Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Το δάσος του Παιδολαχανόσωμου



Όταν έχεις τέτοιους ταλαντούχους μαθητές, η χαρά είναι διπλή...

Γνωριστήκαμε σε ένα σεμινάριο στον Οσελότο στα Ιωάννινα κι από την πρώτη στιγμή αναγνώρισα ένα ολοφάνερο ταλέντο. Δεν λέω περισσότερο. Νομίζω το παραμύθι της τα λέει όλα

Το δάσος του Παιδολαχανόσωμου

της Νένας Εξάρχου

Ζούσε κάποτε σε ένα δάσος ένα μικροκαμωμένο παλικάρι. Ήταν τόσο κοντούλης που από μακριά έμοιαζε με παιδάκι και το δέρμα του ήταν λεπτό και ανοιχτό πράσινο και στις πράσινες φλέβες του αντί για αίμα έτρεχε χυμός. Γι’ αυτό τον έλεγαν Παιδολαχανόσωμο.

Ο Παιδολαχανόσωμος ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στον μεγάλο καταρράκτη του δάσους. Καλλιεργούσε κάθε είδους φρούτα στον μικρό του κήπο και κατέβαινε συχνά στην πόλη για να τα πουλήσει. Ήταν γελαστός και ευγενικός και τον αγαπούσαν όλοι οι κάτοικοι. Ειδικά τα παιδιά τού ζητούσαν συνεχώς να τους διηγείται ιστορίες από το δάσος και τα εκατοντάδες ζώα που ζούσαν εκεί. Μπορούσε να μιλά με όλα τα ζώα και έτσι πλούτιζε συνεχώς το ρεπερτόριο των ιστοριών του. Πολλές φορές μάλιστα οι γονείς των μικρών παιδιών τού έδιναν περισσότερα χρήματα από όσο άξιζαν τα φρούτα του επειδή έκανε τα παιδιά τους χαρούμενα. Εκείνος, όμως, δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του. Όταν γυρνούσε στο δάσος μάζευε όλες τις δεκαοχτούρες, κάτι γκρίζα πουλάκια σαν περιστέρια με μαύρη ρίγα στον αυχένα, και εκείνες έπαιρναν από ένα πουγκάκι η καθεμιά και το άφηναν κρυφά στις πόρτες των φτωχών οικογενειών.

Μια μέρα, όταν μοίραζαν τα πουγκιά, οι δεκαοχτούρες είδαν στη συνοικία των φτωχών έναν άνθρωπο που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ. Τον πρόσεξαν επειδή έμοιαζε πραγματικά πολύ αταίριαστος με το περιβάλλον αυτής της γειτονιάς. Φορούσε ένα βαθυπράσινο κοστούμι με ασορτί γραβάτα και στο χέρι του λαμπύριζε ένα τεράστιο χρυσό ρολόι. Κάθε τρεις και λίγο ψέκαζε τους καρπούς του και το χώρο γύρω του με ένα πανάκριβο άρωμα. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν άψογα χτενισμένα και η χωρίστρα του σαν να την είχε σχεδιάσει με χάρακα. Αυτός λοιπόν ο παράξενα τέλειος ανθρωπάκος είχε μαζέψει γύρω του κάμποσους φτωχούς κατοίκους της πόλης και τους μιλούσε. Εκείνοι τον άκουγαν με την ίδια αφοσίωση που άκουγαν τα παιδιά τις ιστορίες του Παιδολαχανόσωμου. Είχε σπουδαία νέα να τους μεταφέρει. Μιλούσε όμορφα, για την πρόοδο και την ανάπτυξη που περίμενε τη μικρή τους πόλη.

-Κάντε λίγη υπομονή, φίλοι μου, τους έλεγε, και το νέο εργοστάσιο της εταιρείας ΑΙΘΕΡΙΟΣ ΑΕ θα είναι έτοιμο να σας υποδεχτεί. Θα παράγονται στον τόπο σας τα καλύτερα καθαριστικά και αρώματα εσωτερικών χώρων. Με τα πιο αγνά και φυσικά υλικά βεβαίως βεβαίως! Και δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερους συνεργάτες από εσάς που φημίζεστε για την εργατικότητα και την τιμιότητά σας. Να ξέρετε πως αυτές οι αρετές αμοίβονται στην ΑΙΘΕΡΙΟΣ ΑΕ! Σύντομα το βιοτικό σας επίπεδο θα είναι πέντε φορές καλύτερο από ότι τώρα. Θα οδηγάτε τα πιο σύγχρονα αυτοκίνητα και θα έχετε όλοι σας συλλογές από χρυσαφικά. Η προθυμία και η εργατικότητά σας μαζί με την καθοδήγησή μας μπορούν να κάνουν θαύματα! Εμπιστευθείτε μας και δεν θα χάσετε!

Τα λόγια του έγιναν δεκτά από το πλήθος με χειροκροτήματα και χαρούμενες ιαχές. Ακόμα και οι δεκαοχτούρες είχαν εντυπωσιαστεί κι ας μην είχαν καταλάβει λέξη από ένα σημείο και μετά.

-Και τι θα πει, τέλος πάντων, «εργοστάσιος»;

-«Εργοστάσιο», διόρθωσε τη νεαρή δεκαοχτούρα ο Παιδολαχανόσωμος. Είναι ένα μέρος γεμάτο μηχανές όπου οι άνθρωποι παράγουν εκατοντάδες και χιλιάδες πράγματα που μοιάζουν ή είναι και εντελώς όμοια μεταξύ τους

Οι δεκαοχτούρες τον κοιτούσαν με τα ράμφη ορθάνοιχτα. Πόσα θαυμαστά πράγματα είχε τελικά ο κόσμος των ανθρώπων... Όπως εντυπωσιάζονταν τα παιδιά από τις ιστορίες του δάσους, έτσι και τα πουλιά και τα ζώα εντυπωσιάζονταν από τις ιστορίες που ο Παιδολαχανόσωμος τούς μετέφερε από την πόλη.

Και εντυπωσιάστηκαν ακόμα περισσότερο όταν πέταξαν ψηλά στο βουνό από όπου ανάβλυζε ο μεγάλος καταρράκτης. Εκεί είδαν πολλούς ανθρώπους να σκάβουν βαθιά μέσα στη γη και να μεταφέρουν τσιμέντα και τεράστιες σιδερένιες βέργες.

-Γιατί σκάβουν τόσο βαθιά αντί να αρχίσουν απλά να χτίζουν τη φωλιά τους με κλαράκια; ρωτούσε μια μικρή δεκαοχτούρα τον Παιδολαχανόσωμο.

-Δεν είναι φωλιά, είναι εργοστάσιο, τη διόρθωσε μια μεγαλύτερη προτού προλάβει ο Παιδολαχανόσωμος να απαντήσει.

-Και επειδή το χτίζουν στο χώμα πρέπει να έχει γερά θεμέλια. Για αυτό σκάβουν τη γη. Και με τις σιδερόβεργες φτιάχνουν μπετόν αρμέ για να μην πέσει άμα γίνει σεισμός.

-Εργοστάσιο, θεμέλια, μπετόν αρμέ... Πω! Πω! Ζαλίστηκα! Πολλές καινούριες λέξεις σε μια μέρα! αναφώνησε ξανά η μικρή δεκαοχτούρα.

-Εμ, τι νόμιζες; της είπε η πιο γέρικη από όλες τις δεκαοχτούρες, ο μπαρμπα-Κικέρωνας. Όσο πιο πολύ πετάς, και ιδίως όταν πηγαίνεις κοντά στους ανθρώπους, τόσο πιο πολλά καινούρια πράγματα θα μαθαίνεις.

Και πράγματι, όσο το χτίσιμο του εργοστασίου συνεχιζόταν, περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους χιλιάδες πρωτόγνωρα πράγματα. Τοίχοι που σχημάτιζαν λαβυρίνθους, περίπλοκες μηχανές που σύντομα θα έμπαιναν σε λειτουργία, τεράστια δοχεία με χρωματιστά υγρά, πανέρια με κάθε είδους αποξηραμένα λουλούδια...

Όλα αυτά τα περιέγραφαν ενθουσιασμένα τα πουλιά στον Παιδολαχανόσωμο και εκείνος με τη σειρά του τα διηγούνταν στα παιδιά της πόλης. Κάποια μάλιστα τα γνώριζαν ήδη γιατί οι γονείς τους είχαν πιάσει κιόλας δουλειά. Κι όταν το στήσιμο του εργοστασίου τελείωσε, όλες οι οικογένειες είχαν πια αρχίσει να ξεφεύγουν από τη φτώχεια. Και έτσι αγόραζαν ακόμα περισσότερα φρούτα από τον Παιδολαχανόσωμο που δεν είχε πια χρόνο να ξεκουραστεί. Συνεχώς καλλιεργούσε, καλλιεργούσε... Στο τέλος, αφού τελείωναν γρήγορα τα φρούτα από τον κήπο του, άρχισε να μαζεύει και άγρια φρούτα του δάσους φροντίζοντας πάντα να αφήνει όσα χρειάζονταν και τα πουλιά και τα ζώα που ζούσαν εκεί. Και οι μέρες περνούσαν, ίδιες κι απαράλλαχτες καθώς ο Παιδολαχανόσωμος ήταν συνεχώς απασχολημένος με τα φρούτα του και τις πολλές παραγγελίες που τώρα πια δεχόταν. Ούτε οι μηχανές και οι εργάτες του νέου εργοστασίου δεν δούλευαν τόσο όσο δούλευε ο νέος. Μέρα με τη μέρα αδυνάτιζε όλο και πιο πολύ κι αν δεν ήταν οι δεκαοχτούρες να του υπενθυμίζουν τα βασικά γεύματα θα είχε ρέψει εντελώς.

Μια μέρα, χάρη στην επιμονή τους κάθισε ένα ολόκληρο μεσημέρι να ξαποστάσει. Ήταν Ιούλιος και ο ήλιος έκαιγε όσο καμιά άλλη εποχή. Ο Παιδολαχανόσωμος είχε πολύ καιρό να απολαύσει αυτή την απόλυτη σιωπή όπου το λαμπρό θερινό φως έλουζε τα πάντα και δεν κινούνταν απολύτως τίποτα. Περπάτησε ως το πιο κοντινό ξέφωτο και ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στο μισοξεραμένο γρασίδι. Έμεινε εκεί με τα μάτια κλειστά βλέποντας αυτό το φλογερό πορτοκαλί σκοτάδι μέσα από τα βλέφαρά του που τόσο του άρεσε. Πόσον καιρό είχε να ξαπλώσει έτσι ανέμελος κάτω από τον ήλιο;

Όταν επιτέλους χόρτασε ξεκούραση αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον κήπο του. Είχε λαχταρήσει εδώ και μέρες να φάει κανένα ροδάκινο από τις ροδακινιές του. Άλλωστε, τι ψυχή είχε ένα τόσο δα ροδακινάκι; Είχε άλλα τόσα να πουλήσει. Πλησίασε λοιπόν την πιο ψηλή από τις ροδακινιές του. Οι ζουμεροί πορτοκαλοκόκκινοι καρποί ξεχώριζαν ανάμεσα στο πυκνό της φύλλωμα. Άπλωσε με λαχτάρα τα ανοιχτοπράσινα χεράκια του και έκοψε τον πιο ζουμερό. Αμέσως έκοψε μια δαγκωματιά. Το φρούτο ήταν ζουμερό και δροσερό όπως όλα τα φρούτα που τόσα χρόνια καλλιεργούσε στον κήπο του. Όμως, κάτι δεν του άρεσε. Δεν ήταν αυτή η γεύση που θυμόταν. Η γεύση των φρούτων του γέμιζε το στόμα όποιου τα δοκίμαζε, ενώ αυτό το ροδάκινο δεν είχε σχεδόν καθόλου γεύση. Αμέσως συνειδητοποίησε πως δεν είχε ούτε άρωμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε συμβεί αυτό. Δοκίμασε ένα ακόμα ροδάκινο. Το ίδιο. Κι άλλο ένα. Ξανά το ίδιο. Άρχισε να τρέχει πανικόβλητος σ’ όλα τα δέντρα και τα φυτά του. Δοκίμασε φρούτα από όλα. Όλα άγευστα. Αναρωτήθηκε τι είχε κάνει λάθος. Μήπως δεν τα είχε ποτίσει αρκετά; Μήπως δεν τους μιλούσε αρκετά τρυφερά και τα είχε κακοκαρδίσει; Μήπως δεν τους είχε βάλει καλό λίπασμα; Δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η ζημιά δεν διορθωνόταν.

Την επόμενη μέρα κατέβηκε στην πόλη σκυφτός και σκυθρωπός. Έσερνε ανόρεχτα το καροτσάκι του και όταν έφτασε στην πλατεία ρωτούσε ανήσυχος τον κάθε πελάτη αν του άρεσαν τα φρούτα και αν είχε παρατηρήσει την αλλαγή στη γεύση. Όλοι παραξενεύονταν με την ερώτησή του αυτή και του έλεγαν πως τα φρούτα του ήταν φανταστικά και πεντανόστιμα. Τότε ήταν που μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο. Έσπαγε το κεφάλι του στο δρόμο του γυρισμού μήπως καταλάβει γιατί συνέβαινε αυτό. Πώς ήταν δυνατόν να μην είχε καταλάβει κανείς άλλος πως τα φρούτα είχαν χάσει το άρωμα και τη γεύση τους; Εκτός κι αν μόνο ο ίδιος την ένιωθε αυτή τη γεύση και νόμιζε ότι ήταν τόσο έντονη. Αλλά... υπήρχε και μια άλλη περίπτωση: μπορεί αυτός να είχε χάσει τη γεύση του και όλοι οι υπόλοιποι να γεύονταν τα φρούτα όπως πάντα. Τα τελευταία μέτρα που του έμεναν μέχρι το σπίτι του, τα διένυσε τρέχοντας. Μόλις μπήκε στο περιβόλι του παράτησε το καρότσι σε μια γωνιά και έτρεξε προς την πόρτα του σπιτιού. Την έσπρωξε βιαστικά και μπήκε μέσα. Σε χρόνο μηδέν έφτασε στην κουζίνα και κατέβασε την αλατιέρα από το ράφι της. Πήρε ένα κουτάλι και το βούτηξε μέσα στο αλάτι. Το δοκίμασε και ένιωσε να τον κατακαίει η αλμύρα. Ήπιε κάμποσο νερό για να συνέλθει και βγήκε έξω από το σπίτι ακόμα πιο μπερδεμένος. Τα βήματά του τον πήγαν ως τον καταρράκτη. Ακολούθησε περπατώντας τη ροή του ποταμού. Όταν κουράστηκε κάθισε λίγο στην όχθη. Πήρε λίγο νερό στις χούφτες του για να δροσίσει το πρόσωπό του. Όμως, καθώς σήκωνε τις γεμάτες νερό χούφτες του είδε ξαφνικά κάτι ροζ να λαμπυρίζει στο νερό. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ξανακοίταξε πιο προσεκτικά. Το νερό ήταν γεμάτο μικρές ροζ κηλίδες. Σαν από λάδι. Αλλά ποιο λάδι είναι ροζ;

Ο Παιδολαχανόσωμος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πόσα περίεργα χωρούσαν πια σε δύο μέρες; Δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε αυτό το περίεργο ροζ λάδι στο νερό του ποταμού και πως στο καλό είχε βρεθεί εκεί. Για μέρες αναρωτιόταν ώσπου ένα πρωί, εκεί που καθόταν στη συνηθισμένη του θέση στην πλατεία μαζί με το καρότσι του, τον χαιρέτησε ο δήμαρχος και τον πλησίασε για να αγοράσει μερικά φρούτα. Ο Παιδολαχανόσωμος σκέφτηκε πως ήταν μια σπουδαία ευκαιρία να ζητήσει μια συμβουλή. Ο δήμαρχος ήταν σοφός και μορφωμένος άνθρωπος.

-Κύριε δήμαρχε, τον ρώτησε, έχετε περάσει καθόλου από τον μεγάλο καταρράκτη του δάσους; τον ρώτησε.

-Έχω πολύ καιρό να πάω εκεί, παιδί μου. Βλέπεις, δεν έχω τις αντοχές που είχα παλιά. Αλλά γιατί ρωτάς;

-Να, ξέρετε, παρατήρησα κάτι πολύ περίεργο. Κάτι κηλίδες ροζ, σαν από λάδι.

-Ροζ κηλίδες από λάδι; Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο. Περίεργο πράγμα, πολύ περίεργο.

-Όντως, είναι περίεργο, κύριε δήμαρχε. Και δεν έχω ιδέα τι μπορεί να συμβαίνει.

-Θα ψάξω στη βιβλιοθήκη της πόλης μήπως βρω κάτι που να μας διαφωτίσει, είπε ο δήμαρχος φεύγοντας προβληματισμένος.

Το επόμενο πρωί ο Παιδολαχανόσωμος άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα του. Άνοιξε περιμένοντας να δει τον δήμαρχο που θα του έφερνε κάποια απάντηση σ’ αυτό που τόσο τον απασχολούσε. Αν’ αυτού, όμως, είδε έναν μαυρομάλλη κοστουμαρισμένο κύριο που φορούσε ένα άρωμα τόσο δυνατό που ο Παιδολαχανόσωμος ήταν σίγουρος πως θα μύριζε σε όλο το δάσος.

-Χαίρετε! είπε με στόμφο ο άγνωστος. Να φανταστώ πως είστε ο κύριος Λαχαπαιδονόσωμος.

-Παιδολαχανόσωμος, τον διόρθωσε ο νέος. Σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;

-Έχω μια σπουδαία και πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση  για σας, κύριέ μου.

-Πρόταση; Τι είδους πρόταση εννοείτε, κύριε...

-...Παρφουμάκης.

-Σας ακούω, κύριε Παρφουμάκη.

-Όπως ήδη φαντάζεστε, η πρόταση που έχω να σας κάνω είναι εξαιρετικά συμφέρουσα για όλους μας. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ότι το εργοστάσιό μας χρησιμοποιεί τις πιο αγνές πρώτες ύλες για τα προϊόντα που παράγει. Εμείς από την πλευρά μας γνωρίζουμε το μεράκι και την αγάπη που δείχνετε στα φυτά και τα δέντρα που καλλιεργείτε. Για το λόγο αυτό θα θέλαμε να συνεργαστούμε μαζί σας. Θα σας άρεσε να καλλιεργήσετε και μερικά αρωματικά φυτά στον κήπο σας;

-Θα ήταν χαρά μου, απάντησε ο Παιδολαχανόσωμος, όμως καλά καλά δεν προλαβαίνω να φροντίσω τα φυτά που ήδη έχω.

-Αυτό μπορεί να λυθεί πολύ εύκολα. Μπορούμε να σας βρούμε όσους βοηθούς χρειάζεστε. Σε πρώτη φάση, ωστόσο, θα πρέπει να σας βρούμε μια νέα τοποθεσία διαμονής και εργασίας.

-Νέα τοποθεσία; Μα για ποιο λόγο;

-Γιατί η παρούσα τοποθεσία δεν είναι τόσο γόνιμη όσο θα θέλαμε. Με τις δυνατότητές σας στην κηπουρική θα μπορούσατε να παράγετε απείρως μεγαλύτερες ποσότητες. Αλλά και σε αυτό σας έχουμε βρει τη λύση. Το οροπέδιο πάνω από το εργοστάσιο είναι ό,τι πρέπει. Το μόνο που μένει είναι να...

-Για μισό λεπτό, τον έκοψε ο Παιδολαχανόσωμος. Δεν νομίζω να συμφώνησα σε κάτι.

-Θα γίνει και αυτό όταν ακούσετε την προσφορά μας.

-Προς το παρόν θα ήθελα να το σκεφτώ. Δεν μπορώ έτσι απλά να εγκαταλείψω το σπίτι μου.

-Πολύ καλά. Θα σας δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείτε, είπε ο Παρφουμάκης αρωματίζοντας τους καρπούς του. Θα σας συμβούλευα, ωστόσο, να βάλετε στην άκρη τους συναισθηματισμούς και να δείτε ποιο είναι το συμφέρον σας. Καλή σας μέρα, πρόσθεσε ανοίγοντας την πόρτα με ένα ύφος λες και ήταν δικό του το σπίτι.

«Στο καλό και να μας γράφεις», σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Παιδολαχανόσωμος. Τώρα είχε ολότελα μπερδευτεί. Γιατί είχε έρθει ξαφνικά αυτός ο άνθρωπος και για ποιο λόγο ήθελε να τον απομακρύνει από το σπίτι του;

Τις σκέψεις του διέκοψαν χτυπήματα από ράμφη στο τζάμι του. Ήταν οι δεκαοχτούρες και φαίνονταν πολύ αναστατωμένες. Βγήκε γρήγορα στον κήπο.

-Παιδολαχανόσωμε, σε ζητά ο πρόεδρος των ψαριών, του είπε ο μπαρμπα-Κικέρωνας.

Ο νέος ακολούθησε τους φτερωτούς φίλους του στο ποτάμι. Πλησίασε την όχθη και έσκυψε προσεκτικά. Βούτηξε το λιγνό χεράκι του στο νερό και το κούνησε απαλά. Αμέσως βγήκε στην επιφάνεια ο παλιός του φίλος, ο πρόεδρος των ψαριών του ποταμού Φίνος Πεστροφίνος.

-Χαίρε, παλιέ μου φίλε. Θα ήθελα να είχαμε συναντηθεί σε πιο χαρούμενη στιγμή. Αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά εδώ κάτω.

-Πες μου, Φίνο, τι ακριβώς συμβαίνει;

-Έχει ξεσπάσει μια επιδημία. Πολλά ψάρια είναι βαριά άρρωστα. Και μερικά μάλιστα έχουν ήδη πεθάνει.

-Γιατί δεν με κάλεσες νωρίτερα; Έχω μερικά θεραπευτικά βοτάνια σε μια γωνίτσα του κήπου μου.

-Μας έφεραν οι δεκαοχτούρες. Αλλά για πρώτη φορά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Δοκιμάσαμε όλες τις συνταγές αλλά μάταια. Τα ψάρια αρρωσταίνουν ολοένα και πιο πολύ. Από όταν άρχισαν να εμφανίζονται αυτές οι ροζ κηλίδες πάνω από τα κεφάλια μας, η ζωή μας έγινε μια κόλαση. Όλο αρρώστια και θανατικό. Κι οι ψαρίνες έχουν σταματήσει να γεννούν.

-Οι ροζ κηλίδες; είπε ο Παιδολαχανόσωμος. Τελικά είναι πιο επικίνδυνες απ’ ότι νόμιζα. Δεν αρρωσταίνουν μόνο το χώμα και τα φυτά... Αρρωσταίνουν τα πάντα...

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν τυχαίο το ότι τα φρούτα του είχαν χάσει τη γεύση τους. Αυτές οι κηλίδες είχαν χαλάσει το νερό. Μια υποψία άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του.

-Παιδιά, είπε στις δεκαοχτούρες, πρέπει με κάποιον τρόπο να ανακαλύψουμε την πηγή του κακού.

Εκείνες μεμιάς τον περικύκλωσαν και τον γράπωσαν με τα νύχια τους από τα ρούχα. Ο μπαρμπα-Κικέρωνας έδωσε το σύνθημα και απογειώθηκαν όλες μαζί.

Πετούσαν κατά μήκος του ποταμού ώσπου έφτασαν στον καταρράκτη. Άρχισαν να πετούν ψηλότερα. Ανέβαιναν, ανέβαιναν, ανέβαιναν... Πέρασαν και τον καταρράκτη και συνέχισαν να ανηφορίζουν. Χαμήλωσαν λίγο και ο Παιδολαχανόσωμος κοίταξε προσεκτικά την επιφάνεια του νερού. Ροζ κηλίδες παντού. Όλο το ποτάμι είχε μολυνθεί. Συνέχισαν να ανηφορίζουν. Μέχρι τη στιγμή που είδαν μπροστά τους το εργοστάσιο. Ήταν πραγματικά πελώριο. Ο Παιδολαχανόσωμος δεν είχε ξαναδεί μεγαλύτερο κτήριο. Και έδειχνε τόσο ψυχρό με τους γκρίζους τοίχους του. Κι όσο το πλησίαζαν τόσο πιο απόκοσμο και αφιλόξενο φαινόταν. Χώρια που ο θόρυβος από τις μηχανές γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός. Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, το πρόσεξαν μόλις προσγειώθηκαν. Από την πλευρά του εργοστασίου που κοιτούσε προς την όχθη έβγαιναν τρεις τεράστιοι σωλήνες που κατέληγαν στο νερό του ποταμού. Και οι τρεις ανάβλυζαν το ίδιο ροζ λάδι. Το κακό προαίσθημα του Παιδολαχανόσωμου είχε πια επιβεβαιωθεί. Το εργοστάσιο έριχνε τα απόβλητά του κατευθείαν στο ποτάμι. Αυτή ήταν τελικά η πηγή του κακού. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να χωνέψει όλα όσα είχαν συμβεί. Πίσω του οι σωλήνες, μπροστά του συρματόπλεγμα. Λες και ήταν φυλακισμένος. Πλησίασε με αργά, σχεδόν αβέβαια βήματα τον συρμάτινο φράχτη. Μια τεράστια ταμπέλα κοντά στον τοίχο του εργοστασίου τού τράβηξε την προσοχή. Αναρωτήθηκε τι να έγραφε. Έκανε νόημα στις δεκαοχτούρες. Μία θηλυκή, η Λιάνα πέταξε πάνω από το συρματόπλεγμα.

-Κίνδυνος-Θάνατος. Μην πλησιάζετε, διάβασε.

-Για αυτό, λοιπόν, κανένας εργάτης από την πόλη δεν είχε δει αυτό το ροζ λάδι, είπε σιγανά ο μπαρμπα-Κικέρωνας.

-Οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους τους, είπε πικραμένος ο Παιδολαχανόσωμος.

-Ασφαλώς και είναι πολύ έξυπνο! ακούστηκε μια φωνή δίπλα τους.

Έντρομοι είδαν τον Παρφουμάκη να βγάζει ένα μεγάλο κλειδί από την τσέπη του και να ξεκλειδώνει την πόρτα του φράχτη.

-Τι έγινε, παιδιά; είπε με ένα προσποιητά φιλικό ύφος. Γιατί με κοιτάτε έτσι; Κατάπιατε τη γλώσσα σας;

-Μάλλον, απάντησε ο Παιδολαχανόσωμος. Μαζί με όλες τις ψευτιές που μας αραδιάζατε τόσον καιρό. Πού είναι τα αγνά και φυσικά υλικά, Παρφουμάκη; Γιατί εγώ το μόνο που βλέπω εδώ πέρα είναι δηλητήρια που μολύνουν το ποτάμι μας. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ήθελες να με διώξεις από το σπίτι μου.

-Μαθαίνεις γρήγορα, Λαχανοπαιδόσωμε, απάντησε ειρωνικά ο Παρφουμάκης.

-Το ίδιο γρήγορα θα μάθει και όλη η πόλη για το έγκλημά σας.

-Αυτό θα το δούμε, φώναξε ο Παρφουμάκης ορμώντας του.

Αν και η μάχη φαινόταν άνιση, ο Παιδολαχανόσωμος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τον αποκρούσει κι ας μην είχε μάθει ποτέ να είναι βίαιος. Το πράσινο δέρμα του είχε γεμίσει πληγές που έτρεχαν χυμό μα δεν το έβαζε κάτω.

-Παιδιά! φώναξε στις δεκαοχτούρες που είχαν παγώσει από το φόβο τους. Φύγετε μακριά από δω!

-Όχι τόσο εύκολα, είπε οργισμένος ο Παρφουμάκης καθώς απωθούσε με λύσσα τον Παιδολαχανόσωμο και έβγαζε ένα πιστόλι από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Άρχισε να πυροβολεί προς το μέρος των πουλιών. Τα περισσότερα γλίτωσαν στο παρά τρίχα.

-Φύγετε! ούρλιαξε ξανά ο Παιδολαχανόσωμος.

Αμέσως έπιασε μια πέτρα και την πέταξε στο τεντωμένο χέρι του Παρφουμάκη. Το όπλο ξέφυγε από το χέρι του και ο Παιδολαχανόσωμος του όρμησε ξανά. Στο μεταξύ τα πουλιά είχαν απομακρυνθεί. Ο Παιδολαχανόσωμος ευχόταν να προλάβουν να ειδοποιήσουν τους ανθρώπους. Ο Παρφουμάκης ήταν πιο δυνατός και δεν ήξερε πόσο θα άντεχε. Έμοιαζε σχεδόν άτρωτος. Σε λίγη ώρα κατάφερε να τον ακινητοποιήσει πατώντας του τα χέρια με τα γόνατά του. Αμέσως άρχισε να τυλίγει τα δικά του χέρια γύρω από τον λαιμό του Παιδολαχανόσωμου.

-Ως εδώ ήταν, πράσινο πλασματάκι. Αρκετά ανακατεύτηκες εκεί που δε σε σπέρνουν, σφύριξε χαιρέκακα μέσα από τα δόντια του πιέζοντας όλο και πιο πολύ.

Εκείνη τη στιγμή, όμως, κάτι γκρίζο και χνουδωτό έπεσε με φόρα πάνω στο πρόσωπό του και άρχισε να τον τσιμπά. Μόλις ο Παιδολαχανόσωμος ελευθερώθηκε από τη λαβή του Παρφουμάκη, κατάλαβε πως ήταν ο μπαρμπα-Κικέρωνας. Άπλωσε τα χέρια του για προστατέψει τον φτερωτό του φίλο αλλά το χτύπημά του αντιπάλου του ήταν πιο γρήγορο και πιο δυνατό. Ο μπαρμπα-Κικέρωνας έπεσε παραζαλισμένος στο χώμα. Ο Παιδολαχανόσωμος έτρεξε έντρομος κοντά του. Μα πριν προλάβει να τον φτάσει, ο Παρφουμάκης είχε ήδη ξαναπάρει το πιστόλι. Με δύο σφαίρες αποτελείωσε στο άψε σβήσε το δύστυχο πουλάκι. Ο Παιδολαχανόσωμος δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε χαθεί έτσι ο καλύτερός του φίλος. Ο Παρφουμάκης γελώντας χαιρέκακα κλώτσησε το σώμα του πουλιού στέλνοντάς το στο ποτάμι.

-Τέρας! ξέσπασε ο Παιδολαχανόσωμος.

Άρχισε να τον χτυπά με περισσότερη λύσσα από ποτέ. Τόσο που στο τέλος κατάφερε να του πάρει το όπλο και να τον σημαδέψει στο κεφάλι.

-Παιδολαχανόσωμε, όχι! ακούστηκε η φωνή του δημάρχου.

Οι δεκαοχτούρες είχαν καταφέρει να τον φέρουν πετώντας ως εκεί. Πίσω τους είχαν συγκεντρωθεί και όλοι οι εργάτες που είχαν πια μάθει τι ακριβώς συνέβαινε στο ποτάμι. Άνοιξαν την πόρτα του συρμάτινου φράχτη και πήραν σηκωτό τον Παρφουμάκη. Σε λίγες μόλις μέρες τον δίκασαν και τον φυλάκισαν.

Στο μεταξύ οι πέστροφες βρήκαν το σώμα του μπαρμπα-Κικέρωνα και το παρέδωσαν στις υπόλοιπες δεκαοχτούρες. Εκείνες με τη βοήθεια του Παιδολαχανόσωμου και των παιδιών της πόλης τού έφτιαξαν ένα όμορφο μνήμα. Από τότε τον τιμούσαν κάθε χρόνο με γιορτές για τη θυσία του. Κανείς ποτέ δεν ξέχασε τη μεγάλη καταστροφή που παραλίγο να συμβεί στο δάσος και στο ποτάμι τους. Και πιο πολύ απ’ όλους ο Παιδολαχανόσωμος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου