Από το εργαστήρι μας "Ο κόσμος της Ζωρζ Σαρή"
Η χρονομηχανή
της Σοφίας Ζευγώλη
Ο
θείος της Ελεάννας είναι επιστήμονας και σήμερα πήγε με τους γονείς της και τον
επισκέφτηκε. Αφού φτάσανε στην Θεσσαλονίκη όπου το σπίτι και εργαστήρι του
θείου της βρίσκεται, τρέξανε με ανυπομονησία στην οδό Γραναζίων 57 και μπήκαν
στην μεγάλη μονοκατοικία, που ήταν λίγο ακατάστατη…
Ένας κοντούλης μεσήλικας με ένα στριφογυριστό μουστάκι και μια λαμπερή
οδοντοστοιχία τους καλωσόρισε και τους συστήθηκε:
-Καλωσορίσατε! Χαίρομαι πολύ που ήρθατε και
είχα πολύ περιέργεια για το ποια είναι η ανιψιά μου. Πώς σε λένε γλυκιά μου;
Ρώτησε ο θείος την Ελεάννα.
-Γεια σου θείε! Με λένε Ελεάννα και
χαίρομαι που σε γνωρίζω! Είμαι χαρούμενη που βρίσκομαι στο σπίτι σου αλλά θέλω
πολύ να δω τις εφευρέσεις σου.. Απάντησε η Ελεάννα ενθουσιασμένη.
-Φυσικά! Εσείς πηγαίντε στο σαλόνι και
τσιμπήστε κάτι και εγώ με την Ελεάννα θα πάμε στο εργαστήρι. Αποκρίθηκε ο θείος
απευθυνόμενος στους γονείς της Ελεάννας.
-Εντάξει, αλλά να είσαι προσεκτική στο
εργαστήρι. Είπε η μαμά της Ελεάννας και με τον σύζυγο της πήγαν στο σαλόνι.
Στο εργαστήρι του θείου Βρασίδα υπήρχαν διάφορα παράξενα και εντυποσιακά
αντικείμενα, τα οποία για την μικρή Ελεάννα φαινόντουσαν μαγικά. Αφού ο θείος
της την ξενάγησε στον χώρο, στο τέλος της αίθουσας υπήρχε ένα τεράστιο μηχάνημα
με πολλά κουμπιά και λαμπάκια, το οποίο έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση στην
Ελεάννα.
-Τι κάνει αυτή η εφεύρεση; Ρώτησε η Ελεάννα
πονηρά.
-Αυτή είναι η πιο πρόσφατη εφεύρεση μου και
είναι μία χρονομηχανή. Απάντησε ο θείος Βρασίδας.
-Μπορώ να μπω σε παρακαλώ; Ρώτησε γλυκά η
Ελεάννα
-Είσαι σίγουρη ότι θες;
-Ναι, ναι! Απάντησε χαρούμενη.
-Τοτε περίμενε να την ανοίξω.. Απάντησε ο
θείος και έψαξε στα κουμπιά.
Αφού πάτησε ένα λαμπερό κόκκινο κουμπί στο
πίσω μέρος της χρονομηχανής, ακούστηκαν κάτι ήχοι και η πόρτα άνοιξε διάπλατα..
Μπήκαν και οι δύο μέσα και ο θείος ρώτησε την Ελεάννα:
-Που θες να πάμε;
-Στο 2100 γιατί θέλω να δω πώς θα είμαι
όταν μεγαλώσω!
-Ελεάννα, δεν γίνεται να πάμε στο μέλλον,
μπορούμε να πάμε μόνο στο παρελθόν, αλλά κανείς δεν θα μας βλέπει. Οπότε δεν θα
κινδυνεύουμε!
-Καλά.. Τότε να πάμε στο 1942, να δούμε πώς
ήταν η Γερμανική κατοχή! Απάντησε κατσούφικα η Ελεάννα.
Ο
θείος Βρασίδας πληκτρολόγησε μια χρονολογία σε ένα μεγάλο ταμπλό και η
χρονομηχανή άρχισε να ταρακουνιέται δυνατά. Μόλις οι δονήσεις σταμάτησαν, οι
πόρτα άνοιξε και το τοπίο που η Ελεάννα αντίκρισε ήταν απλά τρομακτικό! Μπροστά
της διαδραματιζόταν ένα σαμποτάζ μιας μικρής παρέας παιδιών, όπου προσπαθούσαν
να κλέψουν προμήθειες από ένα φορτηγό..
-Παιδιά, πρέπει να κάνουμε γρήγορα πρωτού
έρθει κάποιος Γερμανός και μας πιάσει! Λέει ένα αγόρι με τρόμο.
-Ναι, ας κάνουμε γρήγορα! Ψηθιρίζει ένα
μικροκαμμομένο κορίτσι.
-Γρηγόρη, κρύψου πίσω από τους κάδους στην
γωνία του δρόμου και όταν έρθει κανείς, θα πραγματοποιήσεις το σχέδιο μας!
Φωνάζει ένα κορίτσι που κρατούσε κάτι κούτες.
-Παιδιά! Έρχονται! Λέει πάλι το αγόρι.
Η Ελεάννα παρακολουθούσε τα παιδιά να
κάνουν τις σκανταλιές τους. Ένας Γερμανός πήγε στο φορτηγό του και κατάλαβε ότι
κάποιες κούτες έλειπαν.. Στο μεταξύ η παρέα είχε ήδη κρυφτεί, όταν ο Γρηγόρης
εμφανίστηκε στον Γερμανό:
-Θέλετε να βάλουμε ένα στοίχημα; Ρωτάει ο
Γρηγόρης και ο Γερμανός τον κοιτάει περίεργα και θυμωμένα.
-Άμα καταφέρω να ανάψω το τσιγάρο από το
φανάρι του αυτοκινήτου σας τότε θα σας δώσω φάπα, αλλά άμα δεν τα καταφέρω τότε
θα μου ρίξετε εσείς μια φάπα.. Συνεχίζει ο Γρηγόρης.
-Εντάξει! Γιατί όχι; Είπε και χαχάνισε ο
Γερμανός.
Καθώς ο Γρηγόρης έκανε τάχα μου ότι προσπαθούσε να ανάψει το τσιγάρο, τα
παιδιά από πίσω, κάποια παίρναν τις κούτες κι άλλα χαλούσαν το ταλαιπωρημένο
φορτηγό. Έπειτα, ένας άλλος Γερμανός πλησιάζει το φορτηγό.
-Μα τι κάνει εκεί ο μικρός; Ρωτάει.
-Προσπαθεί να ανάψει ένα τσιγάρο από το
φανάρι του αυτοκινήτου! Είπε ο άλλος και σκάσαν και οι δύο στα γέλια. Δεν είχαν
όμως ιδέα ότι τόση ώρα τα παιδιά σαμπόταραν το φορτηγό και έπαιρναν
προμήθειες.. Κάποια στιγμή όμως οι Γερμανοί βαρέθηκαν και δώσαν στον μικρό έναν
αναπτήρα για να ανάψει το τσιγάρο.
-Έλα, έλα! Πάρε τον αναπτήρα, άναψε το
τσιγάρο και φύγε γρήγορα γιάτι μας έσπασες τα νεύρα! Ούρλιαξε θυμωμένα ο
Γερμανός και το παιδί εξαφανίστηκε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όλα τα παιδιά
είχαν φύγει και όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν την σκανταλιά της παρέας, θύμωσαν
τόσο που ο ένας από αυτούς πυροβόλησε τον αέρα..
Όλα αυτά, η Ελεάννα τα παρακολούθησε με αγωνία και στο τέλος χάρηκε πολύ
που τελικά, μετά από τις σκανταλιές τα παιδιά ξέφυγαν.
-Πω πω! Ευτυχώς, τα κατάφεραν! Είπε η
Ελεάννα.
-Ναι! Πρέπει να ξέρεις ότι δεν είχαν πάντα
όλες οι σκανταλιές χαρούμενο τέλος.. Απάντησε ο θείος Βρασίδας. Ξάφνου, η
χρονομηχανή άρχισε πάλι να τραντάζεται και ο θείος με την Ελεάννα βρεθήκαν πάλι
στο εργαστήρι.. Οι γονείς της μικρής ήταν εκεί μουτρωμένοι.
-Τι κάνατε τόσην ώρα μέσα εκεί; Ρώτησε η
μητέρα.
-Πήγαμε στην Γερμανική κατοχή, το 1942!
Απάντησε η Ελεάννα.
-Και τι είδατε; Ρώτησε και ο πατέρας
περίεργος να μάθει.
-Είδαμε μια παρέα παιδιών, όπου ο Γρηγόρης
έκανε αντιπερισπασμό στους Γερμανούς, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά κάνανε σαμποτάζ
στο φορτηγό! Απάντησε ο θείος Βρασίδας και παρατήρησε από την έκφραση των
γονιών ότι ζήλευαν απίστευτα πολύ.
-Να πάμε και στην εποχή των δεινοσαύρων;
Ρώτησε χαρούμενα η Ελεάννα. Όλοι την κοίταξαν και μετά το βλέμμα τους στράφηκε
στην χρονομήχανη… Ξέρετε τι σημαίνει αυτό!