Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Ζητείται ελπίς...

 Επίκαιρος όσο ποτέ ο τίτλος του βιβλίου του Αντώνη Σαμαράκη/ πηγή έμπνευσης για τους συμμετέχοντες στο εργαστήριο που πραγματοποιείται στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου...


Ζητείται Ελπίς

Του Ιάσονα Στοφόρου



Ζητείται Ελπίς

 της Αμύρσας Γιαννακάκη

Σήμερα θα ήθελα να σας διηγηθώ πώς βρήκα την ελπίδα μες το μαγαζί μου!

Ήταν Χριστούγεννα, όχι πολλά χρόνια πριν. Εκείνες τις μέρες είχα ανοιχτό το παιχνιδαδικο.

Καθόμουν στην καρέκλα του μαγαζιού, που δεν ήταν και πολύ άνετη και θαυμαζα τη θέα από το παράθυρο δεν είχα και τίποτε άλλο να θαυμάσω.

Το παιχνιδαδικο ήταν άθλιο. Όλα τα παιχνίδια φαινόταν παλιά, τα ράφια σκονισμένα και το μέρος μύριζε απαίσια. Κι εκεί που όλα ήταν χάλια, ένα κοριτσάκι στάθηκε στην πόρτα του μαγαζιού μου.

είχε μαύρα,κατσαρά μαλλιά και κατάμαυρα μάτια. Το δέρμα της σκουρόχρωμο, φορούσε ένα κίτρινο χτυπητό φουστάνι.

Έλεγα συνέχεια μέσα μου, ας της αρέσουν τα παιχνίδια μου! Λες να φύγει χωρίς να πάρει τιποτα?

Ξέρετε, δεν ερχόταν πολλά παιδιά στο μαγαζί μου,ούτε έβγαζα πολλά λεφτά. Αν κι εμφανισιακά το κορίτσι δεν ήταν ιδιαιτέρα όμορφο, από κοντά τα μάτια της αστραφταν σαν διαμάντια και μύριζε τριαντάφυλλο. Κοίταζε για αρκετή ώρα τα παιχνίδια με προσοχή και τελικά αποφάσισε να πάρει δύο.

"Ένα για μένα κι ένα για το πρώτο παιδί που θα βρω στο δρόμο και χρειάζεται βοήθεια".

Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Σαράντα χρόνια έχω αυτό το μαγαζί και πότε κανένα παιδί δεν έχει ξαναπεί κάτι τέτοιο.

Δεν μπορούσα να το αντέξω κι έβαλα τα κλάματα. Έκλαιγα με λυγμούς,60 χρόνων άντρας και δεν μπορούσα να σταματήσω.

Το κοριτσάκι δεν ήξερε να μιλάει καλά ελληνικά, καταλαβε όμως, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη του και μου το έδωσε.

Έπειτα αραδιασε τα ψιλά που είχε μαζέψει από τα κάλαντα πάνω στον πάγκο κι άρχισε να τα μετράει.

Είχα συγκινηθεί τόσο που της είπα πως δεν χρειάζεται πληρωμή. Είχε πληρώσει με την καλή της πράξη. Είπε ευχαριστώ και γύρισε την πλάτη να φύγει.

Καθώς την έβλεπα να ξεμακραινει έτρεξα να τη ρωτήσω "πώς σε λένε"

Κι αυτή με ένα γλυκό χαμόγελο φώναξε δυνατά ΕΛΠΙΔΑ.

Τις υπόλοιπες μέρες το μαγαζί μύριζε τριαντάφυλλο.




Ζητείται Ελπίς

από την Πέγκυ Καραγιάννη

 

Ήταν όλη την ημέρα επάνω στα τακούνια και μέσα στα αυστηρά στενά ρούχα της δουλειάς.

Μετρούσε λεπτό το λεπτό να φτάσει στο σπίτι, ανάσα την ανάσα να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας και να πετάξει τα παπούτσια.

Οδηγώντας ήθελε τόσο πολύ να γκρινιάξει, να φωνάξει δεν αντέχω άλλο αυτή τη δουλειά, αυτή τη ζωή. Θυμόταν ωστόσο όλες τις θεωρίες που είχε διαβάσει περί του νόμου της έλξης, όπως η γκρίνια φέρνει γκρίνια, δες την ζωή θετικά, χαμογέλα κλπ. Αρκέστηκε στο να πάρει μερικές βαθιές ανάσες, έτσι και αλλιώς σε λίγο θα ήταν στο σπίτι της.

Έφτασε και πριν καλά καλά βάλει το κλειδί στην εξώπορτα πέταξε τα τακούνια, μια κραυγή ανακούφισης βγήκε από το στόμα της, οι πατούσες χύθηκαν σαν ζελέ στο πάτωμα και κόλλησαν όπως οι βεντούζες. Ανέβαινε, σχεδόν ξυπόλητη, βαριά ένα- ένα τα σκαλοπάτια.

Κάθε σκαλί και μια σκέψη. Σκαλί πρώτο θα κάνω ένα καυτό μπάνιο, σκαλί δεύτερο θα βάλω πυζάμες, σκαλί τρίτο θα κλείσω το τηλέφωνο, σκαλί τέταρτο θα κοιμάμαι δυο μέρες συνεχόμενα, σκαλί πέμπτο θα συγκεντρωθώ στον εαυτό μου.

Μπαίνει επιτέλους σπίτι έτοιμη να πραγματοποιήσει το όνειρο. Το σκυλί ορμάει επάνω της , χαρούμενο την μύριζε και την έγλυφε. Σχεδόν την πέταξε κάτω.

- Εεεε τι έπαθες, σταμάτα, έλα και εγώ σε αγαπάω.  Ήσυχα τώρα.

 

Στο port mando είδε ένα σημείωμα, ήταν από τον γιό της.

 

         Φεύγω εκτάκτως, θα λείψω δύο μέρες. Ο σκύλος δεν έχει βγει βόλτα.

 

Τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Να γελάσει, να κλάψει, να φωνάξει; Αναβάλλονται το ζεστό μπάνιο, οι πυζάμες, ο ύπνος δυο μέρες συνεχόμενα . Όταν έκανε σχέδια είχε ξεχάσει τον σκύλο. Πάντα το πάθαινε.  Από την ημέρα που τον βρήκαν τα παιδιά και τον έφεραν  στο σπίτι ήταν ακόμη μια υποχρέωση στην καθημερινότητα της. Τον λάτρευε αλλά ζητούσε το δικαίωμα  να μοιράζετε την ευθύνη του.

Πετάει τα τακούνια από το χέρι, βάζει αθλητικά και ξαναβγαίνει με τον σκύλο στον δρόμο.

Ευτυχώς φυσούσε και ο αέρας την βοηθούσε να ανασάνει.

Ευτυχώς υπήρχε περιορισμός μετακινήσεων και δεν υπήρχε κανείς για να την δει να βουρκώνει.

Ευτυχώς μέσα από την μάσκα που φορούσε, μπορούσε να σιγομουρμουρά χωρίς να ντρέπεται.

Ευτυχώς ήταν Χριστούγεννα και τα φωτισμένα μπαλκόνια ήταν μια παρηγοριά.

Αυτή την ώρα πόσο θα ήθελε έναν άνθρωπο να του πει τα παράπονά της, έναν άνθρωπο να ακούει με ανοιχτά αυτιά, έναν άνθρωπο να κρατήσει το λουρί του σκύλου που την τραβά.

 

Πως άλλαξε έτσι η ζωή. Κάποτε δεν ήξερε  σε ποιον φίλο να πρώτο τηλεφωνήσει.   Έναν καλούσε, δέκα μαζεύονταν. Τώρα πια αν αναζητούσε κάποιον η απάντηση ήταν κάπως έτσι :

“ Σταμάτα να τηλεφωνείς, ξεκίνα να αναλάβεις τον εαυτό σου.”

 

Σήκωσε τα μάτια στα φωτισμένα μπαλκόνια και είδε σαν επιγραφές νέον τις λέξεις αυτό – βελτίωση, αυτό- εξυπηρέτηση, αυτό- αγάπη, αυτό- δέσμευση, αυτό- έλεγχος, αυτό – συντήρηση, αυτό- φροντίδα.

Από πότε ο άνθρωπος που πορεύεται μόνος έγινε ο δυνατός.

 

Εκείνη την στιγμή, στην μέση του δρόμου ήθελε να χάσει τον αυτό- έλεγχό της και να φωνάξει δυνατά να βγουν όλοι στα φωτισμένα μπαλκόνια.

Ζητείται άνθρωπος να πάει τον σκύλο βόλτα.

Ζητείται άνθρωπος να ακούει.

Ζητείται άνθρωπος να νοιάζεται.

Ζητείται πίσω το αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν.

Ζητείται πίσω μια ζωή μακρυά από την τρέλα και την μοναξιά.

Ζητείται Ελπίς γιατί χανόμαστε.

- Ζητείται Ελπίς, ακούτε;





Ζητείται Ελπίς

του Κώστα Στοφόρου

Να είναι άραγε στο κοχύλι που έχω φυλαγμένο από ένα μακρινό φθινόπωρο στη θάλασσα;

Να είναι σε εκείνη τη φωτογραφία που βρήκα τυχαία στο συρτάρι μου μαζί με κάτι χαμένα ποιήματα μιας γιορτής που χάνεται πίσω στο χρόνο;

Να είναι μέσα στο τηλέφωνο που αρνείται να χτυπήσει, όσα μαγικά κι αν κάνω;

Στο μήνυμα που δεν φτάνει;

Στο ειδοποιητήριο που άφησε ο βιαστικός κούριερ;

Κάνω την ύστατη κοινοποίηση:

«Ζητείται Ελπίς»

Ούτε ένα μικρό like δεν παίρνω…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου