Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Ο Θεός Λιχούδης

 


Ο ΘΕΟΣ ΛΙΧΟΥΔΗΣ

Γειά σας , είμαι ο Λιχούδης. Ένας θεός μπισκοτούλης. Τώρα μάλλον θ αναρωτιέστε πώς γίνεται ένα μπισκότο να είναι θεός. Που λέτε, εγώ γεννήθηκα σ έναν φούρνο. Μου έφτιαξαν γάντια και μπότες από σοκολάτα υγείας, καπέλο από λευκή σοκολάτα. Και κουμπιά από ζελεδάκια. Με είχαν σ ένα ράφι για λίγο καιρό μέχρι που με σέρβιραν.

Μόλις κατάλαβα πως η μοίρα, ο σκοπός των μπισκότων είναι το φάγωμα , πετάχτηκα γρήγορα και άρχισα το ταξίδι. Έτσι όπως προχωρούσα, συνάντησα μια αλεπού που άρχισε να με κυνηγάει. Έτρεχα ώσπου βρήκα ένα ποτάμι. Έψαξα κάτι που να επιπλέει για  να το χρησιμοποιήσω σαν βάρκα να περάσω απέναντι. Κοιτούσα τριγύρω και τότε βρήκα ένα αλουμινένιο καράβι πεταμένο στα σκουπίδια. Πήγα το έπιασα και το πέταξα στο ποτάμι. Ανέβηκα και σώθηκα απ’ το παμπόνηρο εκείνο ζώο. 

Εντάξει, ο περίπατος στο δάσος είναι ωραίος , όμως ειδικά ένα μπισκότο σαν εμένα θα έπρεπε να προσέχει για θηρευτές ή πολύ λιχούδικα ζώα. Πέρασε η μέρα μια χαρά. Ήπια νερό από τη βροχή, έφαγα φρούτα απ’ τα δέντρα της περιοχής, όμως άρχισε να νυχτώνει. Δεν είχα καταφύγιο να κοιμηθώ. Ή θα με πατούσαν , ή θα με θρυμμάτιζαν, ή θα με έτρωγαν. Καθώς περπατούσα άκουσα κάτι πίσω μου. Χωρίς να προλάβω να πω ή να κάνω κάτι είδα ένα φίδι, μου όρμησε, έκλεισα τα μάτια και περίμενα να με δαγκώσει. Ανταυτού , άκουσα κάποιον να μου λέει «μπορείς τώρα ν ανοίξεις τα μάτια σου, δεν θα σε φάω». Άνοιξα τα μάτια, ένα ζώο με αγκαθωτή πλάτη και αστεία μυτούλα στεκόταν μπροστά μου.

·       Πώς σε λένε τον ρώτησα ?

·       Τζο Σκατζό, εσένα ?

·       Λιχούδη.

·       Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία Λιχούδη.

·       Κι εγώ . Ε….. τί είσαι?

·       Είμαι σκαντζόχοιρος. Εσύ?

·       Μπισκότο.

·       Κάτι κατάλαβα. Ή μάλλον κάτι μυρίστηκα.

·       Καλό.

·       Ευχαριστώ. Θα ήθελες να έρθεις σπίτι μου? Θα φάμε ψιλοκομμένο φίδι με λάδι και για επιδόρπιο φράουλες!

Θα ήθελα πολύ.  

Έτσι τον βοήθησα να μαζέψει φράουλες και πήγαμε στη φωλιά του. Εκεί μου γνώρισε τη γυναίκα του Έιμι και τα τρία παιδιά τους: Σίλβερ, Σάντοου και Σόνικ.

Παίξαμε με τα μικρά και οι φράουλες ήταν απίθανες. Αποφάσισα να ζήσω με τον Τζο. Περνούσαμε τέλεια κάθε μέρα ώσπου…..μια μέρα παγίδευσαν τον Τζο οι κυνηγοί . Πρώτα το είπα στην Έιμι και πήγα για βοήθεια με τον Σίλβερ. Ψάχναμε, ψάχναμε, μέχρι που βρήκαμε ένα πηγάδι. Από κει πέρασε τότε μια νεράιδα που μου έδωσε ένα caprice για σκήπτρο και μ έκανε θεό. Έτρεξα γρήγορα , έσωσα τον Τζο. Όμως είδη είχε ξεσπάσει μπόρα. Η φωλιά καταστράφηκε και έπρεπε κάπως φυλαχτούμε. Τότε σκέφτηκα την καλύτερη ιδέα: Δημιούργησα μια επιχείρηση , ένα σπίτι . Δημιούργησα ένα εργοστάσιο σοκολάτας και από τότε ζω εκεί με τους φίλους μου.

 

 

 

 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΞΥΝΟΓΑΛΟΣ .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου