"Το μυστικό του δάσους" είναι ένα παραμύθι που γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από τα παιδιά στο Εργαστήριο της "Παραμυθοκουζίνας" στο 1ο Δημοτικό του Παπάγου
Οι συγγραφείς- εικονογράφοι είναι:
Άγγελος Διαμαντόπουλος
Βασίλης Διαμαντόπουλος
Δέσποινα Κάντζαρη
Μυρτώ Μαθιουδάκη
To μυστικό του δάσους
-Απαγορεύεται να πηγαίνεις σε εκείνο το δάσος! Είναι στοιχειωμένο!
Έλεγε επανειλημμένα ο πατέρας της Άννας. Και αυτό δεν απείχε απ’ την
πραγματικότητα…
Ένα παιδί που ζούσε κοντά στο δάσος πριν από
πολλά χρόνια, ο Άγγελος, ήταν άτακτος και δεν υπάκουγε σε εντολές. Κάθε
απόγευμα σύχναζε εκεί και πετούσε πέτρες. Μία φορά όμως, δύο πέτρες πετάχτηκαν
στο τζάμι του σκοτεινού και μυστηριώδους κτιρίου όπου ζούσε η μάγισσα Τσίλι,
σπάζοντάς το. Εκείνη εμφανίστηκε αστραπιαία μπροστά του.
Ήταν τόσο εξοργισμένη
που τα μάτια της έβγαζαν σπίθες! Τον καταράστηκε να γίνει πεύκο. Και από τότε
κανείς δεν ξανάκουσε για αυτόν. Μόνο που όταν σουρούπωνε για τα καλά και οι
κάτοικοι της πόλης μαζεύονταν στα σπίτια τους, τα μάγια λύνονταν και το πεύκο
γινόταν άνθρωπος.
Χρόνια αργότερα, η Άννα μεγάλωσε.
Παντρεύτηκε τον Μπασάλα τον Β΄, τον πασίγνωστο βασιλιά της Μπαρμπουνίας και
έγινε βασίλισσα. Αλλά ακόμα στροβίλιζε
στο μυαλό της η περιέργεια. Τι υπήρχε
πραγματικά σ ’αυτό το δάσος; Για
αυτό, κάθε απόγευμα κάτι την τραβούσε εκεί. Έστω και διστακτικά. Έπρεπε να
μάθει…
Μέρες αργότερα, ένας συνεργάτης της Τσίλι, ο Γιώργος, επισκέφτηκε το παλάτι
του Βασιλιά. Του εξήγησε πως η βασίλισσα πήγαινε στο δάσος και πρότεινε δήθεν
να την συνοδέψει. Έτσι και έγινε. Της έδειξε τα δέντρα, τα φυτά, τις ακτίνες
του ήλιου που περνούσαν από τις φυλλωσιές των κλαδιών και, γελώντας βαθιά μέσα
του της γνώρισε την Τσίλι, η οποία δεν άργησε να μετατρέψει και εκείνη σε
δέντρο.
Σε μία καταπράσινη, αλλά μαγεμένη ροδιά. Ο Γιώργος γύρισε τρέχοντας στο
παλάτι και είπε τα νέα στον βασιλιά προσποιούμενος πως είναι αθώος.
-
Μεγαλειότατε, δεν θα πιστέψετε τι συνέβη!
-
Τι έγινε και πού βρίσκεται η Άννα;
-
Αυτό προσπαθώ να σας πω, μεγαλειότατε. Η Άννα έγινε…
δέντρο!
-
Μα εσύ δεν υποσχέθηκες πως θα την προστατέψεις;
-
Της έλεγα να μην κατευθυνθεί προς το μονοπάτι… Δεν με
άκουσε και τώρα είναι μονάχα μία ροδιά!
Ο βασιλιάς Μπασάλας δεν είχε άλλη
επιλογή, έπρεπε να τον πιστέψει…
Το
βράδυ τα δέντρα ξύπνησαν. Γνωρίστηκαν μεταξύ τους και διηγήθηκαν την ιστορία
τους. Μετά συμφώνησαν να ψάξουν το σκοτεινό σπίτι της μάγισσας, που κανείς δεν
είχε κατορθώσει να πλησιάσει. Ήταν σίγουρο πως θα το κατάφερναν. Αφού ποιος άλλος ήξερε το δάσος καλύτερα απ’ τα
ίδια του τα δέντρα; Η εκδίκηση
έλαμπε στα μάτια τους. Λίγες φορές αυτή η λέξη έμοιαζε γλυκιά…
Δύο
βράδια τους πήρε να φτάσουν εκεί. Το δεύτερο κατάφεραν να μπουν στο
ανεξερεύνητο, σκοτεινό κτήριο και να την πιάσουν όσο ασχολούταν με ένα φίλτρο.
Την τράβηξαν από την μαύρη στολή της και συνέχισαν, για να τη φέρουν στο
παλάτι. Αλλά τα χαράματα με το πρώτο φως της μέρας μετατράπηκαν ξανά σε δέντρα.
Ο Άγγελος δεν ήταν πια το άτακτο αγόρι, αλλά ένα ξερό πεύκο και η Άννα μία
ροδιά με άγουρους καρπούς. Ο Γιώργος, ακούγοντας τις κραυγές της Τσίλι την
συνάντησε και έκοψε γοργά τα κλαδιά που την εμπόδιζαν να προχωρήσει και την
ελευθέρωσε. Ύστερα την ακολούθησε στο σπίτι της. Είχαν μία πολύ σημαντική
συζήτηση να κάνουν.
Κι
έτσι κύλησε η υπόλοιπη μέρα. Γεμάτη σκοτάδι και σιωπή. Τίποτα δεν ακούστηκε στο
δάσος μέχρι τη νύχτα. Τα δέντρα μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους ξανά. Καθώς όμως
είχαν εξαντληθεί απ’ τα προηγούμενα βράδια, αποκοιμούνταν όλο το βράδυ. Είχε
δοθεί η μοναδική ευκαιρία στην μάγισσα και στον συνεργάτη της να ξεφορτωθούν τα
δέντρα. Δεν έχασαν καιρό. Πήραν τις πευκοβελόνες που είχαν πέσει δίπλα στον
Άγγελο και τις έκαναν μυτερές βελόνες και δηλητηρίασαν τα ρόδια που είχαν
περικυκλώσει την Άννα, ώστε να καταστραφούν.
Το
πρωί ο Γιώργος ξαναπήγε στον βασιλιά Μπασάλα.
-
Μεγαλειότατε, δεν θα το πιστέψετε!
-
Τι συνέβη πάλι;
-
Βλέπετε, έκανα μία βόλτα στο δάσος και είδα τα μαγικά
δέντρα. Όμως το πεύκο απέκτησε βελόνες και στη ροδιά… τα ρόδια της στάζουν ένα
μοβ υγρό, σαν δηλητήριο. Πρέπει να τα κάψουμε τα δέντρα! Απόψε μάλιστα!
Ο βασιλιάς δεν πίστευε στα αυτιά του.
Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Μέχρι που σκέφτηκε τα ρόδια. Κάτι έσταζε από
κείνα, σαν δάκρυα. Σαν τα δάκρυα της Άννας. Δεν άντεχε ποτέ να τη βλέπει έτσι.
Ύστερα ύψωσε το κεφάλι και δέχτηκε. Όταν σουρούπωσε, ο Γιώργος και η Τσίλι
πήγαν να κάψουν τα δύο δέντρα, αλλά για κακή τους τύχη εκείνα ήταν ήδη άνθρωποι και είχαν μαζέψει τους
μαγεμένους καρπούς και τις βελόνες. Δεν πρόλαβαν καν να πλησιάσουν και
κατευθείαν βρέθηκαν πεσμένοι στο χώμα.
Αργότερα, η Άννα θυμήθηκε την ιαματική πηγή
που βρισκόταν στη μυστική αυλή του βασιλιά. Όποιος έβαζε το χέρι του εκεί, ελευθερωνόταν
από όλων των ειδών τα μάγια. Έπρεπε να φτάσουν εκεί το συντομότερο δυνατό.
Μία εβδομάδα
τους πήρε να βρεθούν εκεί. Το κρυστάλλινο νερό αντανακλούσε το βαθύ χρώμα του
νυχτερινού ουρανού, κυλώντας μ’ έναν απαλό ήχο. Ο Άγγελος και η Άννα έβρεξαν
λίγο τα χέρια τους.
-
Τα καταφέραμε! φώναξε ενθουσιασμένα ο Άγγελος. Τους
νικήσαμε!
Μέχρι που απ’ το βάθος ακούστηκε το
μοχθηρό γέλιο της μάγισσας Τσίλι…