Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Ένας Συρακούσιος στρατιώτης αφηγείται



Ένας Συρακούσιος στρατιώτης αφηγείται

από τη Μαριαλένα Πορίχη

 

Είχα ένα τρομακτικά κακό προαίσθημα για εκείνη την ημέρα. Αμφέβαλλα ειλικρινά για το αν ήταν καλή ιδέα να κάνουμε μια τόσο μεγάλη γιορτή για την θεά Άρτεμη, έχοντας την πόλη μας απροστάτευτη. Το προαίσθημά μου δεν με είχε απογοητεύσει ποτέ, σε καμιά μάχη και σε καμία δύσκολη στιγμή. Όταν όλοι ήταν σίγουροι ότι θα χάναμε και θα μας έσφαζαν όλους οι Ρωμαίοι, εγώ ήξερα μέσα μου, ένιωθα μια λαμπρή ελπίδα, ότι θα γλιτώσουμε. Ήξερα ότι δεν θα ερχόταν τότε το τέλος. Ένιωθα ότι θα ζούσα άλλη μία ένδοξη μάχη. Και τότε είδαμε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο άρχισε να καίει τα πλοία των εχθρών. Ο θεεικός Αρχιμήδης μας είχε σώσει και δεν θα ήταν η τελευταία φορά που θα μας έσωζε. Αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα όμως, δεν περνούσε από τη δικαιοδοσία μου η ακύρωση μιας τέτοιας γιορτής ή η αλλαγή θέσης του στρατεύματος. Ήμουν ένας απλός στρατιώτης και το καθήκον μου αφορά την προστασία της πόλης και των πολιτών σε ατομικό επίπεδο. Αλλά το μυαλό μου ήταν κολλημένο σε αυτό το αίσθημα ότι κάτι θα συμβεί. Κάτι που ούτε και ο πανέξυπνος Αρχιμήδης δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει.

Πήγα στον κοντινότερο ανώτερό μου και του εξήγησα πώς είχε η κατάσταση. Αλλά εκείνος άρχισε να γελάει και γύρισα στη θέση μου ηττημένος. Αλλά δεν ήξερα ότι η βραδινή βάρδια θα ήταν που θα πλήρωνε την έλλειψη επιφυλακής άλλων.

Το βράδυ εκείνο, δεν μπορούσα να κοιμηθώ από αυτό το άγχος που με είχε καταβάλλει. Το προαίσθημά μου δεν είχε πραγματοποιηθεί, αλλά ένιωθα την ίδια αδημονία ότι κάτι θα γίνει. Τις σκέψεις μου όμως διέκοψαν κάποιοι αμυδροί ήχοι που άρχισαν να ακούγονται. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τι ήχοι ήταν αυτοί. Τινάχτηκα μετά από λίγη ώρα ακούγοντας όπλα να συγκρούονται. Σηκώθηκα γρήγορα και φόρεσα την πανοπλία μου. Ακολούθησα τους ήχους, σε επιφυλακή. Δεν περπάτησα πολύ μέχρι να φτάσω στα τείχη, άλλα έμεινα σοκαρισμένος βλέποντας ότι δεν υπήρχε κανένας φρουρός που να φορούσε τη δική μας πανοπλία και να στεκόταν όρθιος, ζωντανός. Οι φρουροί των τειχών μας κοίτονταν νεκροί και από πάνω τους, στέκονταν οι στρατιώτες του Μαρκέλλου, που εισέρχονταν όλο και περισσότεροι στην πόλη μας, μυστικά και αθόρυβα. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να πολεμήσω εναντίον όλων τους. Δεν είχα ελπίδα. Έπρεπε να βρω βοήθεια και γρήγορα. Το έσκασα με γρήγορα βήματα και έτρεξα να βρω το σπίτι του αδερφού μου, όπου ήταν στρατιώτης και αυτός και γνώριζε όλα τα σπίτια όλων των στρατιωτών και ανωτέρων. Χτύπησα την πόρτα του επίμονα, μέχρι που μου άνοιξε η σύζυγός του, έκπληκτη βλέποντας με. Δεν της είπα τίποτα, παρά πέρασα μέσα και έτρεξα στον αδερφό μου, όπου ήδη φορούσε την πανοπλία του. Ήθελα να τον πάρω κατευθείαν έξω να χτυπήσουμε σε όποιο σπίτι μου έλεγε, ο χρόνος ήταν λίγος και πολύτιμος, αλλά κάτι μέσα μου με παρότρυνε να τον ρωτήσω, «Γιατί φοράς την πανοπλία σου;». «Άκουσα κάποιους θορύβους προς το κέντρο της πόλης και είπα να τους ερευνήσω.», απάντησε. Η απάντησή του με κάλυψε. Και σε εμένα το ίδιο είχε συμβεί. Δεν άργησε όμως η δική του ερώτηση, «Τι κάνεις εσύ όμως εδώ μες στη μαύρη νύχτα;». «Θα σου τα εξηγήσω όλα στον δρόμο, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Βγήκαμε από το σπίτι και του είπα ότι έπρεπε να με πάει σε σπίτια, κυρίως ανωτέρων.

-Μα, γιατί; Να πάμε πρώτα εμείς να ερευνήσουμε και να δούμε τι συμβαίνει και βλέπουμε μετά. Αν δεν είναι τίποτα παρά οι φαντασιώσεις μας θα μας κόψουν τα κεφάλια!

-Δεν με αφήνεις να σου εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο και πρέπει να βιαστούμε.

-Μα πώς ξέρεις πόσο χρόνο έχουμε, εάν δεν ξέρεις τι γίνεται; Δεν πρέπει να τους βρούμε δίχως να είμαστε σίγουροι.

-Ξέρω τι γίνεται. Πήγα μόνος μου και είδα ένα κάρο εχθρούς να σκοτώνουν στρατιώτες...

-Περίμενε. Πήγες στα τείχη;

-Ναι και- για μισό. Πώς ήξερες ότι είναι στα τείχη οι εχθροί; Και εσύ δεν μου είπες ότι άκουσες θορύβους στα κεντρικ-

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρότασή μου, όταν συνειδητοποίησα τι συνέβαινε και που είχαμε φτάσει. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι σε εκείνη την περιοχή. Ήμασταν τελείως μόνοι μας. Σταμάτησα και γύρισα προς το μέρος του. Το αριστερό του χέρι ακούμπαγε τη λαβή του σπαθιού του, έτοιμο να βγει από τη θήκη του. Τον κοίταξα στα μάτια. Ενοχή και μίσος ήταν ζωγραφισμένα καθός τράβαγε τη λεπίδα του. Έβγαλα και το δικό μου σπαθί. Ήταν προδότης. Ο αδερφός μου, που πολεμήσαμε ένα κάρο φορές πλάτη με πλάτη, ήταν έτοιμος να με σκοτώσει για να καλυφθεί η προδοσία του.

-Προδότη! -του φώναξα- Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό στις Συρακούσες!

-Μου έταξαν καλύτερη ζωή. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, δεν θα γινόντουσαν σκλάβοι! Αλλά εσύ είσαι ερωτευμένος με μια χαμένη πόλη. Δεν είχαμε ελπίδες εναντίων των Ρωμαίων!

Έβγαλε το σπαθί του και μου επιτέθηκε. Ήξερα ότι δεν είχα ελπίδα εναντίον του. Ήταν μεγαλύτερος και πιο έμπειρος. Αλλά είχα μια ελπίδα, να πάω κάπου πιο κεντρικά και να μας ακούσει κάποιος. Έπρεπε να φροντίσω να σωθεί η πατρίδα μου. Προσπαθούσα να αμύνομαι κυρίως, έτσι ώστε να έχω και την πολυτέλεια να μπορώ να κινούμαι. Ποτέ δεν περίμενα να παλέψω ενάντια στον αδερφό μου, που μεγαλώσαμε μαζί. Αλλά εκείνος που έστεκε μπροστά μου, δεν ήταν συγγενής μου. Πάλευε με λύσσα, λες και δεν γνωριζόμασταν ποτέ, λες και δεν είχαμε περάσει τίποτα μαζί, λες και ήμασταν κοινοί εχθροί, που ή σκότωνες, ή σκοτωνόσουν.

Ήταν γρήγορος και δυνατός. Η ελπίδα μου, ότι θα προλάβω να προειδοποιήσω τους πραγματικούς μου συμπατριώτες όλο και πέθαινε, καθώς το φως της ημέρας πλησίαζε, μαζί και με τις ώρες που μου επέμεναν. Ξάφνου, ενώ παλεύαμε, μου πήρε το όπλο μου, στοχεύοντάς το εναντίον μου. Είχαμε απόσταση αναπνοής. Ήμουν έτοιμος να ορμήσω επάνω του, με μόνο μου όπλο τα γυμνά μου χέρια, αλλά εκείνη τη στιγμή μου φώναξε:

-Έλα μαζί μου. Σώσε τον εαυτό σου και συμμάχησε μαζί με τους Ρωμαίους. Δε χρειάζεται να διαλύσουμε τη σχέση μας. Δεν χρειάζεται να σε σκοτώσω. Δεν χρειάζεται να τελειώσουν όλα έτσι… άδοξα.

-Άδοξα… Χα… άδοξα. Εγώ, που θα πεθάνω σήμερα, από χέρια αδελφικά, προστατεύοντας την πατρίδα μου, εγώ θα πεθάνω με δόξα. Εγώ γεννήθηκα σε αυτή τη πόλη και θα πεθάνω προστατεύοντάς τη. Δεν θα κρυφτώ σαν δειλός. Αν είναι να πεθάνω, θα πεθάνω ένδοξα. Άδοξο θάνατο, θα έχει μόνο αυτός  που θυσιάζει τα ιδανικά του, για να πάει με τον εχθρό. Τον ίδιο εχθρό, που σκότωνε κάποτε για να προστατέψει τους ανθρώπους της πόλης του. Τον ίδιο εχθρό, θα τον κάνει φίλο του, για να μην πεθάνει στην μάχη. Για να σκοτώσει ο ίδιος τους συμπατριώτες του, για να εγκαταλείψει μια για πάντα την ανδρεία και την περηφάνεια του ώστε να κρυφτεί στην φούστα του εχθρού. Δεν είσαι άντρας εσύ ρε! Δεν είσαι Συρακούσιος εσύ ρε! Είσαι δειλός! Και πάντοτε η υπενθύμιση, ότι σκότωσες τον αδερφό σου, θα σου θυμίζει τη δειλία σου. Αν κάποιος από εμάς πεθάνει άδοξα, αυτός δεν θα είμαι εγώ…

Το σπαθί του χώθηκε μες στα σωθικά μου. Το ίδιο σπαθί που κρατούσε ο αδερφός μου. Το ίδιο σπαθί που σκότωσε τόσους  και τόσους Ρωμαίους, έμελλε να γίνει ο αφανισμός ενός πατριώτη. Ένιωσα τον πόνο να μαλακώνει, καθώς το άψυχο σώμα μου έπεσε στο χώμα και ο αδερφός μου, έπεσε στα γόνατα και έκλαψε γοερά. Γιατί εκείνη την ημέρα, έγινε ορφανός, από πατρίδα, από φίλους και αδέρφια. Και εγώ είχα την τύχη, να μη δω τη πόλη μου να σκλαβώνεται…          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου