Είναι η 8η περιπέτεια του Ζαμπαντή μετά από όσα συνέβησαν το Πάσχα με το περιοδικό Ζαμπαντώρα και το Μυστήριο στο Δημοτικό Σχολείο
Πρόκειται για ήρωα που δημιουργήσαμε με τα παιδιά του εργαστηρίου της "Παραμυθοκουζίνας" στο 1ο Δημοτικό Σχολείο του Παπάγου
Συγγραφείς -εικονογράφοι:
Άγγελος Διαμαντόπουλος
Βασίλης Διαμαντόπουλος
Δέσποινα Κάντζαρη
Μυρτώ Μαθιουδάκη
Αντώνης Ρόμπος
Φίλιππος Σκαρόπουλος
Ο Ζαμπαντής ταξιδεύει στον κόσμο
Μετά από αρκετές συναρπαστικές περιπέτειες, ο Ζαμπαντής αποφάσισε να
οργανώσει ένα μακρινό ταξίδι στην αφρικανική ήπειρο και συγκεκριμένα στη Νότια
Αφρική και στην Ζιμπάμπουε. Εκεί, γνώριζε πως υπήρχε ποικιλία από διαμάντια και
πολύτιμους λίθους, που η απόκτηση πολλών από αυτούς ήταν ο κρυφός του στόχος…
Κατά τ’ άλλα, βασικός του σκοπός ήταν να γνωρίσει καλύτερα αυτούς τους τόπους
και να δημιουργήσει υπέροχες αναμνήσεις. Για την ώρα όμως, έπρεπε να ψάξει για
τα αντικείμενα που θα τον οδηγούσαν στον πλούτο, μιας και ήταν πρωί ακόμη και ο
ήλιος έλουζε τον τόπο. Θα επέστρεφε βράδυ στο ξενοδοχείο. Είχε σημαντική αποστολή εκείνη την ημέρα.
Μετά από πολύωρη προσπάθεια, ο Ζαμπαντής βρήκε δεκάδες από διαμάντια. Έμαθε
κιόλας πως κάποια ήταν εξαιρετικά σπάνια, ενώ άλλα βρίσκονταν εκεί εδώ και
εκατοντάδες χρόνια, χωρίς κανείς να τα εξορύξει. Μόλις βρήκε αυτό που
αναζητούσε με περισσότερη επιθυμία, αποφάσισε να επιστρέψει κρυφά στην Ελλάδα.
Για καλή του τύχη, στο αεροδρόμιο δεν ανιχνεύτηκαν τα διαμάντια, οπότε η
επιστροφή του ήταν ασφαλής και χωρίς μπλεξίματα. Από τις περισσότερες πλευρές
τουλάχιστον…
Μια κοπέλα, που ονομαζόταν Ενόλα, όμως, κάτι φάνηκε να υποψιάζεται για τον
Ζαμπαντή και τον συσχετισμό του με τα διαμάντια και τους λίθους, οπότε
αποφάσισε να τον παρακολουθεί κατά την επιστροφή στον τόπο του. Παρόλο που
καθόταν μακριά του στο αεροπλάνο, η θέση της βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο, όπου
καθρεφτιζόταν ο Ζαμπαντής, οπότε ήταν εύκολο να τον παρακολουθεί στα κρυφά
χωρίς αυτός να υποψιαστεί κάτι…
Η Ενόλα ήταν μια ψηλή και όμορφη εξωτερικά κοπέλα, η οποία σε κάθε ταξίδι
της κουβαλούσε 3 βαριά κολιέ απ’ τον λαιμό και 2 ασημένια βραχιόλια σε κάθε
χέρι. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε από το να βαδίζει συνεχώς αγέρωχα με ψηλά το
κεφάλι και κορδωμένο ύφος. Κατά τ’ άλλα, όλη αυτή την εντυπωσιακή ομορφιά της
δεν τη συναντούσες καθόλου στην ψυχή της, αφού σχεδόν μονίμως είχε μια κάκιστη
συμπεριφορά. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα μια μέρα μετά την επιστροφή του
Ζαμπαντή στην Ελλάδα, με ένα «ατύχημα»
που συνέβη σε μια στάση του λεωφορείου…
Ο Ζαμπαντής καθόταν υπομονετικά σ’ ένα παγκάκι περιμένοντας το λεωφορείο.
Μόνο που δεν παρατήρησε πως η Ενόλα βρισκόταν πίσω του. Κάτι έμοιαζε να
ετοιμάζει, που σίγουρα δεν ήταν για καλό… Η Ενόλα βρέθηκε πίσω από τον Ζαμπαντή
και όταν εκείνος αφαιρέθηκε παρατηρώντας το τοπίο, του επιτέθηκε. Ευτυχώς δεν
τον τραυμάτισε σοβαρά, και το θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε όχι και τόσο
κρίσιμη κατάσταση. Η Ενόλα όμως είχε πάρει το λάφυρό της: κατάφερε να του
κλέψει το χρυσό, φανταχτερό του και ρολόι. Κι
ετοιμαζόταν για τον επόμενο στόχο της.
Στο νοσοκομείο όπου βρέθηκε ο Ζαμπαντής εργαζόταν ως νοσοκόμος κι ένας
παλιός συμμαθητής του από το Δημοτικό, το Φιλιπόνι που παρά το φόρτο εργασίας
του, πάντα ξέκλεβε λίγο χρόνο ώστε να τον αφιερώσει σε συζήτηση με τον παλιό
του φίλο.
Κι ενώ ο Ζαμπαντής ανάρρωνε, ο αστυνόμος Διαμαντόπουλος εμφανίστηκε στο
νοσοκομείο ώστε να πάρει κατάθεση. Ο Ζαμπαντής προσπάθησε να αφηγηθεί τι
ακριβώς συνέβη, αλλά δεν ήξερε το όνομα της Ενόλα ούτε και θυμόταν καλά τα
χαρακτηριστικά της. Ο αστυνομικός Διαμαντόπουλος γύρισε στο γραφείο του
απογοητευμένος, δίχως να έχει λάβει την παραμικρή πληροφορία.
Στο μεταξύ η Ενόλα δεν είχε πραγματοποιήσει ολόκληρο το σχέδιό της. Λίγο
προτού μεταφερθεί ο Ζαμπαντής στο νοσοκομείο, σιγουρεύτηκε πως είχε κρύψει καλά
τον έντονα πορτοκαλί σάκο με τα διαμάντια και πως σύντομα θα τα αποκτούσε.
Ούτως ή άλλως δεν ανήκαν στον Ζαμπαντή, ήταν ένας θησαυρός της φύσης. Λίγες μέρες μετά, ταξίδεψε στην Ιορδανία με
πιλότο τον Μίτζικ, όπου τα μοσχοπούλησε. Με τα χρήματα που εισέπραξε ήταν πια εκατομμυριούχος
και αγόρασε ένα πελώριο παλάτι που το ονόμασε «Ράνια». Μέσα σε λίγες μέρες, η
Ενόλα είχε γίνει πασίγνωστη (και όχι μόνο στην Ιορδανία). Προκάλεσε έκπληξη το
ότι ένα άτομο έγινε πάμπλουτο κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη.
Κάποια στιγμή η Ενόλα άρχισε να εμφανίζεται στην τηλεόραση, πράγμα που την
έκανε ακόμα πιο διάσημη και πλούσια. Για κακή της τύχη όμως, ο Ζαμπαντής ήταν
ένας άνθρωπος που δεν έχανε λεπτό από το να παρακολουθεί καθημερινά τις
μεσημεριανές και απογευματινές ειδήσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να
δει ο Ζαμπαντής την Ενόλα, αλλά και να την αναγνωρίσει. Τότε ήταν που ο
Ζαμπαντής τηλεφώνησε στο Φιλιπόνι, στον Μίντζικ και στον αστυνομικό. Κατά τύχη,
όλοι κάποτε ήταν στο ίδιο σχολείο με το Ζαμπαντή, είχαν μεγαλώσει μαζί, κι έτσι
υπήρχε ένα δέσιμο μεταξύ τους. Βλέπετε, δεν ήταν μόνο η Ενόλα που μπορούσε να
οργανώσει αξιοποιήσιμα σχέδια…
Οι τέσσερις τους αποφάσισαν να συναντηθούν στο Αμμάν σε μια πλατεία κοντά
στο παλάτι «Ράνια» στις πεντέμισι το απόγευμα, την ώρα που η Ενόλα συνήθως
επέστρεφε από την έξοδό της. Από εκεί, αν όλα πήγαιναν καλά, όταν οι φρουροί θα
την οδηγούσαν πίσω στο παλάτι, ο Μιντζικ θα κατάφερνε να τους απασχολήσει με το
που η Ενόλα θα έφευγε, όσο οι άλλοι τρεις θα επιχειρούσαν να μπουν μέσα.
Όλα ήταν άψογα σχεδιασμένα. Ο αστυνόμος δεν κατάφερε να έρθει, καθώς
χρειάστηκε να πάρει κατάθεση από δύο ύποπτους για ένα τροχαίο που –μάλλον- συνέβη
εσκεμμένα. Αλλά αυτό δεν τους αποθάρρυνε. Όταν συναντήθηκαν οι τρεις τους στην
πλατεία, μετακινήθηκαν προς το παλάτι, παρακολουθώντας το προσεκτικά. Ήταν
εξαιρετικά ψηλό, που άνετα θα έλεγε κάποιος πως είναι δεκαώροφο, με πελώρια
μπαλκόνια που στα ασημένια κάγκελά του μπλέκονταν αναρριχητικά φυτά και μία
διάφανη πόρτα, όπου θύμιζε πόρτα ξενοδοχείου πέντε αστέρων…
Μετά από ένα τέταρτο περίπου, εμφανίστηκε μπροστά από το παλάτι μια ροζ
λιμουζίνα. Τότε, άνοιξε η πόρτα της και η Ενόλα βγήκε έξω μαζί με την ξαδέρφη
της, την Άννα και περπατώντας με το κεφάλι ψηλά, κατευθύνθηκαν προς το παλάτι.
Ο Μίντζικ, που παρακολουθούσε από πίσω από έναν θάμνο, έτρεξε προς τους
φρουρούς και προσπάθησε να τους απασχολήσει, ζητώντας τους απεγνωσμένα βοήθεια
να βρει τα κλειδιά του. Μιας και ήταν Ιορδανός στην καταγωγή, τα αραβικά του
ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσε. Ο Ζαμπαντής και το Φιλιπόνι μπήκαν μέσα
στο παλάτι όσο πιο διακριτικά μπορούσαν. Το σύνθημα ήταν η λέξη «Κοκόρι» και
όποτε θα το φώναζαν, θα ερχόταν μαζί τους και ο Μίντζικ, αφού πρώτα θα έδινε
μια γερή κλωτσιά στους φρουρούς.
Έτσι κι έγινε. Ωστόσο, όταν προσπάθησαν να μπουν, αντίκρισαν μπροστά τους
μία αναπάντεχη δυσκολία. Δεν είχαν υπολογίσει πως το παλάτι διέθετε άριστο
σύστημα ασφάλειας. Όμως δεν το έβαλαν κάτω. Κι ο επιμένων νικά: σε λίγο, οι
τρεις τους κατάφεραν να βρεθούν μέσα στο παλάτι. Το πρώτο που αντίκρισαν όταν
άνοιξαν την διάφανη πόρτα ήταν ένας διάδρομος που έμοιαζε απέραντος. Στο βάθος
ίσα που ξεχώριζαν λίγες χρυσές πόρτες και η καθεμία από αυτές οδηγούσε σε σκάλα.
Οι τρεις φίλοι προχώρησαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν.
- Αυτό το παλάτι όχι μόνο είναι ατέλειωτο, αλλά θυμίζει και λαβύρινθο. Αναρωτιέμαι πως δεν χάνεται η Ενόλα εδώ μέσα! φώναξε αγανακτισμένα το Φιλιπόνι
-
Ησύχασε λίγο! Όλοι μας έχουμε
ταλαιπωρηθεί από την παρούσα κατάσταση, αλλά η κούρασή μας θα επιδεινωθεί αν
μας πιάσουν επειδή κάνεις φασαρία! απάντησαν οι άλλοι δύο.
Ο Ζαμπαντής συνέχισε να
βαδίζει αργά, παρατηρώντας προσεκτικά κάθε σκαλί, κάθε έπιπλο, κάθε διάδρομο. Μάταιος κόπος σκέφτηκε. Αλλά λίγο πριν
προτείνει να φύγουν από το παλάτι, αντίκρισε κάτι χρυσαφένιο να λαμπυρίζει. Μα
ναι! Ήταν το ρολόι του, που το είχε κλέψει παλιότερα η Ενόλα. Αφού το φόρεσε
ξανά, συμφώνησε με τον Μίτζικ και το Φιλιπόνι να εκδικηθεί την κλέφτρα και την
ξαδέρφη της. Όταν όμως πια οι τρεις τους είχαν πλησιάσει επικίνδυνα στην
ασημένια πόρτα του δωματίου της, ο Ζαμπαντής τους σταμάτησε. «Άκουσα το όνομά
μου!» ξεφώνισε έκπληκτος.
Ο Ζαμπαντής και ο Μίτζικ
κοντοστάθηκαν μπροστά στην πόρτα και έστησαν αφτί. Η Ενόλα μιλούσε στην Άννα
και ακουγόταν άκρως σοβαρή. «Μετάνιωσα για αυτό που συνέβη και θα προσπαθήσω να
επανορθώσω. Το ρολόι του το άφησα πάνω στην τραπεζαρία του 3ου διάδρομου,
δε το χρειάζομαι πλέον». Μετά από αυτά τα λόγια, ακούστηκε ηχηρή σιωπή, η οποία
άλλαξε γρήγορα τη διάθεση των τριών φίλων. «Ούτε εμείς θέλουμε να σε
εκδικηθούμε πλέον» ψιθύρισε ο καλόκαρδος Ζαμπαντής, χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν
τον άκουσε η Ενόλα και η Άννα από μέσα. Το μήνυμά του το άφησε εξάλλου…
Όσο για το παλάτι… Η Ενόλα πρότεινε στον Ζαμπαντή να του παραχωρήσει το
μισό, προσπαθώντας να επανορθώσει για την κλοπή των διαμαντιών. Ο Ζαμπαντής
όμως αρνήθηκε ευγενικά. Προτίμησε να επιστρέψει στις Ελλάδα και να συνεχίσει
τις συναρπαστικές περιπέτειες που σας αφηγούμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου