Άλλο ένα παραμύθι που δημιουργήθηκε πάνω σε μοτίβα λαϊκού παραμυθιού στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Δημιουργίας Παραμυθιού στο βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα.
Ο Θησαυρός στα Σκαφιδέλια
από την Αγγελική Δούβα
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα φτωχικό σπίτι, μια μικρή πέτρινη καλύβα μέσα το δάσος ζούσε ένα όμορφο παλικάρι μαζί με τους γονείς του .Μαζί τους ζούσε και ένας παπάς
στο διπλανό καμαράκι Πάνε χρόνια από εκείνο
το βράδυ που χτύπησε την πόρτα τους καταπονημένος και καταβεβλημένος.
Ήταν ένα
χειμωνιάτικο βράδυ του Μάρτη που έβρεχε
ο Θεός με το Θεό και έλεγες ότι θα βουλιάξουν τα πάντα από τη βροχή .Χτύπησε
λοιπόν εκείνη την νύχτα ο παπάς την πόρτα του φτωχικού τους .Ο πατέρας ξύπνησε
αλαφιασμένος στην αρχή δίστασε αλλά
τελικά άνοιξε την πόρτα και αντικρίζει
μπροστά του τον σχεδόν λιπόθυμο ,ταλαιπωρημένο; και βρεγμένο ως το
κόκκαλο ;παπά …
–Πέρασε μέσα του λέει .Μην στέκεσαι στην πόρτα και τον υποδέχτηκε καλόκαρδα,.
Αυτός δίστασε για λίγο αλλά στο τέλος μπήκε
.
Τον έβαλε κοντά στη φωτιά, στο τζάκι για να ζεσταθεί ,του έδωσε και μια
καινούργια αλλαξιά για να ντυθεί και τον
περιποιήθηκε με ότι είχε Αυτός είχε ένα γέρικο μουλάρι μαζί του .Το πήρε και
αυτό το έβαλε στο στάβλο το τάισε και το χάιδεψε..
-Μην
ανησυχείς του είπε εδώ θα βρείτε ξεκούραση και ζεστασιά.
Έτσι μετά από εκείνο
το βράδυ ο παπάς έμεινε μαζί τους στο διπλανό καμαράκι λίγα μέτρα απόσταση από το δικό τους
σπίτι.
Ο παπάς κάθε μέρα έπαιρνε το μουλάρι του και το έβοσκε
στο πλάγιο, ανατολικά του συνοικισμού, στη θέση «Σκαφιδέλια».
Ο παπάς επειδή είχε αρκετά χρήματα και φοβόταν μήπως του τα κλέψουν έτσι τα έκρυψε σ' ένα λάκκο
που έσκαψε στα Σκαφιδέλια. Κανείς δεν γνώριζε το μυστικό του παρά μόνο το πιστό
του γέρικο μουλάρι..
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια .Κάποτε όμως ο παπάς
αρρώστησε, Έπεσε στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να μιλήσει. Όπως ήταν ξαπλωμένος
ζήτησε με νοήματα χαρτί και μολύβι για να γράψει. Του έδωσαν και έγραψε:
«Ανάμεσα στα δυο λαγκάδια (και τσάκισε την κόλλα) έχω κρύψει αρκετά χρήματα».
Αυτά πρόλαβε να γράψει και μετά πέθανε. Το διάβασαν το ξαναδιάβασαν ,’έσπασαν
το κεφάλι τους όμως άκρη δεν έβγαλαν και έτσι ξεχάστηκε αυτή η ιστορία.
Το
παλικάρι κατά καιρούς κατέβαινε στην πόλη για να ψωνίσει διάφορα πράγματα που
χρειάζονταν στο σπίτι .Εκεί στην αγορά συναντούσε μια όμορφη κοπέλα που μαζί με
την μητέρα της πουλούσαν διάφορα πράγματα την κοπέλα την έλεγαν Ζαφείρω
Κουμουνδουρέα, από τα Γιατρέικα. Κάθε
φορά που την έβλεπε την κοιτούσε με
θαυμασμό για την ομορφιά της και την απλότητα της.
-Καλημέρα παλικάρι του είπε και τον χαιρέτησε .
-Καλημέρα της απήντησε .Πως είσαι σήμερα., σε βλέπω λίγο
αναστατωμένη ή μου φαίνεται;
-Είδα ένα παράξενο όνειρο του είπε.. Ένα μέρος που είναι κρυμμένα χρήματα..Και του περιέγραψε το μέρος που είχε
ονειρευτεί.
Το παλικάρι κοντοστάθηκε και της είπε
-θα ήθελες να σε βοηθήσω και να ψάξω για αυτό το μέρος να
δούμε αν υπάρχουν αυτά τα χρήματα; Τότε
που ήρθε στο νου το χαρτί και αυτό που είχε γράψει ο παπάς λίγο πριν πεθάνει
-Λες να έχει σχέση το όνειρο με τα χρήματα του παππά
;αναρωτήθηκε.
Η κοπέλα δίστασε για λίγο και μετά του αποκρίθηκε
-Ναι θα ήθελα να ψάξεις για να σιγουρευτούμε αν τελικά
είναι όνειρο η πραγματικότητα. Το παλικάρι λοιπόν μήνυσε και σε κάτι φίλους του από το διπλανό
χωριό και έτσι μια μέρα ξεκίνησαν για
ταξίδι μακρινό, για να βρουν τα χρήματα Ωστόσο δεν ήξεραν πού να ψάξουν.
-Τα παλιά χρόνια οι ληστές έκρυβαν την λεία τους στις κουφάλες
των δέντρων , είπε ο ένας από αυτούς.
-Μα πως θα τα βρούμε είπε ένας άλλος.
-Αρχικά
πρέπει να βρούμε σε ποια μέρη πήγαινε ο παπάς
είπε ένας άλλος από την παρέα.
-Και πως θα το μάθουμε αυτό; είπε ένας άλλος
Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν δυο μεγάλα πουλιά, δυο όρνια,
να έχουν ένα κομμάτι κρέας και να μαλώνουν. «Γιατί μαλώνετε;», τους λέει το
παλικάρι.
-Δεν τα βρίσκουμε στην μοιρασιά του απάντησε το ένα από
αυτά.
-«Ελάτε να σας μοιράσω εγώ το κρέας» τους είπε Και τους το
μοίρασε. Τα πουλά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και απόρησαν που κάποιος άνθρωπος
θέλησε να τα βοηθήσει .
-Εσείς μέχρι σήμερα μας κυνηγάτε, και μας σκοτώνετε, εσύ γιατί ενδιαφέρθηκες για
μας; ;τον ρώτησε το ένα από τα
πουλιά.
-Δεν είμαστε όλοι
κακοί και αδιάφοροι είπε. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι πάνω σε αυτή τη γη.
Για να τον ευχαριστήσουν τότε εκείνα του είπαν: «Να, πάρε
ένα φτερό, κι όταν μας χρειαστείς κάψτο και φτάνουμε εμείς».
Παίρνει λοιπόν το παλικάρι το φτερό και συνεχίζουν το δρόμο
τους.
Περπάτησαν, περπάτησαν και σιγά-σιγά νύχτωνε.
Στο δρόμο τους
βρίσκουν μια σπηλιά και μπήκανε
μέσα, για να κοιμηθούνε και να ξεκουραστούνε. Είδανε όμως μέσα ένα μεγάλο
κρεβάτι και καταλάβανε πως θα 'ναι κανενούς δράκου. Κάμανε λοιπόν ένα λάκκο και
μπήκανε μέσα για να, να μην τους φάει ο
δράκος.
. Σε λιγάκι, φτάνει ο δράκος , ένα τεράστιο φίδι με την
πλάτη σκεπασμένη με πράσινα λέπια, είχε
μεγάλα και σουβλερά δόντια,
γαμψά νύχια και μάτια που πετούσαν φωτιές.
Μπαίνει ο δράκος λοιπόν στη σπηλιά και μυρίζει ανθρώπινο
κρέας και λέει: «Καιρό είχα να φάω
ανθρώπινο κρέας»
Λέει όμως και το παλικάρι : «Κι εγώ, καιρό είχα να φάω
δρακίσιο κρέας. Θα παλέψουμε κι όποιος νικήσει τον άλλο, θα τονε φάει!»
Αρχίσανε αμέσως τον αγώνα. .Ο αγώνας όμως ήταν άνισος ,Ο δράκος ήταν τεράστιος
και δυνατός .Το παλικάρι ήταν έξυπνο και θυμήθηκε το φτερό. Δεν χάνει καιρό,
καίει το φτερό. Και ξαφνικά βλέπει ένα σύννεφο από πουλιά να τον πλησιάζουν.
«Τι θέλεις;» του είπαν;
-Να σκοτώσετε το δράκο τους απάντησε κι ενώ ετοιμαζόντουσαν
να τον σκοτώσουν λέει ο δράκος: «Μη με σκοτώσετε>
Και αν σου χαρίσω τη ζωή, τι θα κάνεις για μένα; ».είπε το παλικάρι.
- Θα σου φανερώσω που βρίσκονται τα χρήματα που ψάχνεις.
του λέει: Και έτσι και έγινε ο δράκος τους οδήγησε στο μέρος που είχε κρύψει ο
παππάς τα χρήματα.
Ο θησαυρός, ο θησαυρός είπαν όλοι με χαρά. Άνοιξαν ένα
λάκκο εκεί που τους είχε δείξει ο δράκος και εκεί μέσα υπήρχαν τα χρήματα.
Οι φίλοι του όμως τον ζήλευαν και συμφώνησαν στο δρόμο του γυρισμού να τον ρίξουν σε ένα
πηγάδι και να τον αφήσουν εκεί να πεθάνει και να μοιραστούν μεταξύ τους τα
χρήματα.
Έτσι και έγινε..Όμως το παλικάρι κατορθώνει να σκαρφαλώσει και να βγει απ’ το πηγάδι, .Πάει
και βρίσκει τους φίλους του τους τιμωρεί και τους παίρνει τα χρήματα .Μια και
δύο πάει και βρίσκει την κοπέλα και της
δίνει τα χρήματα και της ζητάει να
παντρευτούν.
Η κοπέλα πήρε τα
χρήματα και του υποσχέθηκε ότι θα ξανασυναντηθούν να μιλήσουν για τις
λεπτομέρειες.
Όμως αυτή κανόνισε και έφυγε για την Αμερική. και από τότε κανείς δεν
ξανάκουσε τίποτα για αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου