Συνεχίζονται οι ευχάριστες και συγκινητικές εκπλήξεις στο εργαστήρι για τον Αντώνη Σαμαράκη που πραγματοποιείται στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου.
Διαβάστε με προσοχή το διήγημα που ακολουθεί, εμπνευσμένο από το "Διαβατήριο" του Αντώνη Σαμαράκη...
Νομίζω είναι απολύτως μέσα στο πνεύμα του μεγάλου μας συγγραφέα.
Μακάρι να ήταν μαζί μας να το διαβάσει, όπως και όλες τις ιστορίες που έχουν γράψει και ζωγραφίσει τα παιδιά...
ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Κουλουβαριάστηκε στην κουβέρτα και έκλεισε τα μάτια μήπως
μπορέσει να κοιμηθεί έστω για λίγο. Είχε
ξημερώσει. Ένας φωτεινός ήλιος ξεπρόβαλε δειλά δειλά για να τον ζεστάνει. Όλο
το βράδυ έβρεχε και οι στάλες της βροχής σαν σφαίρες χτυπούσαν το πανί της
σκηνής. Δεν φοβόταν μη βραχεί. Τον ήχο της σφαίρας που του θύμιζε η βροχή ήταν
που δεν άντεχε. Τους βομβαρδισμούς στο
χωριό του, τα ουρλιαχτά των ακρωτηριασμένων, τους θρήνους των γυναικών. Ακούγονταν
οι πρώτες φωνές από τον καταυλισμό. Άλλοι άπλωναν τα βρεγμένα σκεπάσματά τους,
άλλοι κατηφόριζαν στην ουρά για να πάρουν θέση για το πρωϊνό. Το μωρό από τη
διπλανή σκηνή έκλαιγε, γιατί η μάνα του δεν είχε γάλα να το θηλάσει… Έμεινε για
λίγο κάτω από τα σκεπάσματα να βάλει το μυαλό του σε τάξη.
«Ήταν καλοκαίρι όταν έκαναν τα χαρτιά και χειμώνιασε. Τόσους
μήνες και κανένα νέο. Ας μην λέω ψέματα. Το καλύτερο ήρθε πριν δύο μήνες, όταν επιβεβαιώθηκε
ότι η μάνα με τον μικρότερό αδερφό μου είναι καλά και έχουν διαφύγει στη
Γερμανία. Εκείνοι τα κατάφεραν. Εγώ με τον θείο μου, τον συγχωρεμένο, ήμασταν
άτυχοι. Πριν περάσουμε τα σύνορα μας εντόπισαν οι ελληνικές αρχές. Ο οδηγός
προσπαθώντας να ξεφύγει έχασε τον έλεγχο της κλούβας σε μια στροφή και
αναποδογύρισε στο χαντάκι. Τρεις
σκοτώθηκαν, ένας από αυτούς και ο θείος μου ο Ομάρ. Άλλαξε ο χρόνος και ακόμα
παλεύω με τον εαυτό μου, τους φόβους μου, τη γραφειοκρατία.
Είχε δίκιο η μάνα μου όταν μου έλεγε ότι η γνώση μετακινεί
βουνά. «Μην μείνεις αμόρφωτος σαν εμένα
και τον πατέρα σου. Αν θες να κυνηγήσεις το μέλλον σου ρούφηξε σαν σφουγγάρι
όση σοφία σου δίνεται». Αυτήν σκεφτόμουν όταν ξεκίνησα στο σχολείο του
καταυλισμού να μαθαίνω τα ελληνικά. Δεν θα τα κατάφερνα αν δεν ήξερα αγγλικά.
Έχουν περάσει έξι μήνες και μπορώ να τους καταλαβαίνω. Μαθαίνω πιο γρήγορα από
τους άλλους, συνεννοούμαι μαζί τους στα βασικά. Αν δεν είχα αυτά τα
πλεονεκτήματα δεν θα με έκαναν διερμηνέα για όσους έρχονται, ακόμα και μέσα στο
καταχείμωνο. Το ένα φερε το άλλο, γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους, ιατρούς,
εθελοντές, και τον κύριο Κώστα.
«Πρόσφυγας είμαι και εγώ», μου είπε όταν τον πρωτοσυνάντησα. «Ήμουν μηνών όταν με έφερε η μάνα μου στο
νησί. Όμως εδώ ρίζωσα, πρόκοψα. Έχασα τη μάνα μου μικρότερος από σένα. Με
μεγάλωσαν οι γείτονες και η εκκλησία. Ό,τι έλαβα πρέπει να το επιστρέψω» .
Του μίλησα για την οικογένειά μου που είναι μακριά, τον θείο μου που σκοτώθηκε
και τον πατέρα μου που τον εκτέλεσαν στην πατρίδα μπροστά στα μάτια μου…. Δεν
μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να
χωρίζεται μια οικογένεια. Πόσο μάλλον με τέτοιο τρόπο. Κώστα να μην με λένε»,
του είχε πει τις προάλλες «αν δεν τα καταφέρω να σας φέρω κοντά….Ένα παλιόχαρτο
είναι…Θα το πάρεις ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα. » Δεν πίστευα τα λόγια του,
γιατί πολλοί περίμεναν χρόνια για να πάρουν το πολυπόθητο διαβατήριο… Όμως τα
μάτια του δεν μπορούσα να μην τα πιστέψω.
Σηκώθηκε και βγήκε έξω από τη σκηνή. Ο καταυλισμός είχε
ξυπνήσει. Ο ήλιος όλο σηκώνονταν πιο ψηλά. Τίποτα δεν θύμιζε το χθεσινό βράδυ.
Τα παπούτσια του νωπά από τη βροχή. Τα έβαλε και προχώρησε προς το ιατρείο.
Ένιωθε ζεστός, ίσως να είχε πυρετό. Μπαίνοντας στον χώρο υποδοχής η κυρία Μαρία
τον χαιρέτησε κλείνοντάς του το μάτι. Εξέταζε ένα μικρό κοριτσάκι. Γαντζωμένο
στη μαμά του δεν την άφηνε να φύγει. Αναπόλησε τη δική του, το αδερφάκι τους…
«Ας είναι καλά….μόνο» σκέφτηκε. Κάθισε σ’΄ένα παγκάκι περιμένοντας τη σειρά
του. Κάθισε ώρα μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Ένα χέρι τον αγκάλιασε και τον
έβγαλε από τον λήθαργο. Δεν άνοιξε τα μάτια του για να μην χάσει το όνειρο.
Ήταν στο χωράφι δίπλα στο σπίτι τους. Είχαν τελειώσει τις δουλειές και ο
πατέρας του τον αγκάλιασε για να επιστρέψουν σπίτι. Κοίταξαν τον ουρανό. Ήταν
καθαρός. Τα σιδερένια πουλιά δεν επέστρεψαν να φάνε ανθρώπινα ψίχουλα.
«Μα εσύ είσαι ζεστός….Κρύωσες μάλλον.»
«Καλημέρα κ. Κώστα….»
«Πούντιασες χθες μου φαίνεται….Σε τέτοια κατάσταση που να
ταξιδέψεις..»
«Να πάω που; Δεν θέλω να φύγω από δω! Δεν θέλω να με στείλουν
σε άλλο νησί, σε άλλο καταυλισμό….»
«Γιατί θα τους άφηνα εγώ νομίζεις; Για κανέναν λόγο δεν θα
χάναμε τον διερμηνέα μας.»
«Εντάξει, ευχαριστώ!»Εδώ είναι σαν το σπίτι σου»
«Μεγάλη κουβέντα είπες…. Μα την δέχομαι… Το σπίτι μου είναι
ανοιχτό πάντα για σένα. Το ξέρεις… Όμως …»
«Όμως τι; »
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού και έβγαλε ένα μικρό
κόκκινο βιβλιαράκι….
«Ξέρεις περάσαμε μεγάλη φτώχια σαν ήρθαμε σαν κι εσένα εδώ.
Όμως ψέμα ποτέ δεν μου είπε η μάνα μου. «Μην τάξεις σε άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι»
μου έλεγε. «Τι σου χα πει…..; Εμένα Κώστα να μην με λένε!»
«Τι κουλούρι δεν καταλαβαίνω; Τι είναι αυτό;»
«Το διαβατήριό σου. Τα υπόλοιπα γι α το ταξίδι σου θα τα
αναλάβω εγώ…..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου