Είναι η 7η περιπέτεια μετά από όσα συνέβησαν το Πάσχα και με το περιοδικό Ζαμπαντώρα
Πρόκειται για ήρωα που δημιουργήσαμε με τα παιδιά του εργαστηρίου της "Παραμυθοκουζίνας" στο 1ο Δημοτικό Σχολείο του Παπάγου
Συγγραφείς -εικονογράφοι:
Άγγελος Διαμαντόπουλος
Βασίλης Διαμαντόπουλος
Δέσποινα Κάντζαρη
Μυρτώ Μαθιουδάκη
Αντώνης Ρόμπος
Κι από τώρα έχουμε και νεό μέλος - δημιουργό:
Φίλιππος Σκαρόπουλος
Μετά την ίδρυση του περιοδικού "Ζαμπαντώρα", ο Ζαμπαντής επισκέπτεται διάφορα σχοελία και μιλά για τις περιπέτειές του Όμως μια έκπληξη τον περιμένει όταν επισκέπτεται το σχολείο του ανιψιού του του Νικολάκη στου Παπάγου...
Ο
Ζαμπαντής και το μυστήριο του Δημοτικού Σχολείου
Μετά από την
λήξη των διακοπών για το Πάσχα, τα σχολεία άνοιξαν ξανά και υποδέχτηκαν
εκατοντάδες μαθητές με δίψα για μάθηση. Οι αίθουσες μετατράπηκαν σε χώρους
ψυχαγωγίας και μαθημάτων, αλλά και αταξίας, και οι βιβλιοθήκες και τα προαύλια
έγιναν χώροι συναντήσεων για όλα τα παιδιά. Ένα από αυτά ήταν ο Νικολάκης, ο
ανιψιός του Ζαμπαντή, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί με την έναρξη του σχολείου.
Σύντομα όμως, το κλίμα κατακλύστηκε από υποψίες πως το σχολείο ήταν στοιχειωμένο…
Ίσως να έφταιγαν αυτοί οι θόρυβοι, ίσως
αυτές οι σκιές, μπορεί να έφταιγαν όλα τα περίεργα που συνέβαιναν... Κάποια στιγμή, ο Νικολάκης του Β’2 άρχισε να
φοβάται και μια μέρα κάλεσε τον θείο του με τη δικαιολογία ότι θα του έπαιρναν
συνέντευξη.
Τότε ήταν που το
Β’2 γνώρισε τον Ζαμπαντή. Αρχικά, μόνο η δασκάλα φάνηκε να ενδιαφέρεται, θέτοντάς
του διάφορες ερωτήσεις. Όταν όμως εκείνος διηγήθηκε όλες τις περιπέτειές του,
τα παιδιά εντυπωσιάστηκαν! Ύστερα, αποκάλεσαν τον Νικολάκη τυχερό και έχτισαν
στενές φιλικές σχέσεις μαζί του. Το ίδιο απόγευμα, καθώς γυρνούσε από το
σχολείο, συλλογιζόταν. Αφού θέλουν να
γίνουν φίλοι μου μόνο για τις περιπέτειες του θείου μου, δεν είναι αληθινή
παρέα… Από τους πολλούς του συλλογισμούς δεν παρατήρησε πως ένα φάντασμα
του είχε πάρει την πρόχειρη πράσινή του τσάντα…
Όταν πια το
παρατήρησε, άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα την τσάντα του. Έτρεχε σε όλο το
προαύλιο παρατηρώντας προσεκτικά κάθε κερκίδα, κάθε γήπεδο, κάθε δέντρο, αλλά
μάταια. Μετά, άρχισε να περιπλανιέται στους ατέλειωτους διαδρόμους ανήσυχος και
αγχωμένος. Όταν πια δεν την βρήκε, ξέσπασε σε δυνατά κλάματα. Τόσο που ο
δάσκαλος, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, κάλεσε όλους τους μαθητές, κοιτάζοντάς
τους καχύποπτα.
-
Ποιος κακότροπος πήρε τη σάκα του Νικολάκη; ρώτησε με
βαριά, αυστηρή φωνή.
-
Όχι εγώ! φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί.
-
Εγώ ήμουν στη βιβλιοθήκη, για να δανειστώ αυτό το βιβλίο!
είπε η Αννούλα δείχνοντας ένα βιβλίο με ζωηρόχρωμο φούξια εξώφυλλο.
-
Εγώ βρισκόμουν στο πλαϊνό προαύλιο και έπαιζα ποδόσφαιρο
με τον Λουκά! αποκρίθηκε ο Θανάσης, ενώ ο Λουκάς δίπλα του επιβεβαίωνε τα
λεγόμενά του.
Κανένα παιδί δε σχετιζόταν με αυτήν την
κλοπή! Ή μάλλον έτσι έλεγαν…
Στο σπίτι του Νικολάκη έγιναν καυγάδες με
τους γονείς του. Φωνές, ευθύνες, κατηγορίες, χαμός, κακό… Το φάντασμα που τους
παρακολουθούσε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Την σχολική τσάντα την
είχε μεταφέρει σε ένα απόρρητο υπόγειο μέρος όπου κανένα ανθρώπινο χέρι ή πόδι
δεν είχε καταφέρει να το φτάσει…
Στην ίδια γειτονιά, στο βάθος του δρόμου
αχνοφαινόταν ένας ξύλινος φράχτης. Φήμες λέγανε πως πίσω από αυτόν βρισκόταν
ένα εγκαταλειμμένο σπίτι κι ένα ξερό χωράφι, που κάποτε ήταν γεμάτο άνθη. Το
φάντασμα το επιβεβαίωσε αυτό, αλλά ταυτόχρονα παρατήρησε μία σκάλα καταμεσής στο
χωράφι, η οποία οδηγούσε σε μια στενή πύλη και από εκεί σε ένα σκοτεινό χώρο
που δεν είχε ποτέ εντοπιστεί από ανθρώπους, ούτε μικρούς ούτε μεγάλους.
Την επόμενη ημέρα, ο ακόμη καχύποπτος
για το περιστατικό δάσκαλος, έβαλε στα παιδιά ένα τεστ. Προς μεγάλη του όμως
έκπληξη, όλα τα παιδιά γράψανε άριστα. Είχε ακουμπήσει τα διαγωνίσματα στην
έδρα του όσο μιλούσε στα παιδιά.
-
Μπράβο σας παιδιά! Συγχαρητήρια! Τα πήγατε περίφημα!
Αύριο θα ενημερώσω τους γονείς σας. Για την ώρα, θα σας δώσω τα τεστ
διορθωμένα.
-
Ζήτω!!! Φώναξαν όλοι οι μαθητές του Β’2 ταυτόχρονα.
Με το που γύρισε όμως ο δάσκαλος προς
την έδρα, κάτι αναπάντεχο συνέβη. Όλα τα διαγωνίσματα είχαν γίνει καπνός! Τα
παιδιά παραξενεύτηκαν και άρχισαν να ανησυχούν. Ο δάσκαλος γούρλωσε τα μάτια
πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του και προσπάθησε να βρει τα διαγωνίσματα. Ένα
παιδί μονάχα μπορούσε να λύσει τις απορίες του δασκάλου και των συμμαθητών του.
Και ποιο άλλο να ήταν, από την Δέσποινα…
Η Δέσποινα είχε μεγαλώσει «γρήγορα»,
όπως λέγανε, και διέφερε πολύ από τους συμμαθητές της. Όταν άλλα παιδιά της
ηλικίας της ακόμη έφτιαχναν με παζλ 24 κομματιών, εκείνη ασχολούταν με τη
μαγεία. Και από τότε, αποφάσισε κρυφά να γίνει μάγισσα. Συνεργάστηκε με
φαντάσματα, νεράιδες και άλλα πλάσματα που για τους μεγαλύτερους άνηκαν μόνο σε
ανώριμα παραμύθια. Ήταν η μόνη η οποία γνώριζε για την ύπαρξη φαντάσματος στο
σχολείο και τον λόγο που συμπεριφερόταν έτσι. Το θεωρούσε σαν εκδίκηση ή τιμωρία που μεταφέρθηκε άσκοπα εκεί.
Όταν ο Ζαμπαντής ενημερώθηκε και για
αυτό το περιστατικό, συλλογίστηκε πως οι δύο ανεξήγητες εξαφανίσεις δεν ήταν
απλή σύμπτωση και άρχισε ακόμη κι εκείνος να πείθεται πως το σχολείο ήταν
πραγματικά στοιχειωμένο. Οπότε, μια μέρα κάλεσε προληπτικά κάποιος παλιούς του
φίλους, τον Πίλο και τον Μίνγκο. Είχαν από χρόνια γίνει ghost busters κι από τότε δε
μιλούσαν πολύ με τον Ζαμπαντή, και είχαν μειώσει τις επαφές με τους συγγενείς
τους. Την δουλειά τους όμως ποτέ δεν την αμελούσαν, αφού εκείνη άλλωστε τους
οδήγησε στα πλούτη.
Όταν έφτασαν στο σχολείο, ο δάσκαλος τους δέχτηκε και τους άφησε να περάσουν. Ωστόσο, με το που πλησίασαν την αίθουσα του Β’2, κάτι τους τράβηξε με δύναμη. Ο Πίλο προσπαθούσε να κρατήσει κόντρα, ενώ ο Μίνγκο τέντωνε τον ρουφηχτή φαντασμάτων. Ευτυχώς, τίποτα δεν κατάλαβαν οι μαθητές που εκείνη την ώρα είχαν βγει έξω στο προαύλιο για διάλειμμα. Οι μάταιες προσπάθειες των ghost busters να συλλάβουν τo φάντασμα είχαν ως αποτέλεσμα να πέσουν και οι δύο λιπόθυμοι. Μόνο ο Ζαμπαντής παρέμεινε όρθιος, αλλά κι εκείνος ένιωθε μια βαριά ζαλάδα. Για πρώτη φορά σε όλες τις περιπέτειές του ένιωσε αδύναμος να βοηθήσει. Κι είχε έρθει σε πολλή δύσκολη θέση. Πώς θα εξηγούσε στα παιδιά τι συνέβη και τον λόγο που δύο άνθρωποι μπροστά του είναι λιπόθυμοι; Άλλη επιλογή δεν είχε παρά να περιμένει να συνέλθουν.
Στο μεταξύ, η Δέσποινα ζωγράφιζε με μια
φίλη της την Έλενα σε ένα ήσυχο μέρος του προαυλίου. Άξαφνα ο αέρας πήρε το
χαρτί της, και η Δέσποινα σηκώθηκε κι έτρεξε να το κυνηγήσει. Καθώς το έψαχνε, αντίκρισε
τον διάδρομο που είχε γίνει πεδίο μάχης. Ήξερε
πως το φάντασμα βρισκόταν εκεί. Τότε ήταν που φύσηξε ένας δυνατός άνεμος
και μετέφερε τη ζωγραφιά σε ένα μακρινό μέρος, πέρα από τα όρια του σχολείου.
Αυτό έδωσε χρόνο στη Δέσποινα να εκτελέσει το μυστικό σχέδιό της.
Κατευθύνθηκε προς τον διάδρομο, όπου
επεχείρησε να βοηθήσει τον Ζαμπαντή και τους ghost busters, δίνοντάς τους ένα
κόκκινο λουλούδι με έντονη ευωδιά που υποτίθεται πως θα βοηθούσε τους
λιπόθυμους να συνέλθουν. Στην πραγματικότητα όμως, το φάντασμα το είχε ψεκάσει
με μαγεμένο άρωμα. Η Δέσποινα έφερε το άνθος μπροστά στον Πίλο και τον Μίνγκο.
-
Δεν συνέβη τίποτα! Άδικος κόπος! φώναξε ο Ζαμπαντής.
-
Καλά, καλά, αποκρίθηκε η Δέσποινα, προσφέροντας το
μαγεμένο κόκκινο λουλούδι στον Ζαμπαντή. Κάποιο λάθος θα έγινε! Ζητώ συγγνώμη! Εσείς
τι λέτε; Δεν πιστεύετε πως το άρωμά του είναι μεθυστικό;
Ο Ζαμπαντής, με το που έπιασε το
λουλούδι στα χέρια του, λιποθύμησε κι εκείνος. Η Δέσποινα σηκώθηκε και άρχισε
να συνομιλεί με το φάντασμα, την Λιν. Εκείνο την επιβράβευσε χαρίζοντάς της ένα
ασημί δαχτυλίδι, το οποίο είχε πάνω του το σύμβολο της μαγείας. Ύστερα την
ακολούθησε πασπατεύοντας συγχρόνως τα γύρω αντικείμενα: λίγο τα κλειδιά των
αιθουσών, λίγο τις τσάντες των δασκάλων, ό,τι έβρισκε... Κάποια στιγμή όμως, ένα
χέρι άρπαξε και τράβηξε το φάντασμα με τεράστια δύναμη. Μάλλον δεν ήξερε πως ο Ζαμπαντής είχε φυλάξει ένα φύλλο από το τιρκουάζ
τριαντάφυλλο που βρήκε στα Ιωάννινα. Και τότε, όλα γύρω του σκοτείνιασαν…
Όταν το φάντασμα άνοιξε πια τα μάτια του,
βρισκόταν σε έναν άγνωστο χώρο... Τα έπιπλα και οι τοίχοι ήταν σε μία απόχρωση
του καφέ και του γκρι, αλλά το χρώμα είχε ξεθωριάσει. Τα παράθυρα ήταν
καλυμμένα με μπορντό κουρτίνες, που σκοτείνιαζαν το δωμάτιο. Πάντως, μπροστά
του βρίσκονταν οι ghost busters και ο Ζαμπαντής,
οι οποίοι μόλις είδαν ότι ξύπνησε άρχισαν να του θέτουν ερωτήσεις.
-
Φάντασμα! Σε εντοπίσαμε!
-
Παρακαλώ, να με λέτε Λιν.
-
Ποιος σε έφερε στο σχολείο;
-
Ο Ζαμπαντής φυσικά! Εσύ μ’ έχωσες στη βαλίτσα σου και με
μετέφερες εδώ! Και το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω πίσω...
Ο διάλογος αυτός συνεχίστηκε με το
φάντασμα να μην δίνει περισσότερες πληροφορίες. Οι τρεις φίλοι συνειδητοποίησαν
πως η συζήτηση αυτή ήταν άσκοπη και δεν οδηγούσε πουθενά, και για αυτό άφησαν
το φάντασμα ελεύθερο και ζήτησαν βοήθεια από ένα κοντινό τους άτομο, τον
Καπετάν Δημητράκη. Εκείνος πάντοτε ήταν πολύτιμος βοηθός και συνεργάτης.
Άλλωστε, είχε σημαντικό ρόλο σε όλες τις περιπέτειες του Ζαμπαντή.
Το ίδιο απόγευμα, οι 3 φίλοι και
συνεργάτες επισκέφθηκαν τον Καπετάν Δημήτρη. Εκείνος τους άνοιξε την πόρτα με
ένα πλατύ χαμόγελο και τους κάλεσε μέσα. «Πώς από δω;» ρώτησε. Του διηγήθηκαν
όλη την υπόθεση όσο πιο σύντομα μπορούσαν. Εκείνος φάνηκε σκεπτικός για λίγο,
μέχρι που πετάχτηκε από τον καναπέ.
-
Αυτό θα είναι! Το βρήκα!
-
Τι, βρήκες τη λύση;
-
Ακριβώς! Μήπως στο Β’2 υπάρχει μια μαθήτρια που
ονομάζεται Δέσποινα;
-
Πραγματικά υπάρχει… Και πού θέλεις να καταλήξεις; ρώτησε
ο Ζαμπαντής.
-
Αυτό το κορίτσι συνεργάζεται με παραμυθένια πλάσματα.
Κάποτε στη βάρκα μου είχε φέρει έναν μικρό δράκο! Οπότε, αφού η Δέσποινα
σίγουρα θα μπορεί να επικοινωνήσει με το φάντασμα, γιατί να μην της πούμε να το
ρωτήσει πού βρίσκεται η κατοικία του και
να το οδηγήσουμε εκεί;
…Έτσι κι έγινε. Ο Νικολάκης απέκτησε
ξανά την τσάντα του, ο δάσκαλος βρήκε ξανά τα τεστ και τα παρέδωσε στους γονείς
των παιδιών κάνοντάς τους πολύ περήφανους, το σχολικό κλίμα έγινε ξανά
διασκεδαστικό και τα παιδιά έπαψαν να φοβούνται. Ακόμα και η Δέσποινα, που για
λίγες μέρες ήταν σοβαρή επειδή της έλειπε η Λιν, άρχισε ξανά να γελάει και να
χαίρεται, ξέροντας πως το φάντασμα ζούσε κι εκείνο σε ένα αγαπημένο του
περιβάλλον, στον τόπο του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου