Από το εργαστήρι μας "Ο κόσμος της Ζωρζ Σαρή"
Ο Θησαυρός της Χελώνας
Της Έλενας Γιαννούχου
Μεσημέρι καλοκαιριού, η ζέστη αφόρητη... Τα
τζιτζίκια μας έχουν πάρει τα αυτιά. Από τότε που ήρθαμε διακοπές στην Χελώνα,
ούτε μία μέρα δεν είχαμε κάνει κάτι διασκεδαστικό.
Ξαφνικά ο Περίανδρος πετάει την ιδέα να πάμε βόλτα στην δεξαμενή. Καθώς
προχωρούσαμε, η Έλενα σταματάει απότομα και μας παροτρύνει να δούμε κάτι.
Ακολουθήσαμε με το βλέμμα το μέρος που μας έδειχνε και αντικρίσαμε μία τεράστια πέτρα πάνω στο βουνό η οποία
είχε το σχήμα μίας κοπέλας. Όλοι
αναρωτηθήκαμε για την περίεργη πέτρα και αποφασίσαμε να πάμε στη γιαγιά της
Αμαλίας που ξέρει πολλά πράγματα για την
ιστορία του χωριού να δούμε τι γνωρίζει γι αυτήν.
Φτάσαμε στο σπίτι και ρωτήσαμε την γιαγιά αν γνωρίζει κάτι για αυτόν τον
βράχο. Εκείνη μας έγνεψε καταφατικά και άρχισε να μας αφηγείται την ιστορία
αφού πρώτα μας κέρασε από ένα κομμάτι μπακλαβά και σπιτική βυσσινάδα.
"Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ακόμη οι άνθρωποι πιστεύαν στους
θεούς του Ολύμπου, ζούσε μία κοπέλα στο χωριό η οποία ό,τι έλεγε έβγαινε
αληθινό. Άλλοτε έλεγε ότι κάποιος από το
χωριό θα πλουτίσει και όντως μετά από λίγο καιρό ένας αγρότης έγινε πλούσιος
και άλλοτε ότι κάποιος θα χάσει τις καλλιέργειες και τα πρόβατά του και ύστερα
από λίγο καιρό μετά από μια καταστροφική πλημμύρα, έχασε όλη την περιουσία του. Μια μέρα τόλμησε να πει ότι οι
θεοί κάποτε θα σταματήσουν να υπάρχουν και ότι μετά από χιλιάδες χρόνια θα
υπάρξουν κάποια περίεργα μηχανήματα τα οποία θα εθίσουν τους ανθρώπους και
αυτοί θα χάσουν τη σοφία και τη γνώση
τους. Τότε οι θεοί θύμωσαν πολύ και πιο πολύ από όλους η Αθηνά, μιας και ήταν η θεά της σοφίας. Οργισμένη
λοιπόν μεταμόρφωσε την κοπέλα σε βράχο! Από τότε λέει ο μύθος υπάρχει στο βουνό
μας αυτός ο βράχος με την μορφή της μαρμαρωμένης κοπέλας.
Πίσω από την μαρμαρωμένη, υπάρχει μια σπηλιά που οι κάτοικοι του χωριού
την χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο κατά την διάρκεια του β' παγκοσμίου πολέμου
για να προστατευτούν από τους Γερμανούς."
Όταν
η γιαγιά τελείωσε την αφήγηση, κοιταχτήκαμε με νόημα.... Είχαμε ήδη αποφασίσει
τι θα κάναμε την επόμενη μέρα!
Όταν
ξημέρωσε, ετοιμάσαμε σακίδια με φαγητό και νερό, πήραμε εξοπλισμό αναρρίχησης
και πήραμε την απόφαση να πάμε να εξερευνήσουμε το βράχο της μαρμαρωμένης.
Φθάσαμε μέχρι το καφενείο του Χρήστου, όταν ξαφνικά είδαμε μπροστά μας
τους γονείς μας και μας ρώτησαν για που το βάλαμε. Απαντήσαμε ότι πάμε στη
μαρμαρωμένη, αλλά οι γονείς μας
απαγόρευσαν να πλησιάσουμε εκεί πέρα γιατί μας είπαν ότι το βουνό είναι
πολύ απότομο και ότι μόνο πολύ καλοί ορειβάτες ανεβαίνουν σε αυτό. Όσο και να
τους παρακαλέσαμε, αυτοί δεν άλλαζαν γνώμη. Έτσι, αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε
πίσω στα σπίτια μας. Ήμασταν πολύ απογοητευμένοι από την απαγόρευση των γονιών
μας, αλλά δεν θα το βάζαμε κάτω...
Αποφασίσαμε ότι θα πάμε κρυφά από τους γονείς μας. Έτσι και έγινε λοιπόν. Την επόμενη μέρα με
τις μπάλες μας στα χέρια είπαμε στους γονείς ότι θα πάμε στην πλατεία να παίξουμε
ποδόσφαιρο. Μόλις φτάσαμε, παρατήσαμε τις μπάλες και ακολουθώντας ένα μονοπάτι
πίσω από το τελευταίο σπίτι του χωριού, πήραμε το δρόμο για τη
μαρμαρωμένη. Σκαρφαλώσαμε με πολύ
προσοχή στο βουνό και βρεθήκαμε στον περίεργο αυτό βράχο. Ήταν πολύ μεγάλος από
κοντά. Πίσω του έχασκε σκοτεινή η είσοδος μιας σπηλιάς. Ανάψαμε τους φακούς που
είχαμε πάρει μαζί και φοβισμένοι αποφασίσαμε να μπούμε. Η υγρασία μαζί και ο
φόβος μας κάνανε να τρέμουμε. Σκουριασμένα κουτάκια από ανοιγμένες κονσέρβες
και κάποιες τρύπιες κουβέρτες μαρτυρούσαν πως πριν αρκετά χρόνια κάποιοι είχαν
βρει καταφύγιο εκεί.
Γυρνώντας για να βγούμε από την σπηλιά, ο Ορέστης σκόνταψε πάνω σε ένα
δερμάτινο πουγκί. Το ανοίξαμε και με έκπληξη είδαμε να γυαλίζουν μπροστά στα
μάτια μας 10 χρυσές λίρες. Βάλαμε το πουγκί στο σακίδιο μας και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο χωριό γιατί είδαμε ότι η ώρα
είχε περάσει και οι γονείς μας θα ανησυχούσαν.
Όταν
κατεβήκαμε το μονοπάτι, βρήκαμε τους
γονείς μας μαζεμένους στην πλατεία. Τρελαμένοι από ανησυχία μας ρώτησαν πού
ήμασταν τόση ώρα. Ο Περίανδρος απάντησε ότι είχαμε πάει στο μαγαζί για μία
πορτοκαλάδα αλλά φαινόταν στα μάτια μας ότι λέγαμε ψέματα.
Ένας
ένας κοιταχτήκαμε και με το βλέμμα
συμφωνήσαμε να πούμε την αλήθεια... Ο Ορέστης πήρε τον λόγο και είπε πως
πήγαμε στο βράχο της μαρμαρωμένης για να τον εξερευνήσουμε και εκεί βρήκαμε
κάτι απίστευτο, πολλές λίρες. Οι γονείς σοκαρισμένοι μας είπανε ότι ήτανε πολύ
επικίνδυνο αυτό που κάναμε και ότι θα μπορούσαμε να είχαμε τραυματιστεί σοβαρά.
Εμείς ορκιστήκαμε πως δεν θα ξανακάναμε κάτι τόσο επικίνδυνο και τους ρωτήσαμε
τι πρέπει να κάνουμε τις λίρες. Όσο οι υπόλοιποι γονείς σκεφτόντουσαν, ο
μπαμπάς της Αμαλίας είπε ότι αφού τις βρήκαν τα παιδιά, αυτά έπρεπε να αποφασίσουν τι θα τις
κάνουν...
Μετά το συμβούλιο που κάναμε,
αποφασίσαμε να φτιάξουμε με αυτές τις λίρες μία πέτρινη βρύση στην
πλατεία του χωριού για να μας θυμίζει την περιπέτεια μας....
Την
ονομάσαμε:
"Η βρύση της μαρμαρωμένης"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου