Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Η Λ.Ο.Υ. που έγινε Λούλου!

 Στο εργαστήρι συγγραφής της Αστράμαξας μιλήσαμε για τη "Λουλού" της Άννας Βαγενά που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα παιδιά. Εδώ η ιστορία της Μαρίας -Ιωάννας, μαθήτριας της ΣΤ Δημοτικού.



                                                 Η Λ.Ο.Υ. που έγινε Λούλου!

της Μαρίας Ιωάννας Παρασκευοπούλου

 

Γεια σας! Με λένε Λούλου και δεν είμαι παρά ένα σκυλάκι με ασυνήθιστη ιστορία. Η αρχή της ζωής μου ξεκίνησε με τη μητέρα και τα αδέρφια μου σε ένα γκαράζ στη Νέα Υόρκη. Μια μέρα, όμως ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και με πήραν. Επειδή αντιστάθηκα, μου έδωσαν αναισθητικό υγρό. Η μητέρα και τα αδέρφια μου έλειπαν και έτσι δεν μπόρεσα, παρά να ακολουθήσω εκείνους τους παράξενους ανθρώπους. Με βάλανε σε ένα όχημα και ξύπνησα την επομένη, μέσα σε ένα κλουβί. Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο εργαστήριο, όταν ένας άνθρωπος με πλησίασε και μου έβαλε μια ταμπέλα με το κωδικό μου όνομα: Λ.Ο.Υ. Το είχα καταλάβει πια, ήμουν ένα πειραματόζωο.

 

Οι πρώτοι μήνες με τους επιστήμονες ήταν άγριοι. Ζούσα σε ένα κλουβί. Κάθε μέρα σηκωνόμουν νωρίς. Με έβγαζαν από το κλουβί μου για να μου χορηγήσουν διάφορες ουσίες που ανακάλυπταν. Μετά από λίγο καιρό, το εργαστήριο χρεοκόπησε και οι άνθρωποι που ήρθαν για να μαζέψουν τα πράγματα από εκεί, με πήγαν σε ένα καταφύγιο ζώων. Εκεί με περιέθαλψε μία γιατρός, γιατί είχα, λέει, κάποιες σοβαρές αρρώστιες, τις οποίες κατάφερε να θεραπεύσει. Από τα πολλά φάρμακα όμως, άρχισα σιγά σιγά να χάνω το τρίχωμά μου. Δεν ήμουν πια το ίδιο σκυλί. Οι καφέ μακριές σγουρές τρίχες μου, δεν υπήρχαν για να τονίζουν τα όμορφα καστανά μάτια μου. Δεν ήμουν παρά ένα μικρόσωμο και ασυνήθιστα άσχημο σκυλάκι. Τα άλλα ζώα στο καταφύγιο δε με ήθελαν. Κάθε φορά που τα πλησίαζα, γρύλιζαν ή έφευγαν μακριά.

 

Ένα μεσημέρι ένας άντρας ήρθε στο καταφύγιο. Ήταν και αυτός ασυνήθιστος. Φορούσε γυαλιά και μαύρα ρούχα. Τά’  χε και τα κιλάκια του!  Κρατούσε ένα μαντήλι, που κάθε λίγο χρησιμοποιούσε για να σκουπίσει τα δάκρυά του. Η κα. Δανάη, η υπεύθυνη του χώρου, έτρεξε αμέσως να τον εξυπηρετήσει.

-       Συλλυπητήρια για την κόρη σας… Τι κάνει η εγγονή σας; τον ρώτησε.

-       Καλά είναι… Για αυτή ήρθα… Ψάχνω ένα κουταβάκι για να της κρατάει συντροφιά, απάντησε ο άντρας.

-       Δυστυχώς δεν έχουμε κουτάβια… Παρόλα αυτά, έχουμε περιθάλψει άλλα, πολύ φρόνιμα σκυλιά. Θέλετε να τα δείτε;

-       Ευχαρίστως!

-       Ωραία τότε, περάστε μέσα.

 

Μπήκε μέσα στο χώρο του καταφυγίου, όπου βρίσκονταν μόνο σκυλιά με άσχημη ιστορία. Πέρασε μπροστά από πολλά, αλλά κανένα δεν του τράβηξε την προσοχή. Κανένα, μέχρι που είδε εμένα! Για πρώτη φορά από την ημέρα που ήρθα εδώ, αισθάνθηκα ότι υπήρχα και ότι δεν ήμουν ένα φάντασμα που κανένας δεν μπορούσε να δει. Μπήκε μέσα στο χώρο που με κρατούσαν και ένα ελαφρύ χαμόγελο, ξεπρόβαλε στο πρόσωπό του. Αμέσως, ρώτησε την κα. Δανάη, το όνομα και την ιστορία μου, αφού φαντάστηκε ότι ο λόγος που δεν είχα τρίχες ήταν πρόβλημα υγείας. Στο κάτω κάτω, δεν συναντάς κάθε μέρα ένα σκυλάκι δίχως τρίχωμα... Ενώ η κα. Δανάη του διηγούταν την δυσάρεστη περιπέτειά μου, με πήγαν σε ένα δωμάτιο για να με πλύνουν και να με δώσουν σε εκείνο τον παράξενο κύριο, που λεγόταν Μιχάλης Μακρινός. Λυπήθηκε μάλλον με όσα είχα περάσει και αποφάσισε να με υιοθετήσει. Μέχρι να τελειώσω το μπάνιο μου, είχε συμπληρώσει τα απαραίτητα έγγραφα για να με πάρει και να πάμε στο νέο μου σπίτι.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του και ξεκινήσαμε. Κάποια στιγμή φτάσαμε μπροστά στο σπίτι του. Έμενε σε μια παλιά κατοικία με έναν μικρό κήπο. Η πόρτα της ήταν μπλε και οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν πράσινοι σαν το χορτάρι. Το ότι ήταν παλιά το καταλάβαινε κανείς από την αρχιτεκτονική της. Παρόλο που δεν είχα δει πολλά σπίτια στη ζωή μου, το συγκεκριμένο το υπολόγιζα, γύρω στη δεκαετία του ΄70. Πριν μπούμε μέσα, το νέο μου αφεντικό, έβγαλε μια σακούλα παιχνιδιών από το αυτοκίνητό του. Απ’ ότι φαίνεται κατάλαβε ότι παραξενεύτηκα και έτσι μου εξήγησε ότι τα παιχνίδια προορίζονταν για την εγγονή του. Τώρα ξέρω τι σκέφτεστε: Πώς μου το εξήγησε, αφού οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα σκυλιά…; Για να σας πω την αλήθεια, και εγώ το βρήκα περίεργο όταν κάθισε στο πεζούλι δίπλα μου και μου διηγήθηκε την ιστορία της πολυαγαπημένης του εγγονής, Αμέλιας, που έχασε τους γονείς της σε ένα τροχαίο δυστύχημα. Αφού έμαθα κάποια πράγματα για αυτήν την Αμέλια, μπήκαμε επιτέλους στο σπίτι.

            Το πρώτο δωμάτιο που είδα ήταν το σαλόνι. Δεν ήταν μεγάλο, είχε λαμπατέρ, δύο πολυθρόνες και μια τηλεόραση πάνω σε ένα τραπέζι. Στο κέντρο του υπήρχε μια στοίβα με βιβλία. Πίσω από αυτά ήταν λίγα μαξιλάρια και πάνω τους καθόταν ένα λεπτοκαμωμένο, ξανθό κοριτσάκι με μπλε μάτια. Το πρόσωπο της Αμέλιας έλαμψε με το που είδε τον παππού της. Έτρεξε και τον αγκάλιασε. Ήταν έτοιμη να πάρει τα δώρα της. Τότε με είδε! Αμέσως ρώτησε τον παππού της ποια είμαι. Εκείνος της απάντησε ότι εκτός από τα παιχνίδια, είχε σκεφτεί, ότι χρειαζόταν και μια φίλη και πώς έτσι κατέληξε να της πάρει μία σκυλίτσα. Ακόμα θυμάμαι το χαμόγελο της Αμέλιας όταν το άκουσε. Αυτή ήταν που αποφάσισε ότι αντί για Λ.Ο.Υ., ήθελε να με λένε Λούλου!

Τα βράδια κοιμάμαι μαζί της, ενώ τα πρωινά παίζουμε στον κήπο. Ποιος να το πίστευε ότι μετά από όλα όσα πέρασα, κατάφερα επιτέλους να βρω ένα μέρος που να μπορώ να το λέω «σπίτι». Τώρα πια η Αμέλια δεν είναι 6 χρόνων, όπως όταν την πρωτογνώρισα. Πάει έκτη δημοτικού, έχει γίνει μια υπέροχη κοπέλα και εγώ είμαι, ήμουν και θα είμαι πάντα εκεί για αυτήν, η Λούλου της!


Μπορείτε εδώ να διαβάσετε και το Ταξιδιάρικο Σαντούρι της Μαρίας Ιωάννας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου