Ένα ακόμη παραμύθι από το εργαστήρι δημιουργίας παραμυθιών που πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα
«Κίνδυνος στο μαγισσοχώρι»
της Μάριαν Αγιούμπ
-
Πες
μας πάλι γιαγιά την ιστορία με τον κακό μάγο στο μαγισσοχώρι…
-
Πάλι
αυτή την ιστορία θέλετε να ακούσετε αγάπες μου;
-
Έλα
γιαγιάααααααα, σε παρακαλούουουουουμε…
Πλάι στο τζάκι στην αφράτη,
μοντέρνα πολυθρόνα καθόταν η γιαγιά. Ε, δεν κάθονται δα και όλες οι γιαγιάδες
σε πολυθρόνες κουνιστές. Στην αγκαλιά της, η Νίνα και η Μυρτώ.
-
Κόκκινη
κλώστη δεμένη,
από μάγο μαγεμένη,
δωσ’ της ξόρκι να αρχινήσει,
παραμύθι να κεντήσει…
λένε οι μικρές με μια φωνή.
Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή μαγισσούλα. Ζούσε στο μαγισσοχώρι μαζί με τη
μαμά της, το μπαμπά της και το μεγάλο της αδελφό.
Στη
μαγισσούλα άρεσε πολύ να βοηθάει όλο τον κόσμο. Ή έτσι τουλάχιστον είχε μάθει
από μικρή. Όποιος είχε πρόβλημα έτρεχε σε εκείνη για να τον βοηθήσει και να του
βρει μια έξυπνη λύση. Πιο πολύ απ’ όλους όμως βοηθούσε τον αδελφό της. Παρόλο
που ήταν πιο μεγάλος, εκείνη τον πρόσεχε σαν τα μάτια της και τον συμβούλευε.
Τόσο
πολύ ασχολούνταν με το να βοηθάει τους πάντες, που υπήρχαν μέρες που ξεχνούσε
ακόμα και να φάει και που δεν προλάβαινε να κοιμηθεί.
Πολύ
σύντομα μια σπουδαία μέρα θα έφτανε. Ο ετήσιος διαγωνισμός μαγικών ταλέντων. Η
μαγισσούλα και ο αδελφός της έπαιρναν
μέρος κάθε χρόνο και είχαν ένα σωρό διακρίσεις. Εκείνη κέρδιζε βραβεία
καλύτερης μαγεμένης μαγισσοιστορίας και εκείνος καλύτερης μαγευτικής
μαγισσομουσικής.
Κάτι
παράξενο έμελλε όμως να συμβεί ετούτη τη χρονιά. Όσο η μαγισσούλα και ο αδελφός
της προετοίμαζαν τις δημιουργίες τους και δοκίμαζαν τα καλύτερα και τα πιο
φανταστικά τους ξόρκια για τις ιστορίες και τις μουσικές τους, κάποιος
παραφυλούσε για να τους χαλάσει τα σχέδια… και όχι μόνο…
Ξέχασα
να σας πω, πως πρόσφατα, λίγο έξω απ’ το μαγισσοχώρι, σε έναν ψηλό πύργο, είχε
μετακομίσει ένας πολύ κομψός και πλούσιος κύριος. Τα κουστούμια του ήταν
πάντοτε φρεσκοπλυμένα, μοσχομυριστά και καλοσιδερωμένα. Τα μαλλιά του λαμπερά.
Τα παπούτσια του ολοκαίνουρια και καλογυαλισμένα. Απ’ την τσέπη του κρεμόταν
ένα πανάκριβο ρολόι.
«Κύριος
με τα όλα του», έλεγαν όλοι. Υπεράνω πάσης υποψίας. Κυκλοφορούσε με μια πελώρια
λιμουζίνα και όλα τα μαγισσόπαιδα στο μαγισσοχώρι μαγεύονταν, παρόλο που ήταν
ήδη μαγεμένα σαν μαγισσόπαιδα που ήταν. Κι οι μεγάλοι όμως έλεγαν τα καλύτερα
λόγια για εκείνον στο πρωινό κουτσομπολιό στην αγορά των μαγικών φίλτρων. Είχε
κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη όλων με το στυλ του. Μόνο τη
μαγισσούλα δεν γοήτευε αυτός ο νέος επισκέπτης. Τον αδελφό της πάλι τον
εντυπωσίαζε πολύ…
Λίγες
μέρες έμεναν για το μεγάλο διαγωνισμό. Ο αδελφός της μαγισσούλας έκοβε βόλτες
στο δάσος και τελειοποιούσε την καινούρια του
μουσική μαγισσοσύνθεση για το διαγωνισμό. Ξαφνικά, κάτι τον έκανε να
πεταχτεί με φόρα στην άκρη του δρόμου. Παραλίγο η λιμουζίνα του πλούσιου κυρίου
να τον πατήσει.
-
Ω, με
συγχωρείς αγόρι μου. Είπε, όλο ευγένεια, ο πλούσιος κύριος
κατεβάζοντας το παράθυρο του πανάκριβου αυτοκινήτου του.
-
Δεν
πειράζει. Είπε ο αδελφός της μαγισσούλας τρομαγμένος απ’ τη λαχτάρα
που ‘χε πάρει.
-
Μπες
μέσα. σου οφείλω μια ζεστή
σοκολάτα και λίγα μπισκότα. Λίγη όμορφη μουσική θα σε χαλαρώσει απ’ την τρομάρα
που πήρες εξαιτίας μου. Έχω φανταστικούς δίσκους στον πύργο μου.
Τι τα θες; Μόλις ο μικρός
άκουσε για δίσκους βούτηξε μεμιάς στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για τον πύργο.
Εκεί, τα μάτια του μάγεψαν ακόμα περισσότερο. Ήταν σαν να
επισκεπτόταν το βασίλειο της μουσικής. Ο πλούσιος κύριος του σέρβιρε μια κούπα
ζεστή σοκολάτα, κάτασπρα μπισκότα, μάλλον βανίλιας ή καρύδας, και έβαλε να
παίζει στο πικάπ μία μαγευτική μουσική.
Όταν έφτασε η ώρα του γυρισμού ο μικρός ήταν μαγεμένος.
Όχι όπως μέχρι τώρα. Διαφορετικά. Κάτι παράξενο συνέβαινε. Κάθε μέρα, ξανά και
ξανά, ο αδελφός της μαγισσούλας επισκεπτόταν τον πλούσιο, παράξενο κύριο στον
πύργο του, για να πιεί σοκολάτα, να φάει μπισκότα και να ακούσει μουσική, αυτή
τη φορά πληρώνοντας τον με το μαγισσοχαρτζιλίκι του.
Όλοι ήταν απασχολημένοι και κανείς δεν είχε προσέξει,
κανείς δεν είχε καταλάβει την αλλαγή του αγοριού. Κανείς, εκτός από την αδελφή
του. Όμως κι αυτή δυστυχώς ήταν απασχολημένη με την μαγισσοτελειοποίηση της
μαγισσοιστορίας της για το μαγισσοδιαγωνισμό.
Όταν έφτασε εκείνη η μέρα, έγινε ο κακός χαμός. Ο αδελφός
της μαγισσούλας έκανε σαν τρελός. Είχε προηγηθεί άλλη μια επίσκεψη στον πύργο.
Ετούτη τη φορά ήπιε διπλή δόση σοκολάτας. Έφαγε τα διπλά κάτασπρα μπισκότα και
άκουσε τους διπλάσιους δίσκους. Μπήκε στο σπίτι τους αλαφιασμένος, σαν να τον
είχε τσιμπήσει η πιο μαγεμένη μύγα. Και τι έκανε;
Άρπαξε τη μαγισσοιστορία της μαγισσούλας και της
ανακάτεψε όλες τις λέξεις. Έτσι που από μια μαγευτική μαγισσοιστορία, την έκανε
άνω κάτω και δεν έβγαινε πια κανένα νόημα. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Ανακάτεψε
και τις δικές του νότες κι από μαγευτικό μουσικό κομμάτι έγινε μια
μουσικοσαλάτα.
Την ώρα του διαγωνισμού, μαγισσούλα και αδελφός έγιναν
ρεζίλι. Πως είναι δυνατόν τα δυο αδέλφια, που μέχρι τώρα παραμάγευαν τους
πάντες με τις δημιουργίες τους και κέρδιζαν όλα τα βραβεία, να παρουσιάζουν
τώρα τέτοιες μαγισσοασυναρτησίες;
Η μαγισσούλα τα ‘χε χάσει. Ξαφνικά, μπροστά στα σαστισμένα
μάτια όλου του μαγισσοχωριού, ο αδελφός της άρχισε να τρέχει, γρήγορα σαν τον
άνεμο. Τι μύγα τον τσίμπησε πάλι; Συλλογίστηκε
η αδελφή του, που διόλου δεν την ένοιαζε πια ο διαγωνισμός. Η μόνη της έννοια
ήταν να μάθει τι είχε συμβεί στον αδελφό της.
Εκείνο το βράδυ, παρόλο που ο ύπνος και πάλι δεν την
έπαιρνε, και με το δίκιο του ετούτη τη φορά, έκανε την κοιμισμένη, μπας και
ανακαλύψει ποια ήταν αυτή η τρέλα που έπιασε τον αδελφό της. Εκείνος, μόλις
βεβαιώθηκε ότι η μαγισσούλα είχε πια κοιμηθεί, σηκώθηκε σιγά σιγά από το
κρεβάτι του, κράτησε στο χέρι τα παπούτσια του, για να μην κάνει θόρυβο και το
‘σκασε από το παράθυρο. Η μαγισσούλα, χωρίς να χάσει χρόνο, τον ακολούθησε με
προσοχή.
Μπροστά ο αδελφός, ξοπίσω η μαγισσούλα, έφτασαν στον
πύργο του παράξενου κυρίου. Η μαγισσούλα είχε κρυφτεί πίσω από ένα μεγάλο
δέντρο, όσο ο αδελφός της χτυπούσε τη βαριά πόρτα του πύργου. Ο μάγος του
άνοιξε κι εξαφανίστηκαν και οι δυο από τα μάτια της. Εκείνη έψαχνε ένα τρόπο να
εισβάλλει στον πύργο, για να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από την αλλόκοτη
συμπεριφορά του αδελφού της. Έκανε πολλές γύρες και ανακάλυψε ένα πολύ μικρό
παραθυράκι στο υπόγειο, που για καλή της τύχη ήταν ανοιχτό. Ευτυχώς που ήταν
ακόμα μαγισσούλα και όχι ολόκληρη μάγισσα και κατάφερε να χωρέσει από το
μικροσκοπικό άνοιγμα.
Βρισκόταν πια στη μέση ενός τεράστιου υπογείου με
γουρλωμένα μάτια. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Όλοι οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από
φωτογραφίες παιδιών, από το μαγισσοχώρι και άλλα χωριά. Ανάμεσα τους και η
φωτογραφία του αδελφού της. Από κάτω παράξενες σημειώσεις:
Αγαπημένη ασχολία: Μουσική
Κατανάλωση σε:
1.Σκόνη σοκολάτας: 50
μαγισσοευρώ
2.Λευκά μπισκότα: 40
μαγισσοευρώ
3.Ανεξόφλητο χρέος: 45
μαγισσοευρώ
Οι
παράξενες σημειώσεις συνόδευαν και τα πρόσωπα των άλλων παιδιών. Άλλα ποσά,
άλλες ασχολίες. Σε αυτό το παιδί αρέσει το ποδήλατο, σε εκείνο η ζωγραφική, σε
εκείνο τα μπαλόνια. Μα που γνώριζε τόσα πολλά αυτός ο παράξενος άνθρωπος για
όλα αυτά τα παιδιά; Και τι σήμαιναν αυτά τα ποσά κάτω από κάθε φωτογραφία; Και
το πιο σημαντικό… γιατί είχε αλλάξει τόσο ο αδελφός της; Δεν μπορούσε να τον
αναγνωρίσει με τέτοια παράξενη συμπεριφορά. Αυτά σκεφτόταν η μαγισσούλα, όταν
άκουσε βήματα στις στριφογυριστές σκάλες.
Πάνω
στην τρομάρα της έτρεξε να κρυφτεί κάτω από ένα βαρύ ξύλινο τραπέζι. Για κακή
της τύχη σκουντούφλησε και έβγαλε μια κραυγή πόνου. Αυτός που είχε κατέβει στο
υπόγειο δεν ήταν άλλος από τον παράξενο κύριο, που έκανε να την πλησιάσει. Αμέσως
η μαγισσούλα βγάζει από την τσέπη της το μαγικό ραβδάκι της. Με δύναμη φωνάζει
τα ξόρκια για να γίνει αόρατη. Τι κρίμα που είναι ακόμα μικρούλα και δεν έχει
εξασκήσει ακόμα το ραβδάκι της σε τόσο δυνατά ξόρκια. Ο παράξενος κύριος την
είχε ανακαλύψει.
-
Βρε,
βρε, βρε… Μια απρόσμενη επισκέπτρια στον πύργο μου. Μεγάλη μου τιμή δεσποινίς μου. Μα γιατί θέλεις να φύγεις τόσο γρήγορα; Είπε
και το βλέμμα του ήταν τρομακτικό σαν δράκου. Καλωσόρισες στον πύργο μου. Τι μπορώ να κάνω για σένα; Θα ήθελες να σου
προσφέρω λίγη σοκολάτα και μπισκότα;
Η μαγισσούλα έκανε κι άλλες
προσπάθειες με τα ξόρκια της αλλά τίποτα.
-
Νομίζω
θα αρχίσω να αισθάνομαι προσβεβλημένος. Μα να σνομπάρεις έτσι τη φιλοξενία μου
δεσποινίς μου; Είπε εκείνος.
-
Τι
έχεις κάνει στον αδελφό μου; Του απάντησε εκείνη θαρρετά,
παρόλο που φοβόταν πολύ.
-
Νομίζω
ψάχνεις για μπελάδες μικρή μου. Τέρμα οι ευγένειες. Είπε εκείνος.
Ξαφνικά αρπάζει το ραβδί του
και ετοιμάζεται να επιτεθεί στη μαγισσούλα.
Και
τότε έγινε κάτι που κανείς σε όλο το γνωστό και άγνωστο μαγισσόκοσμο δεν
μπορούσε να φανταστεί. Το ραβδί του παράξενου κυρίου το ‘σκασε από τα χέρια του,
τη στιγμή που αντίκρισε το ραβδί της μαγισσούλας. Βλέπετε αυτό που δεν ήξερε
κανείς σε εκείνο το δωμάτιο ήταν πως τα δυο ραβδιά γνωρίζονταν από παλιά. Ήταν
και τα δυο κλαδάκια του ίδιου δέντρου. Μόλις το ραβδί του κακού είδε το ραβδάκι
της μαγισσούλας στράφηκε προς τον αφέντη του και τον ακινητοποίησε με ένα
δυνατό ξόρκι. Το ραβδάκι της μαγισσούλας, που τα είχε χρειαστεί λίγο πριν για
τα καλά, άρχισε να ξεθαρρεύει και να τσιμπάει τον ακινητοποιημένο παράξενο κύριο.
Το δικό του ραβδάκι, που ήταν πιο εξελιγμένο, κάλεσε στο τηλέφωνο για βοήθεια.
Σε λίγη ώρα, ένα αυτοκίνητο της μαγισσοαστυνομίας με τη
σειρήνα αναμμένη είχε σταθμεύσει μπροστά από την αυλόπορτα του πύργου. Σε δυο
λεπτά, δυο μαγισσοαστυνόμοι έβαζαν βιαστικά τον πλούσιο κύριο υπεράνω πάσης υποψίας
στο μαγισσοπεριπολικό. Του είχαν φορέσει και μαγισσοχειροπέδες.
Τα νέα κυκλοφόρησαν και η αλήθεια δεν άργησε να μαθευτεί.
Όλα τα μαγισσοραδιόφωνα και οι μαγισσοεφημερίδες έλεγαν για τον πλούσιο κύριο
που βρέθηκε στη φυλακή. Δεν ήταν άλλος από έναν κακό μαύρο μάγο που πλούτιζε
κοροϊδεύοντας ανυποψίαστα παιδιά. «Φτηνά
τη γλίτωσε ο αδερφός μου», συλλογίστηκε η μαγισσούλα.
Εκείνος συνήλθε ευτυχώς γρήγορα. Ήταν τυχερός, γιατί η
αδελφή του τον φρόντισε και πάλι στοργικά. Από δω και πέρα θα ήταν στα σίγουρα πιο προσεκτικός.
-
Και τι
έγινε με τις μαγισσοιστορίες και τις μαγισσομουσικές γιαγιά;
-
Εκείνη
τη χρονιά τα δυο αδέλφια έχασαν τα βραβεία. Αλλά είχαν κερδίσει τα πιο πολύτιμα
και σπουδαία μαθή…..(ματα)
Η
γιαγιά δε συνέχισε τη φράση της. Η Νίνα και η Μυρτώ είχαν αποκοιμηθεί. Έτσι δεν
είδαν και τη γιαγιά που έκλεισε το μάτι πονηρά σε μια φωτογραφία, που ήταν
στολισμένη πάνω στο τζάκι. Ένας όμορφος
νέος, που κρατούσε μια κιθάρα. Ευτυχώς που είχαν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της
γιαγιάς και δεν πρόλαβαν να δουν πως και ο νέος στη φωτογραφία έκλεισε το μάτι
στη γιαγιά…
Και
ζήσαν αυτοί μαγισσοκαλά κι εμείς μαγισσοκαλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου