Άλλη μια ιστορία από το εργαστήρι μας "Ο κόσμος της Άλκης Ζέη"
ΠΙΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
της Μαριαλένας Πορίχη
Πάντοτε το απέναντι σπίτι μου τραβούσε την προσοχή. Δεν είχε
τίποτα το ιδιαίτερο, μια απλή μονοκατοικία με βυσσινί πατζούρια και κάγκελα.
Είχε έναν μικρό κήπο με δύο λεμονιές μπροστά και μία βανίλια στον πίσω κήπο. Θα
μπορούσες να το αποκαλέσεις και γλυκούλι σαν σπίτι, αλλά δεν ήταν το ίδιο το
σπίτι που μου έκανε εντύπωση.
Στο σπίτι ζούσε μία οικογένεια με ένα παιδί, για το οποίο
υπήρχαν ένα κάρο φήμες και ιστορίες, που τράβαγαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς
έξω από το σπίτι. Γιατί, παρόλο που είχαμε δει τους γονείς και γνωρίζαμε ότι
είχαν μία κόρη από έγκυρες πηγές, (μας το είπε η περιπτερού που ξέρει όλα τα
κουτσομπολιά του χωριού) δεν την είχαμε δει ποτέ. Πάντοτε τα πατζούρια του
σπιτιού ήταν κλειστά και κανείς δεν τόλμαγε να μπει στο σπίτι να μάθει.
Αλλά υπήρχαν φήμες όπως ότι είναι πολύ άσχημη και ντρέπεται
να βγει από το σπίτι της ή ότι είναι βαμπίρ και δεν μπορεί να βγει στον ήλιο. Όλοι
τα πιστεύαμε και βάζαμε τη φαντασία μας να δουλέψει για να βρούμε ακόμη πιο
υπερβολικές θεωρίες συνωμοσίας. Όλο το χωριό είχε περιέργεια, αλλά ποτέ κανείς
δεν ρώτησε και σύντομα ξεκίνησαν να βγαίνουν και άλλες ιστορίες που έκαναν τον
κόσμο να ξεχαστεί.
Αλλά εγώ ήθελα να μάθω για αυτή την οικογένεια. Δεν ξέρω
γιατί τότε είχα τόσο μεγάλη περιέργεια, άλλα το είχα κάνει στόχο να ανακαλύψω
την αλήθεια. Έτσι, όταν ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, έφτιαξα το τέλειο
ιδιοφυές σχέδιο. Όσο το σκέφτομαι πόσο μεγάλη φαντασία είχα κάποτε, γελάω,
γιατί το καταπληκτικό μου σχέδιο ήταν να σκαρφαλώσω ένα από τα δέντρα τους το
βράδυ και να παρακολουθήσω το σπίτι. Τι ανώριμος που ήμουν για παιδί έκτης
Δημοτικού.
Έτσι και έγινε. Γέμισα το σακίδιό μου με φαγητά και είπα
στους γονείς μου ότι θα έμενα το Σαββατοκύριακο στον φίλο μου τον Γιάννη. Πήγα
σαν τον κατάσκοπο στις ταινίες, πηδούσα από θάμνο σε θάμνο και κρυβόμουν στις
σκιές των τοίχων, και κατέληξα να κάνω τον κύκλο ολόκληρου του τετραγώνου μόνο
για να περάσω απέναντι. Αλλά είχα ξεχάσει μια σημαντική λεπτομέρεια. Οι
λεμονιές έχουν αγκάθια. Δεινοπάθησα μέχρι να καταφέρω να σκαρφαλώσω και να
κάτσω σε ένα σημείο δίχως να τριπιέμαι από παντού. Και έτσι ξεκίνησε η κατασκοπεία.
Μέσα στο σπίτι, ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και
γέλια και κανα δυό φορές βγήκαν οι γονείς της έξω. Ο πατέρας της, ένας ψηλός
μελαχρινός κύριος με ζεστά μελί μάτια και η μητέρα της, μια ψηλόλιγνη κυρία με
καστανά ίσια μαλλιά, φακίδες και πλατύ χαμόγελο. Μου θύμιζαν τους ανθρώπους στα
περιοδικά που έστελνε η θεία μου στην μαμά μου από την πρωτεύουσα. Αλλά το
κορίτσι δεν βγήκε ποτέ και ο ίδιος δεν μπορούσα να δω από το παράθυρο γιατί τα
παντζούρια εξακολουθούσαν να είναι κλειστά.
Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω και να φύγω μέχρι το βράδυ, και
είχα πει στον εαυτό μου ότι αν ξανάνοιγε η πόρτα και δεν έβγαινε εκείνη θα
έφευγα, αλλά, αφού νύχτωσε, μια φιγούρα βγήκε από το σπίτι και δεν πίστευα στα
μάτια μου. Ήταν πολύ μικρόσωμη για να είναι οποιοσδήποτε απο τους γονείς της.
Χαιρέτησε τους άλλους που έμεναν στο σπίτι και βγήκε έξω. Δεν είχαν συνηθίσει
τα μάτια μου στο σκοτάδι για να την παρατηρήσω καλά, οπότε αποφάσισα να κατέβω
επιτέλους από το αναθεματισμένο δέντρο και να την ακολουθήσω.
Αλλά στην προσπάθειά μου να κατέβω από το δέντρο, γλίστρησα
και έπεσα φαρδύς πλατύς στο χώμα. Ήμουν έτοιμος να σηκωθώ γρήγορα και να φύγω
πριν γίνω αντιληπτός, αλλά δεν πρόλαβα, γιατί ενα κορίτσι βρισκόταν ήδη από
πάνω μου και με κοίταζε ανήσυχη. Για λίγο έμεινα άφωνος.
Είχε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είχα δει ποτέ μου. Ήταν
τόσο εκφραστικά και το χρώμα ήταν τόσο βαθύ και όμορφο. Τα μαλλιά της ήταν
μαύρα, σγουρά και έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της. Με μόνο το φως του
φεγγαριού να μας φωτίζει, το δέρμα της έμοιαζε χλωμό και διέκρινα ξεθωριασμένες
φακίδες στη μύτη και τα μάγουλά της. Δεν ξέρω για πόση ώρα κοιτάζαμε ο ένας τον
άλλο δίχως να λέμε λέξη, αλλά, λες και κάτι την τσίμπησε, ξαφνικά πετάχτηκε και
κοίταξε το χώμα όσο μου έδινε το χέρι της για να σηκωθώ. Είχε κοκκινήσει και
δεν ήθελε να το δω.
-Είσαι καλά; Πώς έπεσες και από πού; Εσύ δεν είσαι το αγόρι
από απέναντι; Πονάς κάπου;
Με βομβάρδισε με ερωτήσεις όσο τσέκαρε παντού αν είναι όλα
καλά και εγώ ντρεπόμουν πολύ για να απαντήσω το οτιδήποτε. Μέχρι που τσίριξε
και πήρε το χέρι μου στα δικά της.
-Ματώνεις! Πρέπει να γρατζουνίστηκες από κάποιο κλαδί. Έλα
σπίτι μου να το απολυμάνουμε!
-Όχι, όχι. Είμαι μια χαρά. Μια μικρή γρατζουνιά είναι, είπα
καθώς τίναξα το χέρι μου από το δικό της. Στην επαφή ένιωσα λες και με χτύπησε
ηλεκτροσόκ! Τι πήγαινε στραβά μαζί μου!
-Ω, χαίρομαι τότε που είσαι καλά! Πώς σε λένε;
-Νίκο, εσένα;
-Ειρήνη. Θες να γίνουμε φίλοι Νίκο; Μένω ένα χρόνο στον χωριό
αλλά δεν γνωρίζω κανέναν.
-Θα μου πιεις το αίμα αν διαφωνήσω;
-Τι;!
-Όλοι στη γειτονιά λένε ότι είσαι βαμπίρ. Αν δε θέλω να
γίνουμε φίλοι, θα με σκοτώσεις;
Τότε η Ειρήνη ξεκίνησε να γελάει υστερικά. Το γέλιο της ήταν
τόσο μεταδοτικό, που μετά από λίγο γέλαγα και εγώ μαζί της.
-Φυσικά και όχι! Δεν είμαι βαμπίρ! Απλώς έχω μια πάθηση και
δεν μπορώ να βγω στον ήλιο!
-Πάθηση;
-Μπορείς να πεις ότι είμαι αλλεργική στον ήλιο.
-Μα, πώς γίνεται αυτό; Δεν έχεις βγει ποτέ στον ήλιο;
-Όχι, δεν το είχα πάντα αυτό. Όταν ήμουν πιο μικρή έβγαινα
κανονικά, αλλά όταν έκλεισα τα 7 μου εμφανίστηκε και από τότε δεν έχω ξαναβγεί
έξω την ημέρα. Αλλά πάντα εύχομαι ότι μία ημέρα θα εξαφανιστεί όπως εμφανίστηκε
και ότι θα μπορώ να ξαναβγώ έξω την ημέρα. Ο γιατρός μου έχει πει ότι δεν είναι
απίθανο.
Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό η ιδέα ότι μπορεί
κάποιος να μην μπορεί να βγει στον ήλιο. Το είχα δεδομένο. Δεν θα μπορούσα ποτέ
να φανταστώ τη ζωή μου στο σκοτάδι. Και πριν καλά καλά το καταλάβω, της είπα
ότι μπορούμε να γίνουμε φίλοι και περάσαμε ώρες να κάνουμε βόλτες στο χωριό και
να συζητάμε. Και έμαθα πολλά για την Ειρήνη.
Και έτσι πέρασα όλες μου της διακοπές. Κάθε βράδυ, βγαίναμε
βόλτα και συζητούσαμε για τα πάντα. Γνωρίσαμε ο ένας τον άλλο και
συνειδητοποίησα πόσο καλοσυνάτη ήταν η Ειρήνη. Πάντοτε ήταν θετική και
χαρούμενη και ήθελε να βοηθάει τους πάντες. Και σκεφτόμουν πώς γίνεται ένας
άνθρωπος να είναι κλεισμένος στο σπίτι του όλη του τη ζωή και να είναι τόσο
χαρούμενος. Της Ειρήνης της άξιζε περισσότερο από όλους τους κατοίκους του
χωριού μαζί να βγει στον ήλιο, οπότε από τη μέρα που τη γνώρισα, ξεκίνησα να
μηχανορραφώ. Θα έβρισκα τρόπο να τη βγάλω έξω στον ήλιο πάση θυσία.
Έτσι, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, κατέληξα στο τι θα κάνω.
Έψαχνα ώρες στην αποθήκη, το υπόγειο και το κελάρι, μεχρί που βρήκα το σεντούκι
της προγιαγιάς μου. Είχα δει φωτογραφίες της προγιαγιάς μου με κάτι γιγάντια
φορέματα και μεγάλες ομπρέλες που χώραγαν όλη μου την οικογένεια από κάτω και
σε κάθε φωτογραφία ταίριαζαν με το φόρεμα που φορούσε. Ήξερα ότι η μαμά μου
ήταν νοικοκυρά και ότι όλα τα παλιά πράγματα ήταν καθαρά και σε καλή κατάσταση,
οπότε έψαξα μέχρι να βρω το σεντούκι. Κι όταν το βρήκα έκαναν το χαρούμενο χορό
μου, γιατί μέσα δεν είχε μία, αλλά δέκα ομπρέλες! Ροζ, μωβ, μπλε, πράσινες,
κίτρινες, κόκκινες όλο το ουράνιο τόξο!
Πήρα μία από κάθε χρώμα και δύο συσκευασίες αντηλιακό και
έτρεξα απέναντι. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξε η μαμά της και από τον
ενθουσιασμό μου δεν την χαιρέτησα καν, παρά την προσπέρασα και έτρεξα γρήγορα
στο δωμάτιο της Ειρήνης.
-Νίκο, τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;
Έριξα τα πράγματα στο πάτωμα και φώναξα «ταντάααα», πριν της
εξηγήσω το σχέδιό μου. Πήγαμε παρέα στους γονείς της και μετά από πολλά
παρακάλια, συμφώνησαν διστακτικά.
Αν και σχεδόν είχε έρθει η άνοιξη, φόρεσε χειμωνιάτικα ρούχα
για να είναι καλυμμένη από πάνω μέχρι κάτω, έβαλε έναν τόνο αντηλιακό, πήραμε
και οι δύο από μία ομπρέλα και βγήκαμε έξω.
Στην αρχή ήταν πολύ επιφυλακτική. Είχε μείνει δίπλα στην
πόρτα και δεν προχώραγε, αλλά μετά από λίγη ώρα, άνοιξε την ομπρέλα και έκανε
το πρώτο της βήμα προς τα έξω. Ένα μωράκι δεν θα μπορούσε να είναι πιο
ενθουσιασμένο και περήφανο για το πρώτο του βήμα όσο ήταν η Ειρήνη για το πρώτο
της βήμα στον ήλιο. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο χαρούμενη και ανάλαφρη και με
έκανε να νιώθω κάτι παράξενο στο στομάχι μου.
Της έκανα ξενάγηση σε όλο το χωριό, που πλέον για εκείνη ήταν
ένα τελείως διαφορετικό χωριό στο φως του ήλιου. Της έδειξα όλα τα καταπληκτικά
μέρη που θα έπρεπε να έχει δει ανοιχτά και την γνώρισα σε μερικούς φίλους μου.
Όσο έβλεπα το χαμόγελό της, που ήταν πολύ πιο φωτεινό από τον ίδιο τον ήλιο που
τόσο πολύ φοβόταν, ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει. Ήταν η καλύτερη μέρα
της ζωής μου!
Και έτσι, για τα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι να φτάσω την τρίτη
γυμνασίου, μέρα παρά μέρα και νύχτα παρά νύχτα, βγαίναμε έξω και κάναμε βόλτες.
Ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Θα κρατούσε σφιχτά την ομπρέλα της στο
ένα χέρι και στο άλλο θα την κρατούσα εγώ. Ένιωθα λες και ζούσαμε στον δικό μας
κόσμο και η ευτυχία μου δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανενός άλλου. Αλλά
σύντομα η ευτυχία μου διαλύθηκε όταν ο πατέρας μου πήρε μετάθεση στην Αθήνα και
εγώ με τη μαμά μου έπρεπε να τον ακολουθήσουμε. Είχα περάσει όλη μου τη ζωή στο
χωριό, όλες μου οι αναμνήσεις και οι φίλοι και-και το κορίτσι που μου άρεσε
ήταν εδώ.
Δεν ήξερα πότε κατάλαβα ότι μου άρεσε, το οποίο είναι και
ψέμμα γιατί αυτό που ένιωθα για εκείνη ήταν κάτι παραπάνω από το ότι απλά μου
άρεσε. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Με τη νέα χρονιά θα μετακομίζαμε στο
σπίτι της θείας μου και δεν γνώριζα πότε θα ξαναερχόμουν. Και πριν το καταλάβω,
ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και εγώ καθόμουν με την Ειρήνη κατάχαμα σε ένα
λιβάδι λίγο πιο μακριά από τα σπίτια μας. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα
βλεπόμασταν.
Ήταν λίγο να πούμε ότι ήμασταν και οι δύο στενοχωρημένοι,
αλλά τις τελευταίες μας στιγμές παρέα, δεν θέλαμε να τις περάσουμε έτσι. Γι’
αυτό άλλωστε περάσαμε όλη την ημέρα οι δυό μας και είχαμε υποσχεθεί να μην
αναφέρουμε τίποτα περί μετακόμισης. Αλλά εκεί, καθώς καθόμασταν στο κρύο χώμα
δίπλα δίπλα, βλέποντας τα αστέρια, ξεκίνησε να κλαίει. Μου έλεγε ότι δεν ήθελε
να φύγω και ότι ήταν άδικο που γνωριζόμασταν για τόσο λίγο καιρό και σε λίγο
δεν καταλάβαινα καν τι έλεγε μέσα στους λυγμούς της.
Έτσι έκανα το μόνο πράγμα που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή.
Την κοίταξα για λίγο στα μάτια. Ένιωθα ότι θα μπορούσα να μείνω για ώρες απορροφημένος
και να την κοιτάζω. Ήταν τόσο όμορφη. Κανείς δεν μπορούσε καν να συγκριθεί με
την ομορφιά της στα μάτια μου. Της έπιασα το χέρι και την φίλησα γλυκά. Μου το
ανταπέδωσε. Ήμασταν μόνο εμείς οι δύο, στο δικό μας μικρό σύμπαν. Κάτω από τα
αστέρια της νύχτας και τον σκοτεινό ουρανό, που σύντομα γέμισε με το φως
δυνατών, χρωματιστών πυροτεχνημάτων, φιλιόμασταν με πάθος.
Και την επόμενη μέρα, όταν έφευγα με το αυτοκίνητο, είδα από
το παράθυρο ένα κορίτσι, ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Ήταν κομψή και χαριτωμένη
όπως πάντα, συνδυασμός που κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο δεν είχε, και
καθόταν στην άκρη του δρόμου χαιρετώντας με. Το πρόσωπό της έκρυβε μια μεγάλη
ομπρέλα και δεν μπορούσα να δω την έκφρασή της, αν και εγώ ήξερα ότι θα είχε
αυτό που μου υποσχέθηκε. Μου υποσχέθηκε να χαμογελάει. Οπότε μπορούσα να
φανταστώ το φωτεινό και ζεστό χαμόγελο, που θα ήταν και θα είναι πάντοτε πιο
φωτεινό και πιο ζεστό από χιλιάδες ήλιους στο σύμπαν και καμία ομπρέλα δεν
μπορεί να συγκρατήσει. Δεν ήξερα τι θα μου επιφύλασσε η μοίρα, αλλά αν στα
αλήθεια τα παραμύθια έχουν όμορφο τέλος, οι δρόμοι μας θα ξανασυναντιόντουσαν.