Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Χάλκη -ένα μαγικό ποίημα του Giacomo Martini




Το ποίημα του Giacomo Martini * που μου έστειλε ο ίδιος με την ελληνική του μετάφραση, μου φάνηκε τόσο όμορφο που -με την άδειά του- ζήτησα να το δημοσιεύσω εδώ...

Συμπτωματικά η ζωή του έχει πολλές ομοιότητες με τη ζωή ενός από τους ήρωες του τελευταίου μου βιβλίου...

Ο ήρωας μου έχει πατέρα Ιταλό και μητέρα από τη Σύμη και γεννιέται περίπου την ίδια εποχή με τον G.Martini -έναν από τους σημαντικότερους ιστορικούς και κριτικούς κινηματογράφου στην Ιταλία- του οποίου ο πατέρας ήταν η Ιταλός και η μητέρα του από τη Χάλκη...

Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν χάρη στη μουσικό Ίριδα Μαυράκη και στην κοινή μας αγωνία για τη σωτηρία του Εθνικού Θεάτρου της Ρόδου...


Χάλκη

Η δικιά μου Ιθάκη

θρύμμα από βράχο

αρχαίων ηφαιστείων

 

αναδύεται

περήφανη και βίαιη

ξερνώντας

πέτρες από άνεμο

και πλάκες από αλάτι

 

πλησιάζω

στη μοναξιά σου

από την κουβέρτα καϊκιού

φαγωμένου από την αρμύρα

και την αφροντισιά

 

τ’ όνομά του είναι Αφροδίτη,

γέρικο, φθαρμένο, βρωμερό

μα περήφανο,

αψηφά μια θάλασσα απειλητική

ανάμεσα σε μικρά

ξεχασμένα νησιά

 

στην αποβάθρα 

κάτω απ’ την καμάρα

του ταχυδρομείου

μνημείο της δικής μας κατοχής

ένας γέρος με κανοτιέρα

με χαιρετά στα ιταλικά

προσφέροντάς μου καρέκλα

να ξεκουραστώ

το Αιγαίο

καταπίνει

τυφλούς γλάρους

και νανουρίζει

αθώα δελφίνια

 

εδώ θα βρω

μνήματα από άμμο

και σιωπές από

βαθύ γαλάζιο

 

οι πέτρες

είναι ψυχές λαξεμένες

φύλακες τ’ ανέμου

 

τα άσπρα σπίτια

κύβοι σχεδιασμένοι

σ΄ έναν ουρανό ακίνητο

αντανακλούν

κουφάρια από βάρκες

μπλεγμένες

σε ιστό

από μπαλωμένα δίχτυα

 

το μελτέμι

ταράζει

τη μέσα σου γαλήνη

ψάχνει, σκάβει,

στεγνώνει ακόμα

και τις ψυχές

 

κρύβεσαι

από τη νύχτα

κυνηγώντας το φεγγάρι

σ’ ένα παιγνίδι παιδικό

 

ο πύργος του ρολογιού μονομαχεί

με αρχαίες ισορροπίες

και δεσπόζει σε τοπία

λαξεμένα στην κάψα

 

ανάμεσα στις πέτρες και τα κατσίκια

ξεχασμένα μοναστήρια

κηλιδώνουν με άσπρο

το βαθύ χρώμα

των παραταγμένων κυπαρισσιών ωσάν

τελευταίες σημαίες

αγκιστρωμένες στην πίστη

 

ένας πέτρινος δρόμος

διασχίζει χωράφια με καμένα λιόδεντρα

οδηγεί στις ξερολιθιές του χωριού

τον αρχαίο οικισμό

των ερειπίων και των σκορπιών

που κοιμάται στην σκιά του κάστρου

και κρύβει τα φαντάσματα

των Ιπποτών του Άη Γιάννη

που πέτρωσαν στον προμαχώνα

με τα μάτια στραμμένα στον ορίζοντα

σ’ αναζήτηση

μαύρων πανιών

 

η θάλασσα έσκαψε

σκιερές σπηλιές

καταφύγιο από τις ορδές

των Σαρακηνών

 

στη σκιά της χαρουπιάς

κατέφυγαν τα τελευταία μουλάρια

από την παντοδυναμία ενός ήλιου

που θρυμματίζει βράχια και μυαλά

γκαρίζοντας σ’ έναν πυρακτωμένο ουρανό.

 

Οι ψαράδες

ετοιμάζουν δολώματα θανάτου

και ζωής

κάτω απ’ τον γερασμένο πλάτανο

με τα μεγάλα αρρωστημένα κλαριά

 

τα χέρια χαρακωμένα

τα μάτια λαμπερά και βαθειά

τα πρόσωπα σκαμμένα από την αρμύρα

μιλούν χαμηλόφωνα

συνεχίζουν να προκαλούν

τη θάλασσα και την μοίρα

 

Το φεγγάρι λάμπει

το βράδυ

ιππεύοντας τα τελευταία αστέρια

 

ο Δημήτρης παίζει τη λύρα

της Καρπάθου

μ’ ένα δοξάρι

από τρίχες ουράς γέρικου γαϊδάρου

σε διάλογο

μ’ ένα κρητικό λαούτο

την νύχτα

τ’ Άη Γιάννη

οι Χαλκίτες χορεύουν

σούστα, συρτό,

καλαματιανό, βρακά

Στα ριζά της σκάλας

που ανεβαίνει απότομα

μέχρι τον ιερή εικόνα

του άσπρου μοναστηριού

της Αγίας Παναγίας

της Παναγιάς των ψαράδων

που κατεβαίνει κάθε χρόνο

στεφανωμένη από βασιλικό

στα χέρια

του γέροντα ιερέα που

μοιράζει το αντίδωρο

 

ο Μιχαήλης

ο φύλακας των μουλαριών

χορεύει με μια χάρη

που εκπλήσσει και γοητεύει

σέρνει τον μακρύ χορό

των κουρασμένων χορευτών

 

η σούστα είναι αισθησιακή,

προκλητική και μυστηριώδης

διαπερνά τα κορμιά και μιλά

για αρχαίους και μακρινούς κατοίκους

του Αιγαίου πελάγους

 

ο Γιώργος ο κομμουνιστής

απόμαχος μακρόχρονων εξοριών

περπατά στην προκυμαία

εκπέμποντας

περηφάνεια και οδύνη

το βήμα είναι αργό

ρυθμικό, μεγαλόπρεπο

και γλυκύτατο

 

ο Χρήστος

μια ζωή καμαριέρης

στα πλοία

και στα ξενοδοχεία

της γλυκιάς Κω

περνά ολάκερη τη μέρα του

πίνοντας καφέ και μπίρα

Περιμένει τους Ιταλούς τουρίστες

για να μιλήσει για τη ζωή του

και τον δικό του καημό

εδώ και χρόνια δε βλέπει τον

μοναχογιό του που τον άρπαξε

η γυναίκα του καθώς ταξίδευε στα ξένα

και κλαίει

 

ξαφνικά

μέσα στη νύχτα ουρλιάζει

η σειρήνα

του μεγάλου άσπρου πλοίου

που με θόρυβο ξεφορτώνει την πραμάτεια

αργότερα θα σαλπάρει προς το Λιβυκό Πέλαγος

προς τη βραχώδη Κάρπαθο

κάτω από το άγρυπνο βλέμμα

του λοχαγού Αλέξανδρου Διάκου

ήρωα της Δωδεκανήσου

στο σπίτι του Παναγή

ξαναβρίσκω τις αρχέγονες αξίες

της φιλοξενίας

της αγάπης

της αρμονικής φροντίδας

του χώρου

τη μνήμη μιας μητέρας

στοργικής και άγρυπνης

 

οι γάτες πολιορκούν

τα σπίτια, τους ανθρώπους,

τις ταβέρνες του νησιού

η πείνα τις πολλαπλασιάζει

 

ο γερο-γλάρος Μάρκο

περιφέρεται αδιάφορος στον μόλο

ψάχνει για τον σωτήρα του

τον Σοφοκλή, τον ψαρά,

δεν ξέρει πως έχει πεθάνει

 

στο κοιμητήριο

με τους άσπρους

σοβατισμένους τοίχους

οι πεθαμένοι

εμφανίζονται

χαμογελώντας

 

ο Νικόλας έχει θλιμμένα μάτια

κι ακατάστατα γένια

μιλά σωστά ιταλικά

θύμηση μιας κατοχής

που ποτέ δεν ξεχάστηκε

ο Μιχαήλης ο ψαράς

έχει μεγάλα πράσινα μάτια

κι αθλητικό κορμί

κυβερνά τη μικρή του βάρκα

σαν Αχαιός ήρωας

 

ο Αντώνης ο ταβερνιάρης

φωνάζει στους περαστικούς

τα πιάτα της ταβέρνας Ομόνοια

δείχνει με ενθουσιασμό

τους καρπούς της γης και της θάλασσας

αποκαλύπτοντας αχνιστές κατσαρόλες

Στον μακρύ χειμώνα

σπαταλάει τα κέρδη του

σε τραπέζια που μετατρέπονται από την

ανία σε άγρια χαρτοπαίγνια

 

η Μαρία φυλάει

την τελευταία ταβέρνα

κάτω απ’  τα πλατάνια

με τα ξύλινα τραπέζια

και ανάμεσα στις μυρωδιές από ψητό

αρνί και ψάρι στη σχάρα

είναι το γλυκό άρωμα του μουσακά

ενώ λευκό κρασί ρετσίνα

και κόκκινο των Ιπποτών της Ρόδου

ξεδιψούν 

τους φωνακλάδες θαμώνες

 

 Τις πιο γαλήνιες νύχτες  

φτάνουν στ’ αυτιά μας 

ήχοι μεταλλικοί

υπόκωφοι και φοβεροί

είναι οι αρχαίοι χαλκουργοί

που φτιάχνουν

όπλα και βέλη 

για τους Δωριείς πολεμιστές

με μάτια απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού

 

η θάλασσα αγκομαχά

κάτω απ’ τα βράχια

τραγουδά με φωνή βραχνή

κι απελπισμένη

 

Ο Μιχάλης ο μουλαράς

μαθαίνει στα παιδιά

αρχαίους χορούς

Ο Παναγιώτης  τον συνοδεύει

με τη λύρα

πάνω στο δώμα

του μικρού σχολείου

 

Η γη είναι άγονη

καμένη από τον άνεμο

από τον ήλιο

από τη θάλασσα

 

φραγκοσυκιές, ελιές,

κυπαρίσσια, χαρουπιές

πλατάνια

φλογίζονται το βράδυ

 

όλα τ’ άλλα

είναι σιωπή….

το φως στη δύση

πυρώνει την πέτρα

και φωτίζει

τις γαντζωμένες μπουκαμβίλιες

στους ασπρισμένους τοίχους

των σπιτιών

 

Ο Αλέκος  φυλάει

στο  Εγγλέζικο σπίτι

θραύσματα της δικής μου ιστορίας

της πιο προσωπικής

και μυστικής

 

Ο προπάππους μου, ο τυφλός ιερέας

με τη βροντερή φωνή

και την μακριά γενειάδα

που υμνούσε τη Δόξα του Θεού

ο παππούς, ο Καπετάν Μπέλιας

με τα μεγάλα βαριά χέρια

καραβοκύρης ιστιοφόρων

κι έμπορος σφουγγαριών

η γιαγιά Κατερίνα

η περήφανη Κρυσταλλή

ο Αλέξανδρος, ο ήρωας

που έπεσε στα βράχια

των Ηπειρώτικων βουνών

για την πατρίδα του

και η Τιτίκα

η μητέρα μου

με τις μακριές μαύρες πλεξούδες

που έφυγε από Έρωτα…

 

Απ’ όλα αυτά

πολύ λίγα μένουν

κάποια ξεθωριασμένη φωτογραφία

και πολλά μυστήρια

 

 Ένας γέρος σχεδόν τυφλός

μιλά για τον πατέρα μου

Διοικητή του τμήματος των

Καραμπινιέρι στα Λάερμα

στην αγέρωχη Ρόδο

με λόγια ευγνωμοσύνης

Δεν ξέχασε ποτέ

πως τον φώναξε να δουλέψει

με άλλους Χαλκίτες

στην ανέγερση

του καινούριου αεροδρομίου στα Τριάντα

 

ο Αης Νικόλας

έχει θαλασσινά ψηφιδωτά

ζωγραφισμένα με βότσαλα

μαζεμένα στις μικρές παραλίες

ένα γέρικο κυπαρίσσι μιλά στον ουρανό

μιλά στον Θεό

στους τοίχους εικόνες μαυρισμένες

από την κάπνα λιπαρών κεριών

ο αέρας είναι ποτισμένος

από το άρωμα του λιβανιού

και από το τραγούδι της αγάπης

και της πίστης

 

ένα ακόμα φεγγάρι

αγωνιά

διαγράφει μια φωτεινή τροχιά

ως τη Ρόδο

ζωγραφίζοντας στον μαυροπίνακα της νύχτας

σκιές από ξεχασμένα νησιά

 

η θάλασσα έχει ένα βαθύ μπλε

πιο σκούρο από κείνο τ’ ουρανού

 

το σούρουπο

οι βάρκες των ψαράδων

αψηφώντας τη θάλασσα

ρίχνουν τα δίχτυα τους

σε τόπους μυστικούς

 

η νύχτα καλεί τα ψάρια

να μπλεχτούν στις εχθρικές κοιλιές

των πολύχρωμων διχτυών

 

την αυγή θα τα ξαναβρούμε

ν’ αγκομαχούν  πάνω στους πάγκους

για να ευχαριστήσουν ντόπιους και ξένους

 

Μπροστά από το σπίτι

του γέρο Μάνου

κάτω από τη μεγάλη φτελιά

γέρικη απ’ τους αιώνες

οι γέροι καθισμένοι σε κύκλο

μιλούν χαμηλόφωνα, αφηγούνται

ιστορίες της ξενιτιάς και του

γυρισμού ..Αίγυπτος, Ανατολή

Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία..

θυμούνται με νοσταλγία

φίλους που δε γύρισαν

 

Το μοναστήρι του Αη Γιάννη

παλιό προσκύνημα των σφουγγαράδων

κρύβεται στη  θάλασσα

ανάμεσα σε πλατάνια και ελιές

ανάμεσα σε βράχια και μουλάρια

στα μικρά του κελιά φιλοξενεί

πιστούς και περίεργους

τη νύχτα ακούς το τραγούδι

των ξετρελαμένων τζιτζικιών

και τον ήχο από τη λύρα

του Δημητρού του φύλακα

η Έλενα που ξενιτεύτηκε στην Αυστραλία

τραγουδά μια παλιά μαντινάδα

για την νιότη της

και κλαίει κρυμμένη στο δείλι

 

η Βερόνικα είναι θυγατέρα αυτής της θάλασσας

κρύβει στο κορμί της

τον αισθησιασμό και την εξέγερση

αυτής της άγονης γης

την πικρή της γεύση

τα πυρακτωμένα της χρώματα

 

η Βερόνικα ενσαρκώνει

την οδύνη και την ελπίδα

των γυναικών του Αιγαίου

μέσα στο εύθραυστο κορμί της

συγκεντρώνει την αγωνία

από ατέλειωτες προσμονές

κι ενός ονείρου θαμμένου

στον βράχο που κοχλάζει

 

η Βερόνικα είναι θυγατέρα

μιας μοίρας που πάντα ισορροπεί

ανάμεσα στην Τραγωδία και την Χαρά

 

Το δειλινό είναι απαλό

απλώνεται

στα σπίτια

στα πρόσωπα

στις βάρκες

και σβήνει τις φωνές

 

 Τα χρώματα χάνουν την έντασή τους

και το λιμανάκι σωπαίνει

 

Ακόμα και ο άνεμος χαμηλώνει

την έντασή του

και χάνεται

στην αχλύ

 του δειλινού



*Giacomo Martini, nato a Porretta Terme il 25.07.1943, oggi risiede a Roma. Storico e critico cinematografico. Giornalista iscritto all’Ordine.

Già Responsabile dell’Ufficio Cinema/audiovisivi/ della Regione Emilia-Romagna; responsabile del Coordinamento delle Regioni Italiane per il Cinema / Audiovisivi/ Cineteche-Mediateche;

Consulenze per il progetto MEDIATECA della Provincia di Potenza;

Direttore della Rivista “ Cinema Libero “ ;

Direttore Artistico del BELLA BASILICATA FILM FESTIVAL;

Fondatore e direttore per dieci anni del Festival “ Porretta Cinema “;

Membro della Direzione della CNA Cinema di Roma e del Lazio;

Vice-Presidente della Società “ Distribuzione Indipendente “ ;

Membro della Direzione Artistica di Roma 3 Film festival;

Direttore di Rete Cinema Basilicata;

Direttore della Casa Editrice “ I Quaderni del Battello Ebbro “ promotrice della Rivista “ Cinema Libero “ e di “ Culture Teatrali “ in collaborazione con la Cattedra di Storia del Teatro del Dams di Bologna;

Giornalista e critico cinematografico e teatrale, iscritto ai sindacati SNGCI, e  SNCT, autore di numerose pubblicazione relative alla cultura  cinematografica,audiovisiva e teatrale.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου