Η πολυτάλαντη μαθήτριά μας στο εργαστήρι "Ο κόσμος της Άλκης Ζέη" στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου, Μαριαλένα Πορίχη, με έμπνευση από εικόνες που μας παρουσίασε η Πολυτίμη Μαχαίρα, έγραψε αυτές τις υπέροχες ιστορίες.
Απολαύστε τις:
ΙΣΤΟΡΙΑ 1η
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Πάντοτε τα βιβλία κατείχαν μια σημαντική θέση στη ζωή μου.
Από μικρό παιδί η ανάγνωση ήταν κάτι μοναδικό και μαγευτικό για εμένα. Κάθε
φορά που θα έπαιρνα ένα καινούριο βιβλίο θα το έπιανα προσεχτικά στα μικρά μου
χεράκια και θα γύριζα μία μία τις σελίδες, αργά και μεθοδικά, να νιώσω το
μοναδικό αίσθημα των λεπτών δαχτύλων μου στις ακόμη πιο λεπτές σελίδες του
βιβλίου. Θα έκλεινα τα μάτια μου και θα ένιωθα τη μοναδική μυρωδιά του
φρεσκοτυπωμένου βιβλίου να γαργαλάει τη μύτη μου και θα αφουγκραζόμουν προσεχτικά
τον ήχο των σελίδων κάθε φορά που τις γύριζα και ερχόντουσαν σε επαφή η μία με
την άλλη. Δεν ήξερα γιατί πάντοτε με μάγευε τόσο πολύ αυτή η απλή διαδικασία.
Τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου παίρναν τα βιβλία ατσούμπαλα στα λερωμένα
από το παιχνίδι στις λάσπες χέρια τους και τα τσαλακώνανε και τα σκίζανε με την
αγαρμποσύνη τους. Δεν κατανοούσαν την αξία του αντικειμένου που κρατούσαν. Για
εμένα το βιβλίο ήταν το άλφα και το ωμέγα. Δεν απολάμβανα τίποτε περισσότερο
από τη στιγμή που θα καθόμουν στην ήσυχη και άνετη γωνίτσα του δωματίου μου και
θα διάβαζα. Γιατί αυτά τα πολύτιμα βιβλία που περνούσαν από χέρι σε χέρι
άγαρμπα και επιπόλαια για μένα ήταν κάτι το μαγικό. Ήταν μια πύλη για έναν άλλο
κόσμο. Μια πύλη στην οποία όταν πατούσα το πόδι μου ένιωθα ανάλαφρη, πως ό,τι
βάρος βάραινε τους ώμους μου σε αυτόν τον μάταιο και αποτρόπαιο κόσμο γινόταν
φτερά στην πλάτη μου, που μου χάριζαν την πολυπόθητη ελευθερία που μόνο τα
πουλιά είχαν. Και από εκεί αναλάμβανε η φαντασία μου. Ό,τι τρελό μπορεί να
φανταστεί ένα παιδί, καταπιεσμένο από αυτόν τον σκληρό κόσμο, κλεισμένο σε
τέσσερις τοίχους ανίκανο να βγει έξω, να αποκτήσει την ελευθερία του και
καταδικασμένο να μην νιώσει ποτέ το απαλό χάδι της παιδικότητας, παρά να
εισαχθεί από την στιγμή που έμαθε να περπατάει στον κόσμο των ενηλίκων, μπορεί
να πραγματοποιηθεί μέσα στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ήταν η μόνη μου λύτρωση.
Τις ημέρες στο σπίτι μου, που ήμουν αναγκασμένη να έχω αψεγάδιαστους τρόπους
και συμπεριφορά, που η κάθε μου κίνηση καταγραφόταν και σχολιαζόταν, ο παράδεισός
μου θα ήταν αυτός ο κόσμος που θα μπορούσα να τρέχω ξυπόλυτη σε ανθισμένα
λιβάδια, να παίζω στο χώμα και να λερώνωμαι δίχως να έχω τον οποιοδήποτε να μου
λέει ότι αυτή δεν είναι η συμπεριφορά μιας κυρίας, να έχω παιχνίδια και
λούτρινα αρκουδάκια με τα οποία να πίνω τσάι δίχως πετσετάκι, να τρώω ό,τι
ανθυγιεινό φαγητό τραβάει η όρεξή μου δίχως να προσέχω τους τρόπους μου. Και
μπορώ να έχω όσους φίλους και αδέρφια και οικογένεια που να νοιάζεται
πραγματικά για εμένα θέλω! Δεν χρειαζόταν να κάθομαι ολομόναχη σε ένα μονότονο
δωμάτιο, με μονότονους λευκούς τοίχους και ένα μονότονο ξύλινο θρανίο και ένα μονότονο
κρεβάτι με λευκά σεντόνια. Δεν χρειαζόταν να μείνω στο αναθεματισμένο δωμάτιο,
που καταδικάζει την παραμικρή σταγόνα χρώματος και προκαλεί κατάθλιψη. Μπορούσα
να είμαι στον πιο πολύχρωμο κόσμο με δεκάδες- όχι- εκατοντάδες φίλους που να με
αγαπάνε. Αλλά το αγαπημένο μου από όλα δεν είναι αυτό που μόνο εγώ στερούμαι
και δεν μπορώ να κάνω, αλλά αυτό που όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν όσο
κι αν θέλουν. Η γλυκιά μελωδία της ελευθερίας τη στιγμή που βγάζω φτερά και
ατενίζω τον ορίζοντα, ή τη στιγμή που βγάζω λέπια και σχίζω τη θάλασσα στα δύο.
Αυτό το αίσθημα, ότι δεν υπάρχει τέλος, ότι δεν υπάρχουν όρια, ότι είμαι
πραγματικά ελεύθερη είναι το πιο όμορφο συναίσθημα που νομίζω ότι έχω ζήσει στη
ζωή μου. Γιατί δυστυχώς, κάποια στιγμή η ιστορία τελειώνει, κάθε βιβλίο έχει
ορισμένες σελίδες, αν έχει 374 όσο κι αν θέλεις και παρακαλείς και κλαις, δεν
θα γίνουν ποτέ 375. Τότε όλα σκοτεινιάζουν και η πόρτα του βιβλίου κλείνει και
με πετάει στην πραγματικότητα. Στο μονότονο δωμάτιο με εμένα μέσα να κλαίω και
να θρηνώ για την χαμένη ζωή που έζησα ως ο ήρωας του βιβλίου. Αν υπήρχε βιβλίο
χωρίς τέλος, θα το έκρυβα βαθιά μες την καρδιά μου εκεί που κανείς δεν μπορεί
να μου το κλέψει και θα ταξίδευα στον μαγευτικό κόσμο της λογοτεχνίας για όλη
την αιωνιότητα. Θα έχτιζα ένα κόσμο και μια ζωή που θα διαρκούσε για πάντα,
χωρίς όμως πόνο και μίσος και λίπη και πάνω από όλα, θα ήμουν ελεύθερη,
πραγματικά ελεύθερη. Γιατί το βιβλίο μου χαρίζει ό,τι δεν μπορώ ποτέ να έχω
στην πραγματική ζωή. Γιατί εγώ ξέρω ότι η λογοτεχνία θα με συντροφεύει σε όλη
μου τη ζωή, κάθε βιβλίο μία ζωή που έζησα, ένα σκαλοπάτι για την επόμενη
μοναδική και πανέμορφη ζωή μου, που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα και όλα
αυτά όσο εγώ θα βρίσκομαι στην ισόβια ψυχολογική φυλακή μου, που είμαι
καταδικασμένη να βλέπω από το παράθυρο μια πολύχρωμη ελευθερία που ξέρω ότι δεν
θα αποκτήσω ποτέ.
ΙΣΤΟΡΙΑ 2η
ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο και άσχημο από την ελευθερία. Δεν
υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο που να σου δίνει να χορτάσεις όσο ταυτόχρονα σε
τρώει. Τίποτα που να σου δίνει και να σου παίρνει, τίποτα που να σε γεμίζει και
να σε αδειάζει, τίποτα που να σε κάνει τόσο χαρούμενο και τόσο λυπημένο. Η
ελευθερία είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Κάτι που όταν είσαι μικρός φαντάζεσαι τους
πιο τρελούς τρόπους να το φτάσεις και να το κάνεις δικό σου και πάντοτε
νομίζεις ότι φτάνεις, ενώ στ’ αλήθεια βρίσκεσαι πιο μακριά από ότι ήσουν πριν.
Ελευθερία δεν είναι τίποτα παρά μια ψευδαίσθηση. Όλες οι ψευδαισθήσεις είναι
όμορφες όσο διαρκούν, αλλά την στιγμή που ξυπνήσεις η απογοήτευση είναι
διπλάσια από ότι αν δεν την είχες ζήσει ποτέ. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι κάποιες
φορές, αξίζει να την νιώσεις για το μοναδικό 1 λεπτό που κάθε άνθρωπος την
βιώνει; Το ένα λεπτό στη ζωή σου που θα νιώσεις την καρδιά σου να γεμίζει όσο
ποτέ άλλοτε, την ευτυχία να ξεχειλίζει την ψυχή σου και αφού περάσει το λεπτό,
η μόνη σου σκέψη στο μυαλό είναι ποιο το νόημα της ζωής χωρίς την ελευθερία.
Γιατί σε όλη μας τη ζωή έχουμε αυτή την ψεύτικη ελευθερία, αυτό που μας κάνει
να νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε σκλάβοι
στην ίδια την ιδέα της ελευθερίας. Είμαστε σκλάβοι, κατώτεροι, κι όσο κι αν
προσπαθούμε δεν θα φτάσουμε ποτέ αυτή την ανώτερη δύναμη που μας καθοδηγεί
όλους. Αυτό που θέλουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι το μόνο πράγμα που
δεν μπορούμε να έχουμε ποτέ. Μία φορά στη ζωή σου είσαι ελεύθερος και μετά...
μετά νιώθεις ότι δεν έχεις τίποτα. Μετά όλη σου η ζωή μοιάζει
άδεια...ανούσια...ανώφελη. Περνάς την υπόλοιπη ζωή σου να προσπαθείς να
πετύχεις το ακατόρθωτο. Από εκεί που το κυνήγι της ελευθερίας ήταν ένα παιδικό
παιχνίδι, που χρησιμοποιούσαμε τη φαντασία μας για να πετάξουμε στον ουρανό με
μπαλόνια και ομπρέλες, μετατράπηκε σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκτήσουμε
μία ανάγκη. Από τη στιγμή που τη ζεις σου γίνεται εθισμός, όπως το κάπνισμα, το
αλκοόλ. Είναι ρίσκο, ένα επίφοβο, επικίνδυνο κόλπο, όπου σαν ακροβάτες του
τσίρκου, σε ένα λεπτό φαγωμένο σχοινί, προσπαθούμε να ακουμπήσουμε για έστω ένα
δευτερόλεπτο το πουλί της ελευθερίας. Αλλά αν με ρωτήσεις ποτέ, αν μετάνιωσα
να ζω το 1 λεπτό της ελευθερίας μου, δεν θα πάρει ούτε 1 δευτερόλεπτο να απαντήσω.
ΟΧΙ. Τη στιγμή που ένιωσα τον άνεμο να χτυπάει το κουρασμένο μου κορμί, τα
μάτια μου να ανοίγουν και να έρχονται αντιμέτωπα με το μοναδικό ατελείωτο
τοπίο, δίχως όρια, δίχως τοίχους, το συναίσθημα που ένιωσα και που κυνηγάω όλη
μου τη ζωή να ξαναζήσω ήταν η πιο όμορφη και μοναδική εμπειρία που έχω βιώσει
στη ζωή μου. Και όση θλίψη μου έχει προκαλέσει ο αποχωρισμός μου από την γλυκιά
ελευθερία, τίποτα δεν συγκρίνεται με το 1 λεπτό λύτρωσης, με το μοναδικό λεπτό
που αυτή η άχρηστη, μικροσκοπική, ανούσια ύπαρξη ένιωσε τη σημαίνει πραγματικά
ΖΩΗ. Κανείς δεν ζει πραγματικά αν δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία. Κανείς...
ΙΣΤΟΡΙΑ 3η
ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΗ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Πάντα ήμουν μόνος, ολομόναχος. Με θυμάμαι ως μικρό παιδί, να
κάθομαι μόνος μου να κάνω κούνια κοιτώντας το έδαφος, να γλιστράω στην τσουλήθρα
κοιτώντας το έδαφος, να κάνω τραμπάλα, μόνος μου, κοιτώντας το έδαφος. Μέχρι
που μία ημέρα, κάποιος κάθισε απέναντί μου στην τραμπάλα και με σήκωσε ψηλά.
Αυτή ήταν η πρώτη μου φορά μετά από πολύ καιρό, που αντί να κοιτάξω το έδαφος,
αναγκάστηκα να κοιτάξω μπροστά μου. Εκεί καθόταν ένα αγόρι της ηλικίας μου, που
αντί να έχει ένα μεγάλο Χ στο πρόσωπό του, είχε ένα μεγάλο χαμόγελο. Τότε ήταν
η πρώτη φορά που ένιωσα κάτι ζεστό στην καρδιά μου. Τότε ήταν η πρώτη φορά που
έκανα έναν φίλο.
Με τον Στέλιο κάναμε τα πάντα μαζί. Σκαρφαλώναμε σε δέντρα,
παίζαμε με αυτοκινητάκια, κάναμε διαγωνισμούς τρεξίματος. Δεν είχα ξανανιώσει
τόσο χαρούμενος, τόσο... τόσο λιγότερο μόνος σε όλη μου τη ζωή. Και ο Στέλιος
ήταν ο πρώτος που μου έμαθε να κοιτάζω μπροστά, και όχι στο πάτωμα. Ανακάλυψα
έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Από εκεί που αναγνώριζα τους συμμαθητές μου από
τα παπούτσια τους, τώρα τους αναγνώριζα από τα μαλλιά τους, γιατί τα πρόσωπά
τους εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλα κόκκινα Χ. Αλλά μία ημέρα, ο Στέλιος
εξαφανίστηκε. Δεν τον έβρισκα στην πλατεία πλέον. Δεν ήταν πουθενά. Ούτε
σκαρφαλωμένος σε δέντρα, ούτε κρυμμένος κάτω από τσουλήθρες, ούτε έκανε
τραμπάλα. Φώναξα, έψαξα, έκλαψα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ.
Αλλά μία ημέρα, όταν γυρνούσα από μία αποτυχημένη προσπάθεια
να τον βρώ, κουτούλησα με κάποιον. Ήταν ένα κορίτσι που δεν είχε Χ στο πρόσωπό
της. Συστήθηκε ως Δέσποινα και μόλις είχε μετακομίσει στην γειτονιά μου. Δεν
πήγα ποτέ στο σπίτι της, αλλά συναντιόμασταν πάντοτε σε ένα παλιό δεντρόσπιτο
που μου έδειξε. Η Δέσποινα ήταν ντροπαλή και γλυκιά και με βοήθησε να νιώσω
καλύτερα για την απώλεια του Στέλιου. Μου έλεγε ωραίες ιστορίες για πράγματα
που είχε κάνει αφού ξεπέρασε τον φόβο της για τους ανθρώπους. Μου είπε ότι
έβλεπε τεράστια Χ στα πρόσωπά τους, αλλά έμαθε να τα αφαιρεί. Με βάση τη
Δέσποινα, τα Χ ήταν σαν αυτοκόλλητα και ήταν πολύ απλό να τα ξεκολλήσεις. Μου
είπε τον τρόπο, αλλά δεν τον δοκίμασα για να μάθω πως δουλεύει. Φοβόμουν πολύ.
Και μία ημέρα όταν σκαρφάλωσα στο δεντρόσπιτο, δεν ήταν κανείς μέσα. Ούτε τις
επόμενες ημέρες ήρθε κανείς.
Όταν συνειδητοποίησα επιτέλους ότι η Δέσποινα δεν επρόκειτο
να γυρίσει, ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι μου. Μήπως τελικά έκανα εγώ κάτι
λάθος; Γιατί όλοι μου οι φίλοι εξαφανίζονταν χωρίς να μου πουν τίποτα; Ήμουν
τόσο κακός φίλος; Όσο τα σκεφτόμουν αυτά, κατέβαινα το δεντρόσπιτο και κάπου
παραπάτησα. Μέσα σε μια στιγμή είχα πέσει κάτω και έτριβα το κεφάλι μου. Και
τότε ένα αγόρι πρέπει να ήταν μικρότερο από εμένα- πόσο να ‘τανε, 10;- έτρεξε
προς το μέρος μου. «Είσαι καλά; Έπεσες από το δέντρο; Γιατί ανέβηκες εκεί πάνω;
Η μαμά λέει πάντα ότι είναι επικίνδυνο να ανεβαίνουμε σε ψηλά μέρη. Μπορεί να
είχες χτυπήσει άσχημα. Πώς σε λένε; Με λένε Μάρκο. Θες να γίνουμε φίλοι;». Ο
Μάρκος άπλωσε το χέρι του να με βοηθήσει να σηκωθώ, με το πιο λαμπρό χαμόγελο
στο πρόσωπό του, αλλά εγώ δεν το πήρα. Δεν ήθελα άλλον ένα περιστατικό φίλο που
να με αφήσει ξαφνικά. «Γιατί δεν πήρες το χέρι μου; Γιατί είσαι λυπημένος;
Χτύπησες; Είσαι άρρωστος; Μην σκέφτεσαι άσχημα για τον εαυτό σου! Θέλω μόνο να
γίνουμε φίλοι!». Και πριν προλάβω καν να απαντήσω, με έπιασε από το χέρι και
ξεκίνησε να τρέχει. Στην αρχή τρόμαξα και ενοχλήθηκα από τη συμπεριφορά του.
Αλλά μετά από λίγο, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν τόσο άσχημα να τον έχω δίπλα
μου. Εννοώ, είχε πλάκα και είχε περάσει και λίγος καιρός από όταν έφυγε η
Δέσποινα και έμεινα μόνος μου. Οπότε ίσως να μην ήταν τόσο άσχημο να ξαναέχω
έναν φίλο. Και από εκεί ξεκίνησε η φιλία μου με τον Μάρκο, που διήρκησε
περισσότερο από οποιαδίποτε άλλη. Ο Μάρκος αν και λίγο παιδιάστικος, ήταν πολύ
κοινωνικός και με βοήθησε να μάθω να μιλάω σε άλλους.
Μία ημέρα είχε έρθει στο σχολείο μου και με ανάγκασε να
μιλήσω σε κάποιον. Συγκεκριμένα με έσπρωξε πάνω σε έναν συμμαθητή μου. Στην
αρχή τρόμαξα πολύ, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω και φοβήθηκα ότι το αγόρι
θα ήταν επιθετικό. Αλλά αντιθέτως, με ρώτησε αν ήμουν καλά. Εκείνη τη στιγμή,
ένιωσα ένα περίεργο θάρρος να με ξεχειλίζει και έκανα ότι μου είχαν πει να κάνω
ο Στέλιος, η Δέσποινα και ο Μάρκος. Τον κοίταξα στα μάτια, συγκέντρωσα όλη μου
την καλή ενέργεια σε ένα χαμόγελο που έλιωσε το Χ στο πρόσωπό του και τον
ρώτησα, «Θ-Θα ήθελες, λεω εγω μόνο αν θέλεις, ξέ-ξέρεις δεν σε αναγκάζει
κανείς, αν λέω αν θές να γίνουμε φίλοι;». Περίμενα γέλιο και κοροϊδία, ίσως και
χτύπημα και έσφιξα τα μάτια μου κλειστά, περιμένοντας κάτι κακό, αλλά
αντιθέτως, το αγόρι χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι του μπροστά. «Με λένε Γιάννη,
εσένα;». Άνοιξα αργά τα μάτια μου και κοίταξα το πρόσωπό του. Δεν είχε πλέον Χ.
Αντιθέτως είχε το πιο λαμπρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Δημήτρη,
με λένε Δημήτρη.».
Ο Γιάννης με πήρε από το χέρι να πάμε στην τάξη μας και
ξεκίνησε να μου μιλάει. Εγώ κοίταξα πίσω να δω τον Μάρκο, αλλά δεν ήταν
πουθενά. Από τότε δεν ξαναείδα ούτε τον Στέλιο, ούτε τη Δέσποινα, ούτε τον
Μάρκο, ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Γιατί, πολύ απλά, έκανα φίλους εκείνη την
ημέρα. Πραγματικούς φίλους. Γιατί ο Στέλιος, η Δέσποινα και ο Μάρκος, ήταν
φανταστικοί. Ήμουν εγώ, που για να κοπιάσω με την μοναξιά μου, τους έφτιαξα για
να με βοηθήσουν. Αλλά ακόμη κι όταν μεγάλωσα, ήθελα να τους συναντήσω, για άλλη
μία φορά και να τους ευχαριστήσω, για το καλό που μου κάνανε. Και μία ημέρα, η
ευχή μου πραγματοποιήθηκε.
Γυρνούσα από τη δουλειά, όταν είδα τρία παιδιά να περπατάνε
στο πεζοδρόμιο. Τρία γνώριμα παιδιά. Στην αρχή έτριψα τα μάτια μου να βεβαιωθώ
ότι έβλεπα καλά και αφού βεβαιώθηκα έτρεξα ξοπίσω τους. Αλλά τη στιγμή που
φώναξα τα ονόματά τους και γύρισαν και με είδαν, ξεκίνησαν να τρέχουν. Έτρεξα
όσο πιο γρήγορα μπορούσα και τη στιγμή που σχεδόν τους έπιασα με το δάχτυλό
μου, βρεθήκαμε κάπου αλλού. Ήταν μια θάλασσα. Ένιωσα πολύ μικρότερος. Όταν
κοίταξα την αντανάκλασή μου, ήμουν πάλι παιδί. Και όταν κοίταξα προς τα πάνω
είδα ένα μπαλόνι να πετάει στον ουρανό. Όσο ανέβαινε παρέσερνε μαζί του και μία
ομπρέλα στην οποία βρισκόταν πάνω ένα μωρό και από κάτω είχε πιασμένη μία
σκάλα. Για κάποιον λόγο μέσα μου, ήξερα ότι αυτό το μωρό ήταν εκείνοι. Δεν ξέρω
γιατί, αλλά είχα την ανάγκη να το πιάσω. Πέταξα τον χαρτοφύλακα στο νερό και
πιάστηκα από τη σκάλα. Ξεκίνησα να σκαρφαλώνω και τη στιγμή που σχεδόν
ακούμπησα το παιδί, βρέθηκα να ισορροπώ πάνω σε ένα σχοινί. Στην άκρη του
σχοινιού, ένα πουλί προσπαθούσε να δραπετεύσει και να φύγει, οπότε εγώ ήξερα,
έπρεπε να το πιάσω. Έκανα ένα βήμα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, μέχρι που ήμουν
δίπλα στο πουλί. Πήγα να το πιάσω, ήμουν τόσο κοντά, αλλά ξαφνικά φύσηξε και
γλίστρισα. Έπεφτα. Έπεφτα. Έπεφτα. Ένιωθα τον άνεμο να κοπανάει την πλάτη μου
καθώς έπεφτα και τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να πέσω στο έδαφος, χτύπησα πάνω
σε μία τραμπάλα. Η τραμπάλα ήταν γιγάντια και με σήκωσε πάνω στα σύννεφα. Ένα
γνώριμο παιδί ήταν στην άλλη άκρη, κάτω στο έδαφος. Δεν πρόφτασα να πω
κουβέντα, προτού με χαιρετήσει και η τραμπάλα εξαφανιστεί, αφήνοντάς με πάνω σε
ένα σύννεφο. Κάτω από τα πόδια μου φύτρωσε ένα δέντρο και ξαφνικά βρέθηκα μέσα
σε ένα σπιτάκι. Ένα κορίτσι ήταν μέσα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της,
έπιασε τις άκρες των χιλιών μου με τα μικρά της δάχτυλα και τις σήκωσε ψηλά,
σχηματίζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. «Χαίρομαι που έμαθες να
χαμογελάς!». Και με αυτά τα λόγια έπεσα πάλι από τον ουρανό μόνο για να με
πιάσει πριν χτυπήσω το έδαφος ένα μικρόσωμο αγοράκι με ένα κουτσοδόντικο
χαμόγελο. «Αυτή τη φορά σε έπιασα πριν πέσεις Δημήτρη! Δεν σου είπα να μην
ανεβαίνεις σε ψηλά μέρη;». Εκείνη την ώρα ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν.
Και εκεί, όσο με κρατούσε από το χέρι μην πέσω κάτω φώναξα τόσο δυνατά να με ακούσει
όλη η οικουμένη, «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΟΛΑ!»
Ένιωσα κάποιον να με σκουντάει. Άνοιξα τα μάτια μου. «Ρε
Δημήτρη! Εσύ πρότεινες να βγούμε να πιούμε κανά ποτάκι. Σε πήρε ο ύπνος μωρέ;».
Κοίταξα τον Γιάννη και μετά όλους μου τους φίλους γύρω στο τραπέζι.
«Ευχαριστώ», ψέλλισα. «Τι είπες Δημήτρη; Μέθυσες;», τον κοίταξα και χαμογέλασα
γλυκά, «Ευχαριστώ».
ΙΣΤΟΡΙΑ 4η
ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ!
Όλοι περπατάμε κάτω από τις ίδιες μονότονες ομπρέλες. Ή
μαύρη θα είναι, ή γκρι ή μπλε. Όλες ίδιες. Κάθε μέρα, ο ουρανός θα είναι
συννεφιασμένος, και αν δεις την πόλη από ψηλά, το μόνο που βλέπεις είναι
κινούμενους μαύρους ή γκρι ή μπλε θόλους. Όχι, ψέματα. Δεν είναι η μέρα
συννεφιασμένη, η ομπρέλα είναι. Όλοι περπατάμε κρατώντας μια ομπρέλα,
κοιτάζοντας το πάτωμα. Μπορεί έξω να έχει ήλιο, κανείς δεν ξέρει. Ό,τι ξέρει
είναι ο κόσμος κάτω από την ομπρέλα. Κάτω από την ομπρέλα θα βρέχει και θα έχει
σύννεφα. Μπορεί να περπατάω σε ανθισμένο λιβάδι; Δεν θα το ξέρω. Γιατί κάθε μου
βήμα κάτω από την ομπρέλα είναι γκρι και μονότονο και χαλάει όλες τις ομορφιές.
Όταν εγώ θα περπατάω στο λιβάδι, τα λουλούδια θα μαραζώνουν κάτω από τα πόδια
μου.
Όλοι είμαστε ίδιοι. Όλοι είμαστε διαφορετικοί. Σαν τα
πρόβατα ένα πράγμα. Υπάρχουν και άσπρα και μαύρα πρόβατα, είναι διαφορετικά,
αλλά αν ένα πέσει στο γκρεμό, όλα θα ακολουθήσουν. Αν πας να τα σφάξεις, κανένα
δεν θα αντιδράσει. Είμαστε πρόβατα. Μας έδωσαν την κατάθλιψη προσωποποιημένα να
κουβαλάμε κάθε μέρα. Να έχουμε έναν συγκεκριμένο χώρο. Ένα συγκεκριμένο
συναίσθημα. Να κάνουμε συγκεκριμένα πράγματα. Όλοι τα ίδια. Όλοι πρόβατα προς
τη σφαγή. Κανείς δεν αντιδρά. Ακολουθεί βουβά τον αρχηγό.
Αλλά μία ημέρα, την ομπρέλα μου την πήρε ο αέρας, και
ξανοίχτηκε ένας τελείως διαφορετικός κόσμος μπροστά μου. Ξαφνικά είδα απέραντα
λιβάδια δίχως όρια, και πολύχρωμο ουρανό. Όχι μαύρο. Όχι μπλε. Όχι γκρι.
Πολύχρωμο. Πανέμορφο. Μοναδικό. Ξάφνου, ένιωσα σαν να έβγαλα φτερά στην πλάτη
μου. Όχι πρόβατο. Πουλί. Ελεύθερο. Ένιωσα, ελεύθερη. Πέταξα κάτω την ομπρέλα
και την έσπασα στα δύο. Ξάφνου, ένιωθα λες και πήδαγα πάνω από τις ομπρέλες.
Γιατί; Γιατί ήμουν ελεύθερη από την εθελοντική φυλακή. Δεν το πίστευα ότι τόσο
καιρό, δεν είχα ανακαλύψει αυτό το μέρος. Όμορφο δεν ήταν αρκετή λέξη για να το
περιγράψει. Δεν υπήρχαν ομπρέλες. Μονάχα εγώ και η φύση.
Ο ήλιος έδυε. Καθόμουν στην άκρη ενός γκρεμού και
παρακολουθούσα τα πουλιά που πέταγαν στον ουρανό. Για λίγο έκλεισα τα μάτια
μου. Ένιωσα το κρύο χώμα κάτω από τα χέρια μου, το τίποτα, το κενό κάτω από τα
πόδια μου και τα χρώματα πίσω από τα μάτια μου. Τι όμορφο που είναι να είσαι
πουλί αντί για πρόβατο.
Άνοιξα τα μάτια μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα, πήρα την ομπρέλα μου
και βγήκα έξω. Είναι καταπληκτικό να είσαι πουλί, αλλά δυστυχώς, ένα πρόβατο,
γεννήθηκε πρόβατο, και θα πεθάνει πρόβατο.