Στο εργαστήρι μας στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου, με έμπνευση από την Ντενεκεδούπολη της Ευγενίας Φακίνου, αυτή τη φορά η αποστολή των παιδιών ήταν αν επινοήσουν μια δική τους λέξη και με αυτή να φτιάξουν μια ιστορία
Ιδού τα πρώτα δείγματα δουλειάς:
Του Γιάννη Κώνστα |
Της Στέλλας Κώνστα |
Το « ριβολέ»
Μια φορά κι έναν
καιρό ήταν ένας καλιτέχνης ο Βιβάλντο. Είχε ένα μαγαζί στο οποίο ζωγράφιζε
ότι τους ζητούσαν. Τις ιδέες του τις έπαιρνε συνήθως από τη φύση.
Μια μέρα ένας πολύς γνωστός ζωγράφος ο Βαν Γκο ήρθε στο
μαγαζί του :
- Καλησπέρα κύριε Βαν Γκο να ξέρετε είμαι μεγάλος θαυμαστής σας!
- Καλησπέρα και σ’εσένα Βιβάλντο.
- Πώς κι από δώ;
- Σήμερα σου έχω κάτι πολύ ευχάριστο.
- Τι;
- Αν μου φτιάξεις κάτι πολύ ξεχωριστό θα σε κάνω πλούσιο.
- Σας ευχαριστώ πολύ θα κάνω ότι
μπορώ.
Πρώτα πήγε στο δάσος, αλλά δεν
έβρισκε κάτι να τον εμπνέει.Καθώς προχωρούσε
όλο και πιο βαθιά στο δάσος, βρέθηκε σε
μια λίμνη. Πλησίασε στις όχθες της αλλά…
παραλίγο να πέσει μέσα. Βούτηξε το χέρι του και έβγαλε διάφορες πέτρες αλλά
ούτε κι αυτές του άρεσαν.
Η έμπνευσή του είχε εξαφανιστεί. Τι να κάνει σκεφτόταν να πάει σε άλλη χώρα. Συνέχεια αναρωτιόταν:<< Που να πάω τι να κάνω; Μήπως να πάω Ιταλία ή Γαλλία ; >> Τελικά αποφάσισε να πάει στη Γαλλία.
Ένας καλοντυμένος κύριος τον
πλησίασε και χωρίς να του μιλήσει του έδωσε ένα χαρτί. Το χαρτί του έδινε οδηγίες να πάει σ’ ένα συγκεκριμένο
χρωματοπωλείο να ζητήσει ένα χαρτί , το «
ριβολέ» και μετά αντί για πινέλα να χρησιμοποιήσει τις πέτρες που είχε στις
τσέπες του.
Το «ριβολέ» ήταν ένα
χαρτί, πολύ χοντρό και άσπρο και η επιφάνειά του έμοιαζε με βουνό. Άρχισε να
ζωγραφίζει με τις πέτρες για πινέλα και οι εικόνες έμοιαζαν να ζωντανεύουν όταν τις κοιτούσες.
Όταν ολοκλήρωσε τον πίνακα στο «ριβολέ», τον έδειξε στον κύριο
Βαν Γκο ο οποίος ενθουσιάστηκε. Τα λεφτά
που πήρε τον έκαναν πολύ πλούσιο. Αλλά δεν τα κράτησε για τον εαυτό του τα
μοίρασε στα φτωχά παιδιά!
Με τον πίνακα είχε γίνει τόσο
διάσημος που όλοι έρχονταν στο μαγαζί του για να τους ζωγραφίσει έναν πίνακα στο
«ριβολέ».
ΤΕΛΟΣ
Το Κοκαλόψωμο
Του Σωκράτη Τυροκομάκη
Μια μέρα ο Μπάμπης Παραμπής που ήταν άνεργος
είπε"θέλω να δημιουργήσω κάτι νέο" . Τότε ο Μπάμπης άρχισε να ρωτάει
άτομα για ιδέες,
- Συγνώμη αλλά έχετε κάποια ιδέα
για κάτι να δημιουργήσω?
- Ναι, φτιάξε ένα αυτοκίνητο που
πετάει! Είπε κάποιος.
- Συγνώμη αλλά δεν είμαι μηχανικός για να το
κάνω. Απάντησε ο Μπάμπης.
Μετά πήγε στον Γιάννη Ναφάει.
- Έχεις καμία ιδέα για κάτι να
δημιουργήσω?
- Φτιάξε χαρτί από ζελλέ! Είπε ο
Ναφάει.
- Αυτό απλά δεν γίνεται. Απάντησε
ο Μπάμπης
Μετά αποφάσισε να αρχίσει να ρωτάει παιδιά για
ιδέες.
- Συγνώμη μικρέ αλλά έχεις καμία
ιδέα για κάτι καινούργιο?
- Ναι ένα υποβρύχιο που πετάει
και φτύνει φλόγες! Είπε ο μικρός.
- Όχι! Απάντησε ο Μπάμπης
θέλοντας να μην κάνει τον μικρό να κλάψει.
Μετά πήγε στο κέντρο της πόλης.
- Ε, εσύ έχεις καμία ιδέα?
- Ναι ένα δράκο! Είπε κάποιος.
- Εμμμμμμμμμ, αυτό δεν γίνεται.
Απάντησε ο Μπάμπης που είχε αρχίσει να μετανιώνει όλες τις επιλογές της ζωής
του.
Μετά είπε στον εαυτό του.
- Θα ρωτήσω ένα τελευταίο άτομο!
Πήγε και ρώτησε ένα τελευταίο άτομο που
λεγόταν Μπίλι Μπομπ.
- Συγνώμη αλλά έχεις καμία ιδέα?
- Ναι φτιάξε ένα κόκαλοψωμο! Είπε
ο Μπίλι Μπομπ.
- Οκ αλλά που θα χρησιμεύσει?
Ρώτησε ο Μπάμπης.
- Α θα είναι διακοσμητικό.
Απάντησε ο Μπίλι Μπομπ.
- Ωραία ευχαριστώ! Απάντησε ο
Μπάμπης.
Αυτό ήταν ότι χρειαζόταν, έτρεξε στο σπίτι του
και κατάλαβε ότι δεν είχε κόκαλα. Γι'αυτό πήγε και έψαξε για κόκαλα. Βρήκε
μερικά κόκαλα στη μέση του δάσους, τα πήρε και τα άφησε στο σπίτι του και πήγε
να πάρει ψωμί. Μόλις γύρισε πήρε ένα κόκαλο και το έχωσε μέσα στο ψωμί και έτσι
δημιουργήθηκε το κόκαλοψωμο.
Γιρόφα
του Οδυσσέα Τυροκομάκη
Κάποτε, σε ένα ανώνυμο νησί, βρισκόταν ο Θανάσης, ο οποίος περπατούσε γύρω γύρω, ψάχνοντας να βρει κάποιον τρόπο να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Την προηγούμενη μέρα, υποτίθεται ότι ο Θανάσης θα πήγαινε να επισκεφθεί τους γονείς του, μα το αεροπλάνο με το οποίο θα έφτανε εκεί, κατέρρευσε. Ευτυχώς, ένα υπερβολικά μεγάλο γεράκι,τον έπιασε και τον πέταξε στο νησί. Έψαχνε για ώρες, άλλα δεν έβρισκε τίποτα και σιγά σιγά άρχισε να βαριέται, οπότε άρχισε να σκέφτεται για τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να απασχοληθεί με κάτι. Βρήκε δύο χοντρούς κορμούς δέντρων που είχαν πέσει τους έστησε κάτω και ξάπλωσε πάνω τους. Μετά άρχισε να σέρνετε και οι κορμοί πήγαιναν μαζί του. Το γεράκι τον είδε από μακριά και τον ρώτησε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου