Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ο Πραματευτής: Ένα παραμύθι από τη Ξάνθη


Ένα ακόμη παραμύθι που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του διαδικτυακού εργαστηρίου δημιουργίας παραμυθιού σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα.

Τα διαμάντια της Δημοτικής Ποίησης

Ο πραματευτής

της Χρύσας Καραπαπάζογλου

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πραματευτής.

Γυρνούσε με το άλογό του από χωριό σε χωριό και πουλούσε την πραμάτεια του.
(Πώς και πώς τον περίμεναν κυράδες, κορίτσια, μα και άντρες, όχι μόνο για ν΄αγοράσουν, αλλά  για να δουν και να θαυμάσουν όλα αυτά τα φανταχτερά και δυσεύρετα γι΄αυτούς πράματα.) 

Μια μέρα σκέφτηκε να πάει σε ένα χωριό που δεν είχε πάει άλλη φορά. Κίνησε λοιπόν και μετά από ώρα βρέθηκε σ΄ένα τοξοτό πέτρινο γεφύρι. 

Καθώς το περνούσε όμως, το άλογό του έτσι όπως ήταν φορτωμένο, γλίστρισε στις πέτρες.

Τόσο πολύ σκιάχτηκε το ζωντανό, που ούτε  κουνήθηκε απ΄τη θέση του.

Το τραβούσε απ΄το χαλινάρι ο πραματευτής,  μα αυτό τίποτα. Ούτε μπρος, ούτε πίσω.

Το χάιδευε και του γλυκομιλούσε ο πραματευτής μπας και το ηρεμήσει. Δεν κουνιότανε ρούπι.

Απελπισμένος πια, έκατσε στην άκρη στο γεφύρι, να σκεφτεί τι θα κάνει. Σε λίγο είδε ένα γέρο μ΄ένα δεμάτι σανό στην πλάτη, να έρχεται από μακρυά σκυμμένος.

-         Καλή σου μέρα γέρο και ώρα σου καλή!
-    Τι φτιάνς σαπάν στου γιουφίρ;
-         Γλίστρισε τ΄ άλογο στις πέτρες . Σκιάχτηκε και δεν κουνιέται. Δεν προχωράει. Ήρθα από μακρυά και θέλω να γυρίσω πριν νυχτώσει. Μπορείς να με βοηθήσεις; 

Πλησίασε ο γέρος, χάιδεψε το άλογο και σήκωσε ένα ένα τα πόδια του.

-         Μι δαύτα τα πέταλα θα κατσουρντιθεί (γλιστρίσει) του ζουντανό. Πώς να πράς το γιουφίρ; Πεισμάνιψι κι όλας.
-         Τι να κάνω γέρο; Εδώ θα μείνουμε; Αυτό δεν πάει ούτε μπρος,    ούτε πίσω.

Ο γέρος δίχως δεύτερη σκέψη, άνοιξε το δεμάτι το σανό, κράτησε λίγο και το άλλο το σκόρπισε στο γεφύρι.

     -    Τι κάνεις εκεί γέρο; Γιατί σκορπάς το σανό;
     -     Έτς δε θα κατσουρντιθεί ( γλιστρίσει )

Ο γέρος με το σανό που κράτησε, τάισε το άλογο και μετά, σιγά σιγά οι δυο τους κρατώντας το απ΄το χαλινάρι, το πέρασαν απ΄το γεφύρι.

     - Σ΄ευχαριστώ  που χαλάλησες το σανό σου για το άλογό μου, είπε ο πραματευτής και για να ξεπληρώσει το καλό, του έδωσε μια αλυσίδα με λουκέτο.
     - Τι να τ κάμου δαύτο;
     - Θα το χρειαστείς, είπε ο πραματευτής.
     - Ισύ τούρα πάινι (πάνε) στου Στέργιου τουν αλμπάν (πεταλωτή) τον γιαβουκλούς (αγαπητικό) τσι Στιργιανής. Του νους μην ανταμώς (ανταμώσεις) του Στέργιου τουν αχαΐρευτου, του σουρτούκ πουν΄όλ μέρα στα σουκάκια. Κοίτα μη σι γελάς κι έχς αλισβερίς με δαύτον, γιατί είνι γιαλαντζί αλμπάνς.
     - Καλά γέρο θα πάω, αλλά πες μου. Έχει χάνι το χωριό να ξημερωθώ εδώ; Γιατί δε θα προκάμω να φύγω πριν νυχτώσει.
     - Άκουσι αρκαντάς (αδελφε) ιγώ λέου  μην πας στου χαν. Πούθε θα βγουν αυτές παράδες. Μιτά το καβακλιώτκο σταΐλίκι (χωράφι) είνι μια καλύβα. Πάινι κει να μεινς. Στου σουφρά εχ ψουμί κι ξινούτσκου τραχανά. Άμα φύγς σφάλσι τη θύρα.


Ο πραματευτής ευχαρίστησε ξανά το γέρο κι έφυγε να βρει τον πεταλωτή.
Αφού του έφτιαξε καινούρια πέταλα, ο πραματευτής, τον πλήρωσε  και κίνησε για την καλύβα που του είπε ο γέρος.
Ήταν μια μικρή ξύλινη καλύβα μ΄εναν φράχτη γύρω της.
Ο πραματευτής αφού ξεφόρτωσε την πραμάτεια του , τάισε , πότισε το άλογο και το έδεσε στο φράχτη.
Σκέπασε τα καλάθια με την πραμάτεια και μπήκε στην καλύβα να ξαποστάσει.
Έφτιαξε κι από τον ξινούτσικο τραχανά που του είπε ο γέρος κι  έφαγε με όρεξη. Σε λίγο, ούτε που κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. 

Ο Στέργιος όμως, ο γιαλαντζί αλμπάνης , ο σουρτούκης κι ο αχαΐρευτος ,που είπε κι ο γέρος, έμαθε για τον πραματευτή .
Κι ότι θα μείνει το βράδυ στην καλύβα που έχει ο γέρος έξω απ΄το χωριό. Δε χάνει ευκαιρία και αργά τη νύχτα, πάει στην καλύβα και κλέβει την πραμάτεια. Το πρωί μόλις είδε τα καλάθια του άδεια ο πραματευτής, κατέβηκε στο χωριό, να διαλαλίσει τη συμφορά που τον βρήκε.

Οι χωριανοί αμέσως κατάλαβαν πιανού δουλειά ήταν αυτή.
Βάλαν τρεις ντερβίσιδες (μάγκες) να πάνε στο σπίτι του.
Ο Στέργιος όμως, δεν ήταν εκεί. Και πού δεν ψάξαν. Άφαντος. Ούτε αυτόν , ούτε την πραμάτεια βρήκαν. 

Τότε, σκέφτηκαν να κάνουν κάτι άλλο.
Κάναν επίτηδες πατιρντί (θόρυβος, δυνατός ήχος) . Άρχισαν να μαλώνουν και να φωνάζουν δυνατά, να τους ακούσει όλο το χωριό.
Μαζευτήκαν και οι πεχλιβάνηδες (τολμηροί, θαρραλέοι) κι έγινε μεγάλο νταβαντούρι (φασαρία).

Ξέραν ότι ο Στέργιος εκτός απ΄όλα τα άλλα, ήταν και πολύ περίεργος κι αν άκουγε όλη αυτή τη φασαρία, σίγουρα θα φανερωνόταν.

Έτσι κι έγινε. Μετά από λίγο, εμφανίστηκε γεμάτος περιέργεια να μάθει τι γίνεται.
Μόλις τον είδαν οι ντερβίσιδες, πέσαν πάνω του , να τους μαρτυρήσει πού έκρυψε την πραμάτεια.

Ξέραν ότι ο Στέργιος, εκτός απ΄όλα τ΄άλλα ήταν φοβητσιάρης και δειλός. Δεν άργησε λοιπόν να ομολογήσει, ότι την πραμάτεια την έκρυψε δίπλα στο ποτάμι, κάτω απ΄το πέτρινο γεφύρι.

Τρέξαν αμέσως στο ποτάμι, φόρτωσαν την πραμάτεια στα καλάθια και τα πήγαν στην πλαταία του χωριού. Εκεί ήταν μαζεμένοι οι κάτοικοι , γεμάτοι περιέργεια. Ήταν η πρώτη φορά που πήγε πραματευτής στο χωριό τους.

Σε λίγη ώρα ο πραματευτής είχε ξεπουλήσει την πραμάτεια του κι ετοιμαζόταν να φύγει.
Οι κάτοικοι αφού τον βάλαν να τους υποσχεθεί ότι θα ξανάρθει σύντομα με καινούρια πράματα, τον ξεπροβόδησαν απ΄το χωριό τους.

Όσο για τον πραματευτή, δεν ξέρουμε ακόμη αν είναι άνθρωπος που τηρεί τις υποσχέσεις του...

                        
                                                                                Χρύσα
                                                                      Ξάνθη 24-6-2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου