Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Δυο ιστορίες για την αδιαφορία

Δυο ιστορίες για την Αδιαφορία από τη Μαριαλένα Πορίχη 

ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΜΕ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ

Προχώραγα αργά και εισέπραττα με ικανοποίηση, δίχως να το δείχνω, τα κρυφά σχόλια του κόσμου καθώς περνούσα κορδωτή κορδωτή. Ένα πλούσιο μοντέλο ήμουν που έκανα την απογευματινή μου βόλτα, φορώντας το καθόλου αμελητέο πανάκριβο συνολάκι μου. Περπάταγα με περηφάνια, κορμοστασιά και αψεγάδιαστο βάδισμα όπως και στην πασαρέλα. Φυσικά δεν άργησαν να βγουν και φωτογραφίες από περαστικούς και ούτε οι φαν που σαν τρελοί ερχόντουσαν να τους υπογράψω στις μπλούζες τους, στα χέρια τους, στα κεφάλια των παιδιών τους κ.α. Ως διάσημη δεν έβγαινα συχνά έξω χωρίς τους φρουρούς μου να κάνουν προστατευτικό τοίχο τριγύρω μου, τυφλώνοντας την οπτική μου εντελώς. Αλλά σήμερα, ήθελα να το κάνω μόνη μου, ακόμη κι αν ήξερα ότι κάπου εδώ θα τριγυρνούσαν δήθεν τυχαία. Σήμερα θα έψαχνα να βρω αυτό που τόσο καιρό ψάχνω, να γεμίσει την ψυχή μου.

Καθώς περπάταγα, αφού υπέγραψα δεκάδες κούτελα παιδιών, ξαναέμεινα μόνη μου να χαζεύω τη διαδρομή. Τότε πρόσεξα ένα μικρό κορίτσι, που έκλαιγε σε ένα παγκάκι. Ήταν μόνο του, με παλιά ρούχα και πολύ λεπτό. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό μέσα μου που με οδήγησε, αλλά την πλησίασα. Κάθισα κι εγώ στο παγκάκι. Στην αρχή είχαμε μια απόσταση αλλά μετά την πλησίασα και την ρώτησα τι είχε. Και η απάντησή της με άφησε άφωνη. Αυτό το κορίτσι ήταν φτωχό, άστεγο και δίχως γονείς. Μόλις είχε μάθει ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε. Δεν την ρώτησε πώς, μέχρι κι εγώ αναγνώρισα ότι κάτι τέτοιο είναι πιο λεπτό θέμα. Έκλαιγε με αναφιλητά καθώς προσπαθούσε να ξεχωρίσει της λέξεις της. Μου μίλησε για την αγάπη που είχε στους γονείς της και ότι ποτέ δεν την ένοιαζαν τα χρήματα. «Αφότου ο πατέρας μου χρεοκόπησε, η μητέρα μου μας παράτησε. Εκείνος, μέχρι και την τελευταία στιγμή σκεφτόταν εμένα και την ευτυχία μου. Ακόμη κι αν δεν είχαμε να φάμε ή να μείνουμε κάπου ένιωθα το πιο ευτυχισμένο κοριτσάκι στον κόσμο.», έκανε παύση για να ρουφήξει τη μύτη της, «Και τώρα γκρεμίστηκε ο κόσμος μου και έχασα τα πάντα.». Συνέχισε να κλαίει απαρηγόρητη. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως δεν την ένοιαξαν ποτέ τα χρήματα και τη ρώτησα. «Τα χρήματα είναι ασήμαντα αντικείμενα που μας διαβρώνουν και μας γεμίζουν με αλαζονεία. Ενώ η αγάπη;».

Τότε ένα μαχαίρι έσκισε την καρδιά μου. Θυμήθηκα τότε, που εγώ ήθελα να γίνω μοντέλο αλλά οι γονείς μου έλεγαν ότι ήμασταν φτωχοί και θα έπρεπε να βοηθήσω για να έχουμε να τρώμε. Έκλαιγα για μέρες. Όταν ήρθε η ευκαιρία μου να λάμψω τους άφησα πίσω ως «εμπόδια» και συνέχισα στον δρόμο της διασημότητας και του χρήματος. Τους γονείς μου δεν τους ξαναείδα από τότε. Τους εγκατέλειψα όταν με χρειάζονταν δείχνοντάς τους την αδιαφορία που είχαν δείξει στο δικό μου όνειρο. Και τότε κατάλαβα αυτή την αξία της αγάπης, αυτό που έχασα ψάχνοντας την αναγνώριση και τον πλούτο και έψαχνα τόσο καιρό. Σκέφτηκα την αδιαφορία που έδειξα στους γονείς μου και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που θα μπορούσα να έχω βοηθήσει και δεν το έκανα, επειδή τυφλώθηκα από το φως της δημοσιότητας και κατάταξα τους ανθρώπους σε στρώματα, κατώτερα και ανώτερα. Ακόμη κι αν κάποτε βρισκόμουν και εγώ σε ένα από αυτά. Αλλά τώρα θα επανόρθωνα.

Πήρα το κορίτσι για φαγητό σε ένα εστιατόριο. Έτρωγε με την ψυχή της, παρόλο που στην αρχή ντρεπόταν. Μετά την πήγα για ψώνια να πάρει ρούχα και παπούτσια. Το καταχάρηκε η μικρή. Τέλος, γονάτισα (και για πρώτη φορά δεν νοιάστηκα καθόλου για το αν θα λερωνόταν το συνολάκι μου) και της πρότεινα να μείνει μαζί μου. Πριν το μεγαλύτερο «Ναιι!», που έχω ακούσει, προηγήθηκε μία ερώτηση, «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;», και της απάντησα, «Για να μην μένουμε αδιάφοροι».




Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΠΛΗΓΩΝΕΙ

Μέχρι να γνωρίσω τα κατάλληλα άτομα, μισούσα τη ζωή μου. Σιχαινόμουν την ίδια μου την ύπαρξη, και αυτή μου την οργή, την έβγαζα σε άλλους. Οι γονείς μου πάντα αδιαφορούσαν για εμένα, δεν τους ένοιαζε καν άμα ήμουν ακόμη ζωντανή! Κάθε μετάλλιο από το σκάκι που έφερνα, κάθε Α σε ελέγχους, κάθε ζωγραφιά που τους έδινα ήταν ένα τίποτα για αυτούς. Το μόνο που ήθελαν στη ζωή τους ήταν να βλέπουν τηλεόραση τρώγοντας και καίγοντας τα χρήματα της γιαγιάς. Όσο η γιαγιά μου ζούσε, είχα κάποιον να με αγαπάει και να με νοιάζεται. Αλλά αφότου πέθανε η ζωή μου μαύρισε. Έχασα το μόνο άτομο που με αγαπούσε και το αγαπούσα, και μαζί και το μόνο άτομο που μπορούσε να συγκρατήσει αυτά τη συναισθήματα οργής και θυμού. Της μίλαγα για την κατάσταση στο σπίτι και αυτή με παρηγορούσε και πάντα μπορούσε να με βγάλει από τα προβλήματά μου με την μαγική αγκαλιά της. Αλλά μετά...

Δεν άντεχα την απόρριψη των γονιών μου και είχα την ανάγκη της αναγνώρισης, την οποία εξέφρασα με τον χειρότερο τρόπο. Κάθε φορά που οι γονείς μου έβλεπαν τηλεόραση και έβλεπαν κάποιον επιτυχημένο, ακόμη και σκύλος να ήταν, θα ήθελαν το παιδί τους να είναι σαν και αυτόν. Μέσα μου υπήρχε μια σύγχυση μεταξύ θυμού και στεναχώριας που η αδιαφορία των γονιών μου την όξυνε περισσότερο. Έτσι άλλαξα τελείως. Άρχισα να βγάζω μία επιθετικότητα προς τα έξω και να τρομάζω τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Μέχρι τα 16 μου, όλοι με ήξεραν ως τον χειρότερο εκφοβιστή και φοβόντουσαν και να με πλησιάσουν. Δεν με ένοιαζε καθόλου, αν και η μοναξιά με πλήγωνε περισσότερο. Έκανα πραγματικά φριχτά πράγματα στα παιδιά αλλά και στους καθηγητές μου. Οι βαθμοί μου υπέφεραν μαζί με την κατάστασή μου, που όλο και χειροτέρευε ανεξέλεγκτα. Μέχρι που συνάντησα ΤΟΝ παππού.

 Ο παππούς, ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους της γιαγιάς μου. Δεν τον πρόσεχα και πολύ, καθώς όποτε πηγαιναμε στο σπίτι του, η γιαγιά μου πέρναγε ωραία πολυλογώντας με τις ώρες με τον παππού και τη σύζυγό του και εγώ σκυλοβαριόμουν. Αυτός ο παππούς με είδε μία ημέρα, όταν πέρναγε έξω από το σχολείο, να εκφοβίζω ένα αγοράκι, με αναγνώρισε και μου ζήτησε να πάμε μαζί σπίτι του. Παρότι δεν ήθελα να κάτσω να κάνω παρέα με έναν τυχαίο παππού, τον ακολούθησα. Και εκείνη την ημέρα, άνοιξαν τα μάτια μου. Δεν μου έκανε καμία διάλεξη τύπου, «Αυτό που κάνεις είναι κακό», και «Μην κάνεις αυτά που δεν θέλεις να κάνουν σε εσένα». Καμία σχέση. Τα λόγια του με άγγιξαν. Αυτά τα λόγια του, ήταν ότι πιο όμορφο είχα ακούσει στη ζωή μου. Είχα δακρύσει όταν τα άκουγα και ακόμη και σήμερα τριγυρίζουν στο μυαλό μου. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο γηραιός άνθρωπος, μου άλλαξε όλη μου τη ζωή προς το καλύτερο. Δεν θα αναφέρω τι μου είπε. Ήταν τόσο μοναδικά και ξεχωριστά τα λόγια του, που είναι αδύνατον να αντιγραφούν σε ένα απλό και κοινό χαρτί. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα, ότι πρέπει να έχω πίστη στον εαυτό μου. Κανείς δεν είναι άξιος να κρίνει τον άλλο και δεν θα έπρεπε να με αγγίζουν τα λόγια των άλλων. Ούτε και η αδιαφορία τους. Πάντα πληγωνόμουν βλέποντας όλους αυτούς τους γονείς, να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, να τους ετοιμάζουν σνακ για το σχολείο με μηνυματάκια αγάπης μέσα και να θυμούνται πάντα τα γενέθλια των παιδιών τους. Αλλά τότε κατάλαβα ότι δεν έφταιγα εγώ, ούτε και φυσικά τα θύματά μου που οι γονείς μου αδιαφορούσαν τελείως. Έτσι άλλαξα την οπτική μου. Δεν ξαναπείραξα κανέναν, ζήτησα συγγνώμη από όλους και ανέβασα τους βαθμούς μου με μεγάλη προσπάθεια.

Σήμερα, είμαι δικηγόρος σε ένα από τα καλύτερα δικηγορικά γραφεία, έχω δύο παιδιά, έναν ευτυχισμένο γάμο, δεκάδες καλούς φίλους και την γάτα μου την Στρατσιατέλλα, αλλά πάντα και για πάντα θα κουβαλάω τα λόγια αυτού του παππού, που του χρωστάω αυτή τη ζωή μου και μπήκαν στην καρδιά μου. Ακόμη κι αν αγάπησα και αγαπήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου, ακόμη νιώθω αυτό το κενό της αγάπης των γονιών μου που μου έλειψε. Γι’ αυτό όση δουλειά κι αν έχω, όσο κουρασμένη κι αν είμαι μετά τη δουλειά, πάντα αφιερώνω χρόνο σε αυτούς που αγαπάω και τους υπενθυμίζω πάντα, ότι το χειρότερο πράγμα, είναι η αδιαφορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου