Τέσσερις ιστορίες από τη Μαριαλένα Πορίχη στο πλαίσιο του εργαστηρίου
"Ο κόσμος της Πηνελόπης Δέλτα" στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΝΟ 1
Η
ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Τη μισώ, τη μισώ, τη μισώ!
Είναι δυνατόν να είμαι τόσο καιρό εδώ, να φτιάχνω μία σχέση με τους ανθρώπους
μου, και να έρχεται αυτή η ασπρόαυρη νυφίτσα και να μου τα παίρνει όλα;!
Ξεκίνησε ερχόμενη στον χώρο μου. Δεν της έφτανε ο κήπος; Έπρεπε να έρθει και
στο τσιμεντένιο βασίλειό μου; Και σιγά σιγά άρχισε να κλέβει και τα χάδια μου!
Η, πια, μεγάλη κόρη της, εξαφανισμένης, ανθρωπίνας μου, είναι η μόνη που μου
έχει μείνει πιστή. Αλλά βγαίνει από τη μαγική πύλη, μόνο για να μου φέρει
φαγητό και για να χαζέψει στο χαζοκούτι της. Το ανθρωπάκι με τις μπλε
<<παντόφρες>>, νομίζω τις είπε, που έρχεται συνέχεια για χάδια,
έχει μαγευτεί από το ασπρόμαυρο φίδι και μόνο αυτό χαϊδολογεί. Παλιότερα, όταν
ερχόντουσαν στο τσιμεντένιο βασίλειό μου, με το που πέταγε η φωτεινή μπάλα
ψηλά, για να πάνε στο τεράστιο, πράσινο περιστέρι, με τα λαμπερά κόκκινα μάτια,
ερχόταν το παιδάκι με τις μπλε <<παντόφρες>>, και με χάιδευε και
εγώ την έγλειφα. Τώρα μόνο τον ασπρόμαυρο αρουραίο χαϊδολογεί. Εμένα με έχουν
παραγκονισμένη! Και αυτή η ασπρόμαυρη αίχιδνα δε βάζει γλώσσα μέσα της! Όταν με
πιάνουν νεύρα και την δέρνω ένα πατουσάκι, το παιδάκι με τις μπλε
<<παντόφρες>>, μου φωνάζει <<ψιτ, ψιτ!>>, και τρέχει να
πάρει αγκαλιά το κακομοίρικο <<Στρατσιατελάκι>> της, όπως τη λέει.
Αλλά το χειρότερο έγινε σήμερα, με το που πέταξε η φωτεινή μπάλα.
Σήμερα ήταν ειδική μέρα
και τα τρία παιδάκια της κόρης της φίλης μου δεν έφηγαν για το τεράστιο,
πράσινο περιστέρι με τα κόκκινα μάτια. Αυτό γίνεται κάθε τρις και λίγο. Άλλα
πάντα είναι δύο φορές συνεχόμενες και, το ένα παιδάκι με τις μπλε
<<παντόφρες>>, πάντοτε, καθώς έρχετε, φωνάζει,
<<Σαββατοκέριακο, Σαββατοκέριακο, επιτέλους έχουμε
Σαββατοκέριακο!>>, και τότε ξέρω ότι θα μείνουν εδώ. Ήρθε λοιπόν, το
μεγάλο παιδάκι της κόρης της φίλης μου, το <<Στερνοπούλι της>>,
όπως την είχα ακόυσει να το λέει, έξω, στο τσιμεντένιο βασίλειό μου. Εγώ χάρηκα
πολύ, γιατί δεν βγαίνει ποτέ χωρίς το τετράγωνο ζαβοκούτι του. Με πείρε αγκαλιά
και άρχισε να με χαϊδεύει, λέγοντάς μου, <<Σύσση. Σύσση, τι καλό κορίτσι
που είσαι; Τι καλό! Τι καλό!>>. Έβγαλα κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου στην
ασπρόμαυρη οχιά και χώθηκα πιο μέσα στην αγκαλιά του. Κατέβηκε από το
τσιμεντένιο βασίλειο μου, πήρε έναν κουβά από τον κήπο στο άλλο του χέρι, ίδιο
με αυτόν που είχα χωθεί μέσα κάποια στιγμή και ήταν τόσο μεγάλος που δεν
μπορούσα να βγω όσο κι αν πηδούσα, και πήγαμε στον πίσω κήπο. Άφησε τον κουβά
κάτω και εμένα μέσα του. Είχα χαρεί τόσο πολύ με αυτές τις ξαφνικές αγάπες που
ούτε κατάλαβα ότι ο πάτος είναι υγρός και μοίριζε λεμόνι. Αλλά καθώς περίμενα
να έρθει να με πάρει, άκουσα τον πιο σιχαμερό ήχω στον κόσμο. ΝΕΡΟ! Είχε πάρει αυτό το ψεύτικο
πράσινο φίδι που φτήνει νερό και το έφερε προς το μέρος μου. Πανικοβλήθηκα!
Προσπάθησα να φήγω, να πηδίξω, αλλά τίποτα. Άρχισε να με βρέχει και εγώ
κοπανιόμουν γύρω γύρω μπας και γλιτώσω. Πρωδοσία! Αλλά τότε άκουσα τον δεύτερο
χειρότερο ήχω στον κόσμο. Αυτή τη καταραμένη φωνή. Το φίδι το κολωβό, εννοώ η
Στρατσιατέλα, ήρθε και κοκάλοσε με το θέαμα. Αλλά ενώ εγώ ζούσα το δράμα μου,
περίμενα εκείνη να πανικοβληθεί και να φύγει. Αλλά αντί να τρέξει να φύγει,
εκείνη πήδηξε στη πλάτη του και του έμπηξε τα νύχια της. Με μια κραυγή πόνου,
την έρειξε πάνω στον κουβά και ο κουβάς έπεσε κάτω. Εγώ έφυγα σήφουνας και πήγα
στο τσιμετένιο βασίλειό μου και άρχισα να γλείφομαι μπας και στεγνώσω. Μετά από
λίγο ήρθε το παιδί, χτυπώντας με δύναμη τις πατούσες του και από πίσω του
νιαούριζε η Στρατσιατέλα. Από τότε δεν την ξαναχτύπησα. Χωρίς λόγο.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΝΟ 2
Η
ΜΑΓΙΚΗ ΜΥΡΩΔΙΑ
Έτρεχα, έτρεχα σαν
τρελή! Οι πληγές μου πονούσαν αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέχω, δε
μπορούσα να ρισκάρω να με πιάσει στα χέρια του! Σταμάτησα μετά από αρκετή ώρα
για να γλείψω τις πληγές μου. Το ήξερα ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν κακός. Δεν μύριζε
καλά! Αλλά δεν μπορούσα να σκέφτομαι αυτόν τώρα. Ο πόνος με έσκιζε στα δύο.
Ξάπλωσα στο γρασίδι, ενώ έβλεπα το γνωστό κόκκινο υγρό να τρέχει από τη γούνα
μου. Ένιωθα τόσο αδύναμη που δεν μπορούσα ούτε να γλείψω τις πληγές μου. Σιγά
σιγά, ένιωθα τα μάτια μου να βαραίνουν, ενώ όλα σκοτείνιαζαν.
Ένιωθα ζαλισμένη. Μα,
για μισό;! Κινούμε; Και, τι μυρωδιά είναι αυτή; Αχ, μοιρίζει τόσο όμορφα! Σαν
να έχεις συμπτήξει τις πιο όμορφες μυρωδιές σε όλο τον κόσμο. Κοίταξα ψηλά.
Ένα κοριτσάκι με κράτραγε στα χέρια. Τα μάτια της έβγαζαν μια λάμψη πρωτόγνωρη.
Μου χαμογέλασε γλυκά. Ένιωσα κάτι να τσιμπάει την καρδιά μου. Εκείνη δεν ήταν
σαν τους άλλους ανθρώπους και κυρίως, δεν ήταν σαν <<εκείνων>>. Το
έννιωθα μέσα μου. Με ακούμπησε προσεχτικά σε ένα μάτσο κουβέρτες. Οι πληγές μου
ήταν προσεγμένες και δεμμένες. Αλλά δεν τις σκεφτόμουνα. Εγώ το μόνο που ήθελα
ήταν να μην με αφήσει. Να μην φύγει. Η καρδιά μου πετάριζε καθώς δειλά δειλά
άπλωνε το χέρι της να με χαϊδέψει. Παρά τον φόβο μου, μετά από τον προηγούμενο
ιδιοκτήτη μου, ήξερα ότι αυτό θα
δουλέψει. Αυτή δεν θα μου φερόταν σαν ιδιοκτήτρια, σαν να ήμουν κάτι που θα της
ανήκε, αλλά σαν φίλη. Κάτι μέσα μου αυτό έλεγε.
Τότε μπήκε από την
πόρτα μία γάτα. Ήταν πολύ όμορφη, είχε πράσινα μάτια και τζίντζερ κηλίδες στη
λευκή της γούνα, αλλά πολύ μεγαλύτερη μου. Καθώς τα μάτια μας συναντήθηκαν,
ξίνισε η έκφρασή της. Εκείνη την ώρα ήρθε και μία μεγαλύτερη, σε ηλικία, κυρία
και βλέποντας την γάτα στο σπίτι, θύμωσε. Τότε αντίκρισε και εμένα στη γωνίτσα
μου, με το κοριτσάκι που με χάιδευε. Πλησίασε διακριτικά. Εγώ φοβόμουν αλλά
απάνταγα στα χάδια με γουργουρητά. Η γυναίκα έγειρε προς τα εμένα. Με κοίταζε
με τα μαύρα μάτια της, και εγώ, ειλικρινά, ανατρίχιασα από το απόκοσμο βάθος
τους. Και εκείνη μύριζε όμορφα, αλλά όχι σαν το κοριτσάκι. Κανένας άνθρωπος δεν
θα μπορούσε να μυρίζει σαν εκείνη. Η γυναίκα σκούντηξε το κορίτσι και πήγαν
μαζί σε ένα άλλο δωμάτιο από το οποίο δεν είχα ορατότητα. Γύρισαν με μπολάκια
με φαγητό και νερό. Περίπου έτσι πέρναγαν οι μέρες. Καθόμουν μέσα στο σπίτι και
το κοριτσάκι με φρόντιζε. Καμιά φορά σκαρφάλωνε εκείνη η γάτα στο περβάζι και
με κοίταζε με ζήλια. Αυτό το δολοφονικό βλέμμα δεν ξεχνιέται εύκολα. Αφότου
ανάρρωσα πλήρως, με έβγαλαν έξω μαζί με τη γάτα, και, κάθε λίγο και λιγάκι,
ερχόταν το κοριτσάκι και με
χαϊδολογούσε. Την αγαπάω τόσο πολύ! Ξέρω βαθιά μέσα μου ότι, με αυτό το κορίτσι
θα μείνουμε μαζί μέχρι το τέλος των ζωών μας.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΝΟ 3
Το
γατίσιο ένστικτο
Εγώ
γεννήθηκα στον δρόμο. Τα αδέρφια μου και εγώ μείναμε πολύ νωρίς μόνα μας και
έπρεπε να μάθουμε να επιβιώνουμε από τους κινδύνους. Τα τεράστια,
τετραγωνισμένα, πολύχρωμα, γρήγορα πουλιά, με τα κόκκινα, φωτεινά μάτια που
κουβαλάνε ανθρώπους μέσα, είναι πολύ επικίνδυνα για εμάς τα μικρά πλάσματα. Έξι
αδερφάκια ήμασταν και σύντομα έμεινα ολομόναχη. Με τις κακουχίες και την
δύσκολη επιβίωση, ένας ένας, φεύγαμε για να πάμε στον
<<γατόκοσμο>>. Αλλά δυστυχώς, όλοι οι άλλοι έπρεπε να συνεχίσουμε
να ζούμε τις ζωές μας. Έμαθα να βρίσκω τροφή, νερό και να μένω πάντοτε μακριά
από τους ανθρώπους. Όλοι είναι κακοί, ανεξάρτητος. Βέβαια υπάρχουν και γάτες
που ερωτεύτηκαν ανθρώπους και μιλάνε μονάχα για τους ανθρώπους τους και την
ξεχωριστή μυρωδιά που έχουν. Φυσικά, μέχρι να αγαπήσω και εγώ, δεν είχα ποτέ
μου καταλάβει αυτές τις γάτες. Εγώ απεχθανόμουν τους ανθρώπους. Στη ζωή μου δεν
είχα πάρει ποτέ μου τίποτα καλό από αυτούς. Μόνο πόνο. Αλλά μία μέρα, κατάλαβα
τι εννοούσαν αυτές οι γάτες.
Ήμουν
προς αναζήτηση τροφής, όταν είδα μία γηραιά κυρία να περπατάει. Η γούνα της
ήταν λευκή και οι πατούσες της ήταν πιο ψηλά από ότι θα έπρεπε να είναι. Κρύφτηκα
πίσω από ένα δέντρο. Εκείνη με πρόσεξε. Έβγαλε κάτι από το τεράστιο πλεχτό
καλάθι που είχε κρεμασμένο στο μπροστινό της πόδι. Στην αρχή φοβήθηκα. Αλλά
μετά κατάλαβα ότι δεν θα έβγαζε κάτι επικίνδυνο. Έβγαλε φαγητό! Μου το άφησε
και έκανε κάποια βήματα πίσω. Επιφυλακτικά πλησίασα το φαγητό και άρχισα να
μασουλάω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι μύριζε πολύ έντονα κάτι. Μα, τι
μπορεί να μυρίζει τόσο ωραία; Ήταν η γηραιά ανθρώπινα! Η κυρία, σιγά σιγά, με
αργές κινήσεις, άρχισε να προχωράει στον δρόμο της. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια
τσιμπιά στην καρδιά μου. Ένιωσα… άδεια. Κοίταξα μία το φαγητό και μία την
φιγούρα της κυρίας που όλο και πιο πολύ χανόταν. Υπό άλλες συνθήκες θα έτρωγα
χωρίς καν να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Αλλά τώρα; Τι διαφορετικό ένιωθα; Τα πόδια
μου άρχισαν να κινούνται. Διστακτικά στην αρχή και όλο πιο γρήγορα και γρήγορα,
μέχρι που άρχισα να τρέχω. Δεν ήθελα να τη χάσω, δεν μπορούσα να τη χάσω. Με
αυτή τη γυναίκα ήταν γραφτό να είμαστε μαζί.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΝΟ 4
Εγώ
Ντιίγκ...
Εγώ, Ντιίγκ, σηκώθηκα
και έσπρωξα μεγάλη πέτρα που προστάτευε σπηλιά του Ντιίγκ. Εγώ, Ντιίγκ, πήρα
εργαλείο και πήγα να βρω τροφή. Εγώ, Ντιίγκ, κρύφτηκα πίσω από δέντρο να πιάσω
ζώο. Έτρεξα να πιάσω ζώο και μια φωτιά ανοίχτηκε και έφαγε Ντιίγκ. Εγώ, Ντιίγκ,
ξύπνησα και είδα πράγματα που δε πίστεψα. Πολλοί σα εμένα, αλλά στα δύο πόδια
και με γούνες σα δικές μου, αλλά χρώματα σα αυτά που ζωγράφιζα στη σπηλιά του
Ντιίγκ. Ακατανόητα πράγματα σα ζώα έτρεχαν με πλάσματα σα Ντιίγκ μέσα. Πλάσματα
σα Ντιίγκ, κράταγαν μικρά ζώα και περπατούσαν με δύο πόδια σε χώματα γκρι.
Μικροί Ντιίγκ ήταν σε πόδια άλλων Ντιίγκ χωρίς γούνα σα Ντιίγκ. Εγώ, Ντιίγκ
προσπάθησα να περπατήσω σε δύο πόδια άλλα έπεσα. Τι συναίβενε σε αυτούς τους
Ντιίγκ; Στα τέσσερα πόδια του Ντιίγκ, εγώ Ντιίγκ, πήγα σε γκρι χώμα να περάσω
από τη άλλη που είδα δέντρο, αλλά ζώο που έτρεχε με, σα Ντιίγκ μέσα, έτρεξε
προς Ντιίγκ. Εγώ, Ντιίγκ έκλεισα μάτια και ετοιμάστηκα για πόνο. Εγώ, Ντιίγκ
ξύπνησα και ήμουν στη σπηλιά μου. Ντιίγκ κοιμόμουν. Δεν θα ξαναφάω ζώω πριν
κοιμηθώ, εγώ Ντιίγκ!