Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ένα ποίημα και μια ιστορία για τον πόλεμο

 


Από τη Μαριαλένα Πορίχη

 Ήταν ένας μικρός στρατιώτης

 

Δεν είναι μικρός αυτός για στριατιώτης;

Κι όμως, δεν είχες ξαναδει ποτέ έναν τέτοιο πατριώτη,

με τέτοιο πάθος για τη πατρίδα

και τέτοια όνειρά για την ελευθερία.

 

Είχες δει αυτόν τον στρατιώτη;

Ήταν σαν πραγματικός ιππότης,

χωρίς άλογο και γυαλιστερή πανοπλία,

μονάχα με τη δική του ανδρεία.

 

Δεν έχω ξανα αντικρίσει έναν τέτοιο στρατιώτη,

που δεν κρατάει στο χέρι του ασπίδα,

μονάχα την αγάπη του για την πατρίδα.

 

Είχες προσέξει αυτόν τον στρατιώτη;

Που δεν πολεμάει με ξίφη και με τόξα,

μονάχα με τα δικά του κότσια.

 

Κάποτε γνώριζα έναν στρατιώτη,

μικρός αλλά με μεγάλη τολμή,

η καρδιά του πλυμμίριζε λεβεντιά,

κι η ψυχή του είχε γεμίσει ήδη λευτεριά.

 

Ήταν ένας μικρός στρατιώτης,

που το βράδι που ακούστηκε η τουφεκιά,

έξω είχε ξαστεριά,

και ένα χελιδόνι πέταξε από τον πόλεμο,

στη πολυπόθητη λευτεριά.

 

 

 

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ

 

Η κυρία σηκώθηκε από την έδρα και μας είπε ότι θα ξεκινούσαμε νέο κείμενο στη σελίδα 173. Πήγαμε και μου ζήτησε να ξεκινήσω να διαβάζω, σηκώθηκα και άρχισα:

 «Ο πόλεμος ήταν σκληρός και ανελέητος. Περίμενα πως και πως να γυρίσω σπίτι μου, στη γυναίκα μου, στη μάνα μου, που πεθαίνουν από αγωνία αυτή τη στιγμή. Όλοι μας λαχταρούσαμε τα σπίτια μας, τις οικογένειές μας και πάνω απ’ όλα τη λευτεριά. Δεν άντεχα τον πόλεμο. Δεν άντεχα να βρίσκομαι στο συνεχές σκότος  που μας είχε πνίξει όλη αυτή η κατάσταση. Δεν άντεχα τα ουρλιαχτά πόνου  των συνανθρώπων μου. Δεν ήθελα να σκοτώνω. Δεν ήθελα να πολεμώ. Δεν ήθελα να βλέπω έναν έναν να πέφτουνε στο χώμα και να μην ξανασηκώνονται. Δεν άντεχα την οσμή του αίματος. Τίποτα. Ήθελα να φύγω, να χαθώ. Να μην ξανα αντικρίσω αδέρφια να σφάζουν ο ένας τον άλλον, γυναίκες να κλαίνε, παιδιά να μένουν ορφανά. Ήθελα να τελειώσει ο πόλεμος, η μιζέρια. Δεν ήθελα να είμαι μία μηχανή αφανισμού, ένα όπλο για τους αδερφούς μου. Δεν ήθελα οι μισοί να ζητωκραυγάζουν όταν μας βλέπουν και οι άλλοι μισοί να φοβούνται. Δεν ήθελα να κλείνω τα μάτια μου και να βλέπω φριχτές εικόνες στο μυαλό μου. Εδώ και μήνες, όταν επιτέλους έχουμε μια στιγμή να κλείσουμε τα μάτια μας, εμείς τρομάζουμε πιο πολύ από όταν βρισκόμαστε στο πεδίο της μάχης. Κάποιος θα στοιχειώνει τα όνειρά μας.

Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το κοριτσάκι. Που έκλαιγε πάνω από το πτώμα του νεκρού πατέρα της και η μάνα της έτρεχε, παρακαλούσε και της φώναζε να φύγει από εκεί. Εκείνη δεν άκουγε, «ήθελε να πάρει τον μπαμπά της μαζί της. Ήθελε να πάνε να φυτεύσουν λουλούδια όπως έκαναν παλιά και μετά να πιάνουν στα χέρια τους πεταλούδες και να τις αφήνουν να πετάξουν στον αέρα.» Ξάφνου, το κοριτσάκι, είδε ένα λουλούδι. Το τελευταίο λουλούδι. Το πρώτο λουλούδι που είχα δει μετά από πολύ καιρό. Ήθελε να το δώσει στον πατέρα της. Παρά τις φωνές τις μάνας  που την πλησίαζε. Εκείνη πήγε να πάρει το λουλούδι.»

΄Εκανα παύση να σκουπίσω τη μύτη μου. Δεν τα μπορούσα αυτά τα κείμενα, με στενοχωρούσαν. Στα δευτερόλεπτα που δεν διάβαζα, κοίταξα λίγο την τάξη μου. Όλα τα παιδιά μίλαγαν με τους διπλανούς και τους παραδιπλανούς τους και γέλαγαν. Και εγώ στεκόμουν εκεί και δάκρυζα. Τότε το βλέμμα μου συναντήθηκε με της δασκάλας. Με κοίταζε. Συνέχισα. «Το κοριτσάκι πέρασε τον δρόμο. Άκουσα κάποιον που έδωσε εντολή για πυρ. Εγώ απλώς κοίταζα. Δεν έκανα τίποτα. Το παιδί, πήρε το λουλούδι, το έκοψε και έτρεξε να το δώσει στον πατέρα της. Την ώρα που έφτασε από πάνω του και του έλεγε να σηκωθεί να του το δώσει και να βρούνε πεταλούδες μαζί, μια σφαίρα έφυγε. Και αυτή η σφαίρα ήταν από το δικό μου όπλο. Κοίταζα άναυδος, το τι έκανα, με τον ανώτερό μου να φαίνεται ικανοποιημένος. Το κορίτσι σωριάστηκε δίπλα στον πατέρα της. Η μάνα της ούρλιαζε και έκλαιγε πάνω από τα πτώματα. Δύο χελιδόνια πέταξαν από πάνω, ελεύθερα από τη μιζέρια του πολέμου. Και η τελευταία εικόνα που θυμάμαι, είναι το χέρι του παιδιού, που ήταν κάτω. Ελαφρά ανοιγμένο. Και μέσα κείτονταν τα πέταλα του λουλουδιού, που είχαν φύγει από το λουλούδι και σιγά σιγά τα έπαιρνε ο άνεμος.».

Δεν άντεξα. Άρχισα να κλαίω. Ασταμάτητα. Ατελείωτα. Η καθηγήτριά μου, ήρθε από πίσω μου, με αγκάλιασε και με παρότρυνε να συνεχίσω, γιατί αλλιώς δεν θα γνώριζα την πραγματική λογοτεχνία και δεν θα έφτανα στο τέλος για να μάθω, ότι ο στρατιώτης πέθανε...

 

Αφιερωμένο στην καθηγήτριά μου της λογοτεχνίας , που με τη διήγησή της, πάντοτε με συγκινεί.

1 σχόλιο:

  1. Γλυκιά μου Μαριλένα, διαβάζοντας το κείμενό σου έκλαψα κι εγώ μαζί σου! Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τόσο ευαίσθητη ψυχή σου! Σ' ευχαριστώ πολύ για τα τόσα πολλά που μου πρόσφερες σ' αυτή την αμφίδρομη σχέση μαθητού δασκάλου. Νιώθω απέραντη χαρά που σε είχα μαθήτρια. Ο Θεός να σε ευλογεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή