Χθες ολοκληρώθηκε το εργαστήριο δημιουργίας παραμυθιού που διοργάνωσε το βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα.
Η προτελευταία εργασία ήταν να γραφτεί ένα παραμύθι στα χνάρια των λαϊκών παραμυθιών, με αξιοποίηση της ντοπιολαλιάς, καθώς οι συμμετέχουσες ήταν από πολλές γωνιές της Ελλάδας: Καλαμάτα, Αρκαδία, Ιωάννινα, Ξάνθη, Βελβεντός Κοζάνης...
Τα αποτελέσματα, όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Αρχίζω τις δημοσιεύσεις των παραμυθιών με το παραμύθι της Νηπιαγωγού Αντωνίας Ζιώγα
Ο Γιάνν’ς κι η Μαρούσιω
Λαϊκό παραμύθι
Μια βολά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν, ήταν ένα
μικρό σπιτάκι σ΄ένα λογγάρι οπού ζούσε ένα αντρόϋνο πού ‘χαν δυό παιδιά κι ένα
τσιουπί, όμορφο και κοντυλογραμμένο. Είχε φτάκ’ ο καιρός οπού ΄πρεπε να παντρευτεί.
Η Μαρούσιω έτσι
λέγαν το τσουπί δεν έλεγε να πει το ναι σε κανένα. Κανένας δεν τ ΄ς άρεσε σ’
όλους έβρισκε και κάτ΄ για να μην τ’ αποφασίσει.
Στη Μαρούσιω άρεσε να βγαίν’ στ΄ν εξοχή να μιλάει με τα πουλιά, με τα ζώα , να
κατεβαίν΄ στο ποτάμι και να λούζει τα
όμορφα μακριά καστανά της μαλλιά.
Μια μέρα πέρασε απ΄ το χωριό ένας ξένος πραματευτής
που πουλούσε όμορφα στρωσίδια και βελέντζες .
Σαν πέρασε κι από το σπίτ΄ τ’ς Μαρούσιως και τ’ν είδε
ο ξένος, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και τη ζήτησε από τον πατέρα τ’ ς. Ο
πατέρας τ’ς την έδωκε στον ξένο με την
υπόσχεση ότι θα προσέχει τ’ν κόρη του
και θα τη φροντίζει. Άρεσε και στη Μαρούσιω αυτός ο ξένος και συμφώνησε να φύγ’
μαζί του να ζήσ’ σ’ άλλη πόλη κάμποσες ώρες μακριά απ΄το χωριό τ’ς.
Ο πρώτος χρόνος πέρασε καλά για τη Μαρούσιω στα ξένα.
Ο άνδρας της ο Γιάνν΄ς τ’ς έδειχνε αγάπη και τη φρόντιζε.
Μαζί τους έμενε κι η μάνα του Γιάνν’, που κι αυτή στην αρχή μιλούσε καλά στη Μαρούσιω και τ’ς
έδειχνε συμπάθεια. Σαν πέρασε ο πρώτος χρόνος η πεθερά άλλαξε κι έβαζε τη
Μαρούσιω να κάνει ένα σωρό δουλειές όλη μέρα. Την ξυπνούσε απ΄το χάραμα κι όλη μέρα δεν την άφηνε ούτε μια στάλα να
κάθεται. Ο άνδρας της ο Γιάνν΄ς έλειπε
μέρες και βδομάδες και δεν ήξερε τι γένεται στου σπίτ’.
Μια μέρα
μόλις είχε ζημώσει η Μαρούσιω, είχε φτιάξει οχτώ ζμάρια για ψωμιά κι ήταν
έτοιμα να τα φουρνίσ’.
Τ’ς λέει η πεθερά τ’ς:
-Πόσα ζμάρια έκανες Μαρούσιω;
-Οχτώ μάνα, οχτώ όσα μο΄ είπες.
-Για να τα μετρήσω. Ένα δύο τρία…..έξ εφτά. Πούντο
τάλλο τι τόκανες;
-Οχτώ είναι μάνα οχτώ. Εφτά έλεγε η πεθερά, οχτώ η
Μαρούσιω ώσπου θύμωσε η πεθερά κι αρχινάει να την κοπανά με τον πλάστη.
Η καημένη η Μαρούσιω άρχισε να κλαίει και να παρακαλά:
-Αχ να γενόμουν ένα από κείνα τα πουλιά που τα ζήλευα μικρή σαν τάβλεπα λεύτερα να
πετάν στον ουρανό.
Αμέσως η Μαρούσιω
έγινε πουλί, ένα πανέμορφο πουλί κι έφυγε
από κείνα τα μέρη και ξαναπήγε στα μέρη τα δικά τ’ς.
Η Μαρούσιω έκανε φωλιά πάνω σ’ ένα ψηλό δεντρί στο
λογγάρι και κάθε χάραμα πετούσε αχπάνω απ΄το πατρικό τ’ς κι έλεγε ένα παραπονιάρικο σκοπό μ’ ανθρώπινη φωνή.
Όταν
ματαγύρισε ο άντρας τ’ς απ’ τα ξένα και δε βρήκε τη Μαρούσιω ρωτά τ’ μάνα του:
-Πούναι μάνα η γυναίκα μ’;
-Να πα να τ’ βρεις ‘κει που τ’ ν έφερες!
Πουρνό πουρνό κινάει ο Γιάνν’ς να βρει τη γυναίκα του.
Λίγο πριν φτάκ’ στο σπίτι τ’ς Μαρούσιως κάθεται να ξαποστάσ’ κάτω απ’ το ψηλό
δεντρί!
Τάχασε ο Γιάνν’ς όταν είδε ένα όμορφο πουλί να κάθεται
στον ώμο του και να λαλεί μ’ ανθρώπινη φωνή!
-Άντρα μου καλέ μου εγώ είμαι η γυναίκα σ’ η Μαρούσιω,
μη κοιτάς πόγινα πουλί για να γλυτώσω από τ’ μάνα σ’. Πάρε με κοντά σ’ μον’ μη
γυρίσουμε πίσω, πάμε όπου αλλού θες εσύ!
-Θέλω τη γυναίκα μ’ πίσω, είπε ο Γιάνν’ ς στο πουλί.
-Πάρε μαζί σ’ και φρόντιζέ με και ‘γω θα ματαγίνω όπως
πριν!
Ο Γιάνν’ς π’
αγαπούσε πολύ τη Μαρούσιω τ’ν πίστεψε και πήγαν μακριά σ’ άλλα μέρη!
Έναν ολάκαιρο χρόνο φρόντιζε ο Γιάνν’ ς το πουλί ώσπου
μια μέρα κεί που άρχισε να κουράζεται και να χάνει την πίστη του να ματαδεί τη γυναίκα του ξυπνάει ένα πρωγινό να πάει στη δουλειά τ΄
και βλέπει δίπλα του τ’ν όμορφη Μαρούσιω! Η χαρά του δε περιγράφεται σαν είδε
τ’ν καλή του ο Γιάνν’ς και ζήσαν
ευτυχισμένοι και καλά κι’ εμείς ακόμα και καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου