Άλλη μια πολύ όμορφη και συγκινητική ιστορία από το εργαστήρι μας για τον Αντώνη Σαμαράκη που πραγματοποιείται στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου...
Νομίζω από κάπου ψηλά θα χαμογελά με εκείνο τον ζεστό του τρόπο ο μεγάλος μας συγγραφέας...
Τα παιδιά που τόσο αγάπησε συνεχίζουν το έργο του...
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΟ ΠΕΥΚΟ ΤΟΥ
ΑΝΤΩΝΗ
του Νίκου Μικελάκη
Είχε βραδιάσει από ώρα. Απέφευγε να κοιτάξει το ρολόι του,
γιατί θα μεγάλωνε την ανυπομονησία του να γυρίσει σπίτι. Είχε να δει τα παιδιά
του δύο μέρες. Λόγω των γιορτών και των ειδικών συνθηκών με τις άδειες οι
βάρδιες του είχαν αλλάξει. «Δεν βαριέσαι, βάρδια είναι θα περάσει. Να έχουμε
την υγεία μας και σε τρεις μέρες Χριστούγεννα», έλεγε από μέσα του. Δεν
μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το χαμόγελο του κυρίου Λευτέρη, του οδηγού τους. Ανήμερα της γιορτής
του κερνούσε μπύρες χαρούμενος που θα ήταν οι τελευταίες γιορτές στη δουλειά.
Θα έβγαινε σε σύνταξη από τη νέα χρονιά. Την επομένη μέρα ένιωσε αδιαθεσία και
το βράδυ άρχισε ο υψηλός πυρετός. Μέσα
σε δύο μέρες χρειάστηκε να διασωληνωθεί. «Ο Θεός να τον κάνει καλά». Είχαν περάσει τόσα μαζί στις βάρδιες. Έκανε το
τεστ και ευτυχώς ο ίδιος βγήκε αρνητικός.
Μια ζωή φορούσε τη μάσκα και οι άλλοι τον κοίταζαν με λύπηση
κάποιες φορές για τη δουλειά του. «Σκουπιδιάρης, κακομοίρης», θα σκέφτονταν.
Τώρα τους έβλεπε όλους κρυμμένους πίσω από τις μάσκες και τα θλιμμένα βλέμματα
και λυπόταν και αυτός. Κοίταξε τον ουρανό, σαν να ήθελε να του πει πότε θα
τελειώσει η βάρδια. Σήμερα ήταν πιο φωτεινός, όμως δεν είχε πανσέληνο. Το
φεγγάρι σαν να είχε κρυφτεί, δεν φαινόταν πουθενά. Μια κουρτίνα ομίχλης το είχε
κρύψει μαζί με τα αστέρια. Και όμως μέσα
από αυτή την κουρτίνα φεγγοβολούσε ένα ζεστό φως.
Το απορριμματοφόρο σταμάτησε. Κατέβηκε, έσυρε τον κάδο της
ανακύκλωσης και τον στερέωσε ώστε να αναποδογυρίσει. Μάζεψε μερικές χαρτόκουτες
που είχαν περισσέψει και τις πέταξε μέσα. Ανέβηκε το σκαλοπάτι, κρατήθηκε από
τη λαβή και φώναξε δυνατά. «Πάμε!» Μετρούσε την ώρα με τα οικοδομικά τετράγωνα.
Ήξερε ότι το δρομολόγιο, είχε μετρήσει τους κάδους εκατοντάδες φορές αφ’ ότου
έπιασε αυτή τη δουλειά. Σε δέκα οικοδομικά τετράγωνα θα είχαν τελειώσει. Ο
οδηγός βιαστικός έστριψε για τη μεγάλη φωταγωγημένη λεωφόρο Μεταμορφώσεως. Ο στολισμός ελάχιστος αυτή τη χρονιά. Κάποια
λαμπάκια είχαν σβήσει, σαν να είχαν αποφασίσει να μην γιορτάσουν φέτος με
τόσους θανάτους. Με ένα σάλτο κατέβηκε ξανά. Κάποιος είχε ανεβάσει τον κάδο στο
πεζοδρόμιο. «Συνηθισμένα πράγματα», σκέφτηκε. «Αν είναι να παρκάρεις, κάνεις
και τον σκουπιδιάρη».
Καθώς έσερνε τον κάδο μια πνιγηρή φωνή ακούστηκε από τη νησίδα.
Γύρισε και κοίταξε ανάμεσα στα χόρτα. Ένα σκυλάκι γρύλιζε κοιτάζοντας τον με τα
μεγάλα του μαύρα μάτια. «Μισό Αργύρη….» Έκανε δύο βήματα και είδε δίπλα στο
σκυλί ένα ανθρώπινο χέρι τυλιγμένο στον σώμα του. Ξαπλωμένος, σχεδόν
κοιμισμένος, ένα ρακοσυλλέκτης, τυλιγμένος μέσα σε μια κουβέρτα. Κοντοστάθηκε,
τον κοίταξε στα πυκνά γένια του να δει αν είναι ζωντανός. Ανέπνεε βαριά… «Δόξα
τω Θεώ». Κοιμόταν βαριά, ούτε τον κατάλαβε. Γύρισε προς τον σκύλο και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ένιωσε
ένα ρίγος σαν να κοίταζε άνθρωπο. Όλη η πείνα, η θλίψη , η μοναξιά του κόσμου
είχαν κρυφτεί στο σκοτάδι των ματιών του.
Με γρήγορες κινήσεις βάζει τον κάδο στη θέση του για να
αδειάσει και κατευθύνεται στον οδηγό.
«Μου πιάνεις αυτή την κούτα με τους κουραμπιέδες και τα
μελομακάρουνα που μας έδωσαν;»
«Γιατί, τι την θες;»
«Κοίτα και μόνος σου;»
«Το σκυλί;»
«Να ήταν μόνο ένα; Σκυλί έγινε και ο άνθρωπος.»
Από τη θέση του οδηγού κοίταξε τον Σωτήρη και μετά τη νησίδα
με το πεύκο και τα ξερόχορτα. Ένας
αδύνατος γεράκος με άσπρα μούσια, τυλιγμένος με μια σκουρόχρωμη φθαρμένη κουβέρτα
είχε σχεδόν θαφτεί στο σκοτάδι. Αυτός ο γεράκος θα μπορούσε να ήταν ο πατέρας
του, ο παππούς του, ο θείος του. Δίπλα
του ο Άγγελος, ο οποίος είχε αποκοιμηθεί, ξύπνησε.
«Τι συμβαίνει;»
« Ο Σωτήρης βρήκε έναν
άστεγο με ένα σκυλί ανάμεσα στα χορτάρια.»
«Ο Θεέ μου, μην έγινε τίποτα κακό;»
«Κοιμάσαι και εφιάλτες ονειρεύεσαι! Τι μας πέρασες; Δεν
ξέρουμε τη δουλειά μας.»
«Δεν είπα αυτό…Κάποτε ξέρετε… Άφησέ το χρονιάρα μέρα που είναι
να μην θυμάμαι το θυμάμαι…»
«Σωτήρη, αργούμε όμως… Δεν μου λες ρεβεγιόν θα κάνει ο
άνθρωπος με κουραμπιέδες. Για έλα εδώ…!»
Έσυρε κάτω από το κάθισμα ένα ψητό κοτόπουλο που είχε αγοράσει
για τον εαυτό του. «Δεν βαριέσαι… Μια νύχτα είναι θα περάσει… Ας γιορτάσει άλλος
σήμερα. Σίγουρα θα χαρεί περισσότερο.»
«Σωτήρη, άφησε και αυτό..»
«Μα αυτό είναι το βραδινό σου …»
«Άφησέ το και πάμε… Κάτι θα βρω να πάρω παρακάτω…Η καντίνα
είναι ανοιχτή!»
Ο κύριος Άγγελος κατεβαίνει από το απορριμματοφόρο και
πλησιάζει τον Σωτήρη. Βγάζει από την τσέπη του ένα πενηντάρικο και του το
δίνει.
«Άφησε του και αυτό. Δεν θα αντέξω τη γκρίνια της γυναίκας μου
αν μάθει ότι….».Ένας λυγμός έπνιξε τη φωνή του αλλά προσπάθησε μάταια να τον
κρύψει.
«Κύριε Άγγελε είσαι το αφεντικό μας …Βλέπεις τα λεφτά δεν
κρύβονται.» τον πείραξε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει, αλλά αυτός που δίνει. Αφεντικό,
μα που το θυμήθηκες. Έτσι με έλεγε ο Λευτεράκος μου …γιατί ήμουν ένα μήνα
παλαιότερός του… Ο Θεός να τον κάνει
καλά!»
Ο καθένας γύρισε στη θέση του και ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα
μέχρι την επόμενη στάση. Κοίταξε ξανά τον ουρανό. Ήταν ακόμα πιο φωτεινός. Ένα
αστέρι λαμπύριζε σαν τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το φως του
λευκό, ζεστό, δυνατό, απλώνονταν στον μαύρο ορίζοντα. Τότε θυμήθηκε. Το άκουσε
στις ειδήσεις ότι σήμερα το αστέρι τη Βηθλεέμ θα γυρίσει στη γη. Σύνοδος Δία
και Κρόνου το ονόμασαν οι επιστήμονες.
«Μακάρι το αστέρι αυτό να ξαναφέρει την ελπίδα για όλους μας .»,
μονολόγησε.
«Είδες την επιγραφή δίπλα στον γεράκο;»
«Όχι γιατί;»
«Έγραφε το όνομά του. Το πεύκο του Αντώνη.»
«Σιγά μην είδες και το
θυροτηλέφωνο! Τελοσπάντων, δεν το είδα
γιατί κοίταζα το αστέρι της Βηθλεέμ !»
«Κοιτάχτηκαν και έβαλαν τα γέλια…»
Και όμως ήταν εκεί πάνω και φώτιζε τα χαρούμενα πρόσωπά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου