Το ξάι ήταν ένα μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 3-5 οκάδων, με το οποίο υπολογιζόταν το ποσοστό του αλέσματος που παρακρατούσε ως αμοιβή ο μυλωνάς. Η βιβλιογραφία για τις διάφορες παραλλαγές ως προς τη χωρητικότητα αλλά και τις διακυμάνσεις ως προς το ποσοστό του παρακρατήματος σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου, είναι ιδιαίτερα πλούσια. Βλ. ενδεικτικά Δημ. Α. Πετρόπουλος, “Συμβολή εις την έρευναν των λαϊκών μέτρων και σταθμών”, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου 7 (1952), σ. 71-72. Επίσης, Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά…, ό.π., σ. 283-284. Ανδρομάχη Οικονόμου, “Οι υδροκίνητοι…”, ό.π., σ. 171.  Γιάννης Ρούσκας, Μυλοτόπια…, ό.π., σ. 51-54. Για τους ανεμόμυλους βλ. ενδεικτικά Ζ. Βάος – Στ. Νομικός, Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, Αθήνα 1993, σ. 248.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου