Οι μαθητές και οι μαθήτριες στο εργαστήρι για τον Αντώνη Σαμαράκης με εκπλήσσουν σε καθημερίνη βάση.
Γιατί;
Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί, χωρίς άλλα δικά μου σχόλια:
ΤΑ ΛΑΘΗ
Βασισμένο σε
αληθινές ιστορίες
του Νίκου Μικελάκη
«Ο Δαίδαλος κατευθύνθηκε με τον Ίκαρο στα
σκοτεινά δωμάτια του Λαβυρίνθου, εκεί όπου κανένας δεν θα μπορούσε να
ανακαλύψει το κρυφό μυστικό τους.
-Αυτά είναι τα
φτερά σου. Σήμερα τα τελείωσα. Φτιαγμένα από λεπτά κλαριά λυγαριάς, πανί και
φτερά πουλιών.
Τα μάτια του
νεαρού Ίκαρου έλαμψαν.
-Θέλω να με
ακούσεις προσεκτικά, μην κάνεις κανένα ΛΑΘΟΣ. Τα φτερά είναι κολλημένα με κερί.
Δεν πρέπει να πετάς πάνω από τη θάλασσα, γιατί το νερό θα τα βρέξει, θα βαρύνουν
και θα βρεθείς να παλεύεις με τα πελώρια κύματα. Ούτε όμως και πολύ ψηλά, γιατί
όσο πλησιάζεις στον ήλιο τόσο κινδυνεύεις να λιώσει το κερί και να πέσεις σαν μια λευκή κορδέλα που την
πήρε ο άνεμος και την βύθισε στα καταγάλανα νερά.
-Νόμιζα ότι θα
μού λεγες ότι τα φτερά θα πάρουν φωτιά από τις πύρινες ακτίνες του ήλιου και
σαν φλεγόμενο πουλί θα έπεφτα σαν κεραυνός πάνω από το παλάτι του Μίνωα και θα
το έκαιγα.
-Ακόμα δεν τα
έχω τελειοποιήσει τόσο, ώστε να μπορούν να μας φτάσουν τόσο ψηλά!
-Δεν είναι τα
φτερά που σε κάνουν να πετάς ψηλά, μα η προσπάθεια, η τεχνική, το θάρρος να
ξεπεράσεις τον φόβο σου για να βρεις την ελευθερία.
-Θέλει τόλμη,
μα και αρετή η ελευθερία. Το πέταγμα δεν είναι παιχνίδι. Ο άνθρωπος δεν είναι
πουλί για να πετά. Έχει μυαλό και οφείλει να κάνει το σωστό προς όφελός του.
-Σωστό είναι
αυτό που κάνουμε εμείς τώρα. Προσπαθούμε να ξεφύγουμε από την τυραννία του
Μίνωα, από τον βέβαιο θάνατο. Γιατί και τη σκλαβιά, θάνατο εγώ την λογαριάζω.
-Έχεις δίκαιο.
Αν δεν πεθάνουμε σκλάβοι, τέλος θα βρούμε κάποια μέρα στα αιματοβαμμένα χέρια
του Μινώταυρου.
-Καλύτερα να
πεθάνω ελεύθερος, από το να με σφάξει σαν αρνί στο βωμό του θεϊκού βασιλιά του.
-Δεν αποζητάμε
τον θάνατο εμείς, μα την ελευθερία.
-Για μια
τέτοια ζωή σαν τη δική μας και ο θάνατος ελευθερία είναι από τα τόσα δεινά.
-Είσαι νέος,
σκέφτεσαι με την καρδιά και όχι με το μυαλό. Έτσι πρέπει. Όμως τώρα μιλάμε για
κάτι άλλο. Θέλω να μην ξεχάσεις τις συμβουλές που σου είπα, και να με
ακολουθείς όταν οργώνουμε με τα ολόλευκα φτερά μας τον ορίζοντα.
-Στο υπόσχομαι
πατέρα. Πώς είναι άραγε να πετάς σαν πουλί;
-Ούτε εγώ το
έχω ξανακάνει. Αύριο θα το δοκιμάσουμε μαζί. Ελπίζω μόνο να λειτουργήσουν τα
φτερά, όπως υπολογίζω.
-Αυτό είναι το
μόνο σίγουρο. Ακόμα και οι θεοί ξεγελάστηκαν με τις εφευρέσεις σου. Για θυμήσου
τον Ηρακλή που πάλεψε με το άγαλμα σου, νομίζοντας ότι είναι αληθινό, ή τον
Ποσειδώνα με την ξύλινη αγελάδα! Έτσι
και τον Αίολο θα ξεγελάσεις και θα φύγουμε από εδώ για ένα καλύτερο μέλλον!»
Τα μάτια του
νεαρού Γιαγκουίν έκλειναν για να συνεχίσει το παραμύθι. Μολονότι ήξερε τον
μύθο, του άρεσε να τον διαβάζει ξανά και ξανά. Το είχε μάθει σχεδόν απ’ έξω.
Έκλεισε το φως και αποκοιμήθηκε ψελλίζοντας τα λόγια του νεαρού Ίκαρου: «Πατέρα μου, δεν θα στο πω, γιατί ίσως δεν με
καταλάβεις, όμως εγώ ήδη φλέγομαι από τις σκέψεις μου, και όχι από τις ακτίνες
του ήλιου. Είμαι νέος και δεν με χωράει πια αυτός ο τόπος. Τι και αν ο
λαβύρινθος, δημιούργημα δικό σου, είναι το πιο λαμπρό κτίσμα στον κόσμο. Για
μας δεν είναι το σπιτικό μα η φυλακή μας. Βλέπω το μέλλον μου σε αυτούς τους
μαύρους τοίχους και ξέρω ότι μόνο δεινά με περιμένουν. Θάνατοι, αρρώστιες,
απώλειες. Είμαι δυνατός για να δώσω τέρμα στη ζωή μου, αλλά ακόμα δυνατότερος
για να πετάξω σαν αετός και να ζήσω ελεύθερος. Και αν είναι να καώ από τις ακτίνες
του ήλιου, θα έχω επιλέξει εγώ ελεύθερος που θα πεθάνω. ΛΑΘΟΣ θα ήταν να
παραμείνω φυλακισμένος».
Ίσως δεν είχε
κατάφερε να ολοκληρώσει τον μονόλογο, όταν τον πήρε ο ύπνος. Ξημέρωσε και οι
λαμπερές ακτίνες του ήλιου ζέσταιναν τα βαριά του βλέφαρά. Είχε ξημερώσει η μέρα της δικής τους
ελευθερίας, όπως για τον Ίκαρο και τον Δαίδαλο. Άνοιξε τα μάτια και με την άκρη
του βλέμματος του χάιδεψε τα απαλά φτερά τους
στο παραμύθι πλάι στο προσκεφάλι του. Είχε ακόμη δύο ώρες να
προετοιμάσει όσα χρειάζονταν και μετά να περάσει να πάρει τον Φοντέ από το σπίτι του για το μεγάλο ταξίδι.
Άνοιξε το παραθυρόφυλλο για να λουστεί από τη λάμψη του, αποφεύγοντας να
κοιτάξει έξω. Λασπόνερα, παράγκες, σπασμένα παιχνίδια, λόφοι από σκουπίδια. Και
ανάμεσά τους άνθρωποι σκιές, μεταξύ ζωής και θανάτου.
Έκλεισε τα
μάτια μέχρι να νιώσει τα βλέφαρά του να καίγονται, και στη συνέχεια άνοιξε το παραμύθι στην
επόμενη σελίδα. «Μια θεαματική πτήση».
«Τι περίεργο;»
σκέφτηκε. «Ένα φωνήεν χωρίζει την πτήση από την πτώση….» Όσο διάβαζε την
ιστορία το πρόσωπό του έλαμπε ακόμα περισσότερο. «Ο Ίκαρος με τον άνεμο μέσα
του ορθώθηκε στην άκρη του βράχου, χωρίς να φοβάται ούτε τα άγρια κύματα που
λυσσομάναγαν να τον κατασπαράξουν, ούτε τον άγνωστο κίνδυνο του γαλάζιου
ορίζοντα. Έκλεισε τα μάτια και μετρούσε τον άνεμο που έπαιρνε τα μακριά ξανθά
του μαλλιά. Όταν ήρθε η ώρα άνοιξε τα δυό του χέρια και ένιωσε στα φτερά του τη
δύναμη του ανέμου. Έστριψε, όπως του
είχε πει ο πατέρας του, και με ένα άλμα, δυνατό σαν του Πήγασου, αφέθηκε στη
δίνη του. Ένιωθε τον άνεμο να αναπνέει μέσα του, να του φουσκώνει την καρδιά,
να τον γεμίζει τόλμη για το μακρινό του ταξίδι. Φυσούσε ο άνεμος και σάρωνε τα
φύλλα των δέντρων, που και αυτά με τη σειρά τους φτεροκοπούσαν για λίγο, πριν
πέσουν στην ξερή γη. Λυσσομανούσε και φούσκωνε η θάλασσα, τα κύματα ορθώνονταν
ψηλά, έβρεχαν τους γλάρους που πετούσαν, και έσβηναν για να φουντώσουν ξανά. Ένα
μικρό γλαροπούλι, δεν είχε προλάβει να τσιμπίσει την τροφή του και χάθηκε στους
αφρούς για να το βρει. Ο Ίκαρος έστρεψε το βλέμμα του από τη γη. «Σε τούτον τον
τόπο φυτρώνει μόνο δυστυχία, πόνος και θάνατος. Εγώ πια δεν ανήκω εδώ. Είμαι
ήδη αλλού. Πετάω προς την ελευθερία, προς μια καινούργια ζωή».
Έκλεισε το
παραμύθι και το έβαλε στην τσάντα του. Έβγαλε τα σχολικά του τετράδια και έριξε
βιαστικά μερικές αγαπημένες του οικογενειακές και σχολικές φωτογραφίες, το
πιστοποιητικό γέννησης, τη σχολική του ταυτότητα και μια αλλαξιά ρούχα. «Σήμερα
δεν έχει σχολείο, αλλά εκδρομή...» Κοίταξε τον ουρανό από το παράθυρό του και
με τα ματιά της ψυχής του είδε σ’ ένα πουλί που πετούσε εκεί ψηλά τον Ίκαρο να τον χαιρετά. Μετά από μερικές ώρες
θα ακολουθούσε το ίδιο ταξίδι. Άνοιξε ένα τετράδιο, έσκισε μια κόλλα χαρτί και
άρχισε να γράφει…. «28 Ιουλίου 1999,
Κόνακρι Γουινέα….»
«Θα
προχωρήσουμε στην επόμενη τραγική είδηση από το εξωτερικό δελτίο. Ο συνάδελφος
στην αίθουσα σύνταξης θα μας ενημερώσει».
«Καλησπέρα από
το Διεθνές Αεροδρόμιο των Βρυξελλών. Συγκλονισμένη η κοινή γνώμη σε ολόκληρη
την Ευρώπη από το θέαμα που αντίκρισαν
οι ελεγκτές του αεροδρομίου σε έναν τυπικό έλεγχο στον θάλαμο αποσκευών ενός
αεροσκάφους της εταιρείας Sabena (πτήση 520 από Κόνακρι για Βρυξέλλες). Ανάμεσα στις
αποσκευές βρέθηκαν τα πτώμα δύο δεκαπεντάχρονων από την Γουινέα, οι οποίοι
λαθραία επιχείρησαν να έρθουν στην Ευρώπη. Έκαναν το ΛΑΘΟΣ να μπουν στον θάλαμο
αποσκευών και βρήκαν τραγικό θάνατο. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί πάγωσαν
κυριολεκτικά στις υψηλά χαμηλές θερμοκρασίες που φθάνουν τους μείον 450 Κελσίου. Στην τσάντα του ενός, ονόματι
Γιαγκουίν, μαζί με τις ταυτότητες και άλλα προσωπικά του αντικείμενα, βρέθηκε
μια επιστολή μέσα σ’ ένα βιβλίο. Η επιστολή δεν απευθύνεται σε κάποιον συγγενή
ή φιλικό πρόσωπο, αλλά στους αξιωματούχους και τους κυβερνήτες των κρατών της
Ευρώπης. Τα λόγια του άτυχου Αφρικανού
συγκλονίζουν.
Γράφει : «Αξιότιμα μέλη και αξιωματούχοι
της Ευρώπης. Έχουμε την τιμή και τη μεγάλη εμπιστοσύνη να απευθύνουμε σε εσάς
την επιστολή μας αυτή για να σας μιλήσουμε για τον στόχο του ταξιδιού μας και
για τα δεινά των παιδιών και των εφήβων της Αφρικής…Βοηθήστε μας, υποφέρουμε
πολύ στην Αφρική, έχουμε προβλήματα… πόλεμο ασθένειες, υποσιτισμό… και κάποιες
ελλείψεις σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού… Δεν έχουμε σχολεία…. οι γονείς
μας είναι φτωχοί….» Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει, και
αυτό είναι το πιο σπαρακτικό. «Σας παρακαλούμε, για την αγάπη της ηπείρου σας, για το
συναίσθημα που έχετε απέναντι στους ανθρώπους σας και ειδικά για τη συγγένεια
και την αγάπη που έχετε για τα παιδιά σας που αγαπάτε για μια ζωή, βοηθήστε τα παιδιά της Αφρικής».
«Πράγματι, η επιστολή αυτή είναι μια γροθιά στο στομάχι για
όλους μας. Ας ευχηθούμε να μην υπάρξουν άλλα νεαρά θύματα και η επιθυμία τους να ακουστεί εκεί που πρέπει…»
Είκοσι χρόνια μετά, 11 Ιανουαρίου 2020
«Άλλο ένα θύμα έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο
ανήλικων από την Αφρική, οι οποίοι
ζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη, επιβιβάζονται στις μηχανές και στους
θαλάμους αποσκευών αεροπλάνων, για να βρουν τραγικό θάνατο. Το όνομα του άτυχου
Αφρικανού Ίκαρου, όπως τον αποκαλούν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, είναι ο Λορέντ
Μπαρθολομέι, ηλικίας 15 ετών. Άριστος μαθητής, με διακρίσεις στα μαθηματικά, ήθελε να γίνει
ποδοσφαιριστής. Κυνήγησε τη μοναδική δυνατότητα που θα του έδινε την ευτυχία,
να φύγει μακριά…».
«Μπαμπά τι βλέπεις,
πάλι ειδήσεις; Νυστάζω! Πάμε να μου διαβάσεις ένα παραμύθι για να κοιμηθώ!»
«Ποιό θέλεις να
διαβάσουμε σήμερα αγάπη μου;»
«Αυτό με το
αγόρι που του έμαθε ο μπαμπάς του να πετά σαν πουλί…»
«Πάμε να
πλύνουμε τα δοντάκια και να το
διαβάσουμε..»
«Και εγώ θέλω
να μάθω να πετάω σαν πουλί. Όταν μεγαλώσω θα γίνω πιλότος….»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου