Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Θα γράψεις τη συνέχεια;

Με αφορμή τις Ψηφιακές γειτονιές ξεκινήσαμε ένα παραμυθάκι με τίτλο
"Οι περιπέτειες της Ελένης και του Γιωργάκη στις Ψηφιακές γειτονιές", που θα το φτιάξουμε ακολουθώντας βήμα -βήμα τα τραπουλόχαρτα της "Μαγικής Τράπουλας"

Το πρώτο ήταν η "Απαγόρευση" και η Στεφανία έκανε την αρχή:


"...Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πόλη πολύ πολύ όμορφη, όπου όλοι ήταν χαρούμενοι και γελαστοί. Θα σκέφτεστε τώρα "αααααααα τι ωραία πόλη" όμως καθόλου έτσι δεν ήταν... Υπήρχε βλέπετε ένας νόμος που έλεγε "Απαγορεύεται να κλαις" και η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν τόσο αυστηρή που ούτε να τη γράψω δεν μπορώ...."

Γράψε τώρα τη συνέχεια με το επόμενο τραπουλόχαρτο (μπορείς να τη στείλεις και στο stoforos@yahoo.com):


2 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. (Έσβησα το προηγούμενο σχόλιο, γιατί θέλω να προσθέσω μία φράση. Το ξαναστέλνω διορθωμένο)

    Παίρνω στα χέρια μου το 2ο τραπουλόχαρτο της Μαγικής Τράπουλας, το τραπουλόχαρτο ΄ΠΑΡΑΒΑΣΗ' και γράφω τη συνέχεια του παραμυθιού:

    --------------------------------------------------

    "...Αυτή η πόλη λεγόταν Μπλογκόπολη. Σε αυτήν την πόλη, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Δεν γνώριζαν τους γείτονές τους. Δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Ή μάλλον, τους γνώριζαν αλλά με έναν περίεργο τρόπο. Γινόταν το εξής: όλα τα σπίτια είχαν τις πόρτες ανοιχτές και όποιος ήθελε να επισκεφτεί κάποιον για να δει τι κάνει, τον επισκέπτονταν όποτε ήθελε. Πρωί-μεσημέρι-βράδυ. Ο επισκέπτης παρακολουθούσε τον σπιτονοικοκύρη από την μισάνοιχτη πόρτα και άλλες φορές από το παράθυρο και μετά, αν είχε να του πει κάτι, του άφηνε ένα μήνυμα στην πόρτα και έφευγε.

    Ο σπιτονοικοκύρης, κάποια στιγμή, πήγαινε στην πόρτα, διάβαζε όλα τα μηνύματα και γέμιζε ένα σακούλι - το σακούλι της ψυχής του - με διάφορα ευχάριστα συναισθήματα. Άλλοτε χαρά, άλλοτε ενθουσιασμό, άλλοτε έκπληξη. Αλλά πάντα το γέμιζε. Και μερικές φορές απαντούσε σε αυτά τα μηνύματα. Άλλες πάλι όχι. Υπήρχαν βέβαια και σπιτάκια που δεν είχαν ποτέ μηνύματα στην πόρτα.

    Υπήρχαν σπιτάκια μικρά και μεγάλα. Καινούρια και παλιά. Και συνεχώς χτίζονταν καινούρια σπιτάκια και η πόλη μεγάλωνε και πλήθαινε από κατοίκους. Σε έναν τέτοιο σπιτάκι κατοικούσαν και η Ελένη και ο Γιωργάκης με τους γονείς τους.

    Οι πολίτες και ας μη βλέπονταν μεταξύ τους, περνούσαν πολύ πολύ όμορφα. Για αυτό, ο Δήμαρχος της πόλης και το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισαν να φέρουν μαζί όλους τους πολίτες αυτής της πόλης, για να γνωριστούν. Και έτσι διοργάνωσαν μία μεγάλη γιορτή. Μία γιορτή, στην οποία όλοι θα φορούσαν το καλύτερό τους χαμόγελο, θα έπαιρναν μαζί και ένα σακούλι γεμάτο ανυπομονησία, ενθουσιασμό και χαρά και θα πήγαιναν να γνωρίσουν τους συμπολίτες τους.
    Όλοι οι πολίτες ήξεραν τον νόμο "Απαγορεύεται να κλαις" οπότε δεν πήραν μαζί χαρτομάντηλα. Εάν το έκαναν, αυτό θα συνιστούσε ΠΑΡΑΒΑΣΗ στο νόμο! Και δεν ήθελαν να τον παραβούν.

    Σε αυτή τη γιορτή λοιπόν, αποφάσισε να πάει και η μαμά της Ελένης και του Γιωργάκη. Και πήγαν και οι 3 μαζί, με το σακούλι τους γεμάτο ανυπομονησία, ενθουσιασμό και χαρά και ΧΩΡΙΣ χαρτομάντηλα..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή